Η πόλη-κράτος στην αρχαία Ελλάδα

H πόλη ήταν μια μορφή συμβιωτικής κοινότητας, στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι για να επιδιώξουν κυρίως το ύψιστο αγαθό, που είναι η ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών τους.

Στη συμβιωτική κοινωνία της πόλης τα παιδιά είχαν φυσική υποχρέωση να υποτάσσονται στους γονείς και οι γυναίκες στους άνδρες, όσο και αν στο σπίτι οι γυναίκες ήταν αφέντρες. Οι άντρες ήταν αυτοί που συγκροτούσαν την πολιτική κοινότητα. Οι πολιτικές πράξεις ήταν προνόμιο και υποχρέωση των ανδρών. Και ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση, επειδή οι δραστηριότητες των ανδρών εκτείνονταν σε διάφορα πεδία και απαιτούσαν πολλές γενικές και ειδικές γνώσεις.

H δημοκρατία στην αρχαία Ελλάδα ήταν άμεση, δηλαδή κάθε πολίτης ήταν κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος να κάνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για ετερόκλητα θέματα που αφορούσαν την πόλη ή να κληθεί ακόμη και να δικάσει.

Επομένως καταλαβαίνει κανείς πως έπρεπε ο κάθε πολίτης να είναι κατατοπισμένος σε πολλά πράγματα και να έχει μια ευρύτερη μόρφωση, για να μπορεί να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα του ως πολίτης, ως μέλος της πόλης. Ίσως μια συμβιωτική κοινότητα να είναι ανάξια να λέγεται «πόλις», αν οι πολίτες της δεν είναι ικανοί να παίρνουν μέρος σε δημόσιες συζητήσεις, όπου οι απόψεις συνήθως είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Διότι από τις συζητήσεις αυτές ανυψώνεται το πνευματικό επίπεδο των πολιτών και γίνονται, κατά κάποιον τρόπο, πνευματικά αυτάρκεις. Βέβαια απόλυτα πνευματικά αυτάρκης είναι μόνο ο Θεός, ενώ υλικά αυτάρκες μπορεί να είναι και κάποιο θηρίο.

Για να εξυψωθεί κάποιος πνευματικά, πρέπει να υπάρχουν εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία ο άνθρωπος βρίσκει μέσα στην κοινωνική συμβίωση, μέσα στην πόλη. Διότι ακόμη και ένας άρτια σωματικά και διανοητικά αναπτυγμένος άνθρωπος, όταν είναι ξεκομμένος από την πόλη, όταν είναι αποκομμένος από το νόμο και τη δικαιοσύνη, καταντάει τελικά να γίνει χειρότερος και από θηρίο.

Όμως τα παιδιά που ζούνε σε ομάδες ημιάγριων φυλών μέσα στη ζούγκλα δεν ξέρουν να μιλήσουν και να σκεφτούν. Όταν τα πάρουν όμως και τα βάλουν να μεγαλώσουν μέσα σε μια οικογένεια, μέσα στην κοινωνία, τελικά προσαρμόζονται, εξελίσσονται ομαλά και καμιά φορά μεγαλουργούν.

Για αυτό και η «πόλις» είναι ιδανική περίπτωση συμβίωσης, για να επιτύχει ο άνθρωπος την ευδαιμονία, το περιπόθητο «ευ ζην», δηλαδή μια ζωή που να είναι αυτάρκης όχι μόνο σε υλικά αλλά και σε πνευματικά αγαθά.

Οι πολύ μικρές πόλεις δεν μπορούν να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες των πολιτών τους. Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή απόδοση του θεσμού της πόλης είναι η ύπαρξη μιας αρχής που να οργανώνει, να διαρθρώνει και να ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών φορέων που συμβιώνουν στην πόλη.

Δηλαδή, η δημιουργία της πόλης είναι φυσική αναγκαιότητα για τον άνθρωπο, διότι από τη φύση του ο άνθρωπος είναι “πολιτικό ζώον”, του ταιριάζει η συμβίωση σε κοινωνίες.
Μήπως θα ήταν πιο ευτυχισμένος ο άνθρωπος αν ζούσε μεμονωμένα και ανεξάρτητα, ελεύθερος μέσα στη φύση και όχι κάτω από την αναγκαστική πειθαρχία που επιβάλλουν οι νόμοι σε όσους συμβιώνουν στις πόλεις;

Όχι, γιατί ο άνθρωπος είναι «φύσει συνδυαστικόν ον». Δεν μπορεί να ζήσει μόνος του. H ένωση του άνδρα και της γυναίκας, που είναι επιτακτική ανάγκη της φύσης, θα μπορούσα να σου πω ότι αποτελείτο πρώτο κύτταρο της δημιουργίας της κοινωνίας, που είναι η οικογένεια.

H συμβίωση άνδρα-γυναίκας γίνεται πρωτίστως για τεκνογονία, για τη διαιώνιση του είδους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν έχει και άλλη σκοπιμότητα. Οι άνθρωποι ζούνε κατά ζεύγη όχι μόνο για την αναπαραγωγή, αλλά και με την προοπτική της ικανοποίησης ενός συνόλου βιοτικών αναγκών. Απόδειξη πως ενώ τα ζεύγη των ζώων μένουν μαζί μόνο όσο χρειάζεται για να ικανοποιήσουν την ανάγκη της πράξης της αναπαραγωγής, τα ζεύγη των ανθρώπων ζούνε χρόνια μαζί.

Άλλωστε, αυτό που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα ζώα, είναι η δυνατότητα έκφρασης των αισθημάτων και των σκέψεων του δια του λόγου. O λόγος στην αρχαία Ελλάδα είχε την έννοια της ομιλίας και της λογικής. Και επειδή ό,τι κάνει η φύση το κάνει για κάποιο σκοπό, «ου ένεκα» προίκισε τον άνθρωπο με τη δυνατότητα του λόγου, για να μπορεί να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. H επικοινωνία, όμως, προϋποθέτει ύπαρξη κοινωνίας.

Μόνο μέσα στην ευρύτερη κοινωνία μπορεί ο άνθρωπος vci αναπτυχθεί πλήρως ψυχικά και πνευματικά και να ολοκληρώσει την αποστολή το
υ. Τότε γίνεται πραγματικός άνθρωπος. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, που περιορίζει την ανάπτυξη των ηθικών και πνευματικών δυνατοτήτων του. Μόνο μέσα στην κοινωνία της πόλης μπορεί να αναπτυχθούν οι δυνατότητες του αυτε’ς14. Δηλαδή, χωρίς την πολιτική συμβίωση ο άνθρωπος δεν ολοκληρώνεται.

Μέσα στην κοινωνία αναπτύσσεται και η φιλία, που θεωρείται πολύ σημαντικό αγαθό για τον άνθρωπο αφού είναι κάτι που τον κάνει ευτυχισμένο. H φιλία απλοποιεί τα προβλήματα που προκύπτουν από τη συμβίωση του ανθρώπου.

H συμβίωση επιδιώκεται από τους ανθρώπους ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ένας  έχει την άμεση ανάγκη του άλλου. Τις περισσότερες, όμως, φορές τη συμβίωση την επιβάλλει το κοινό συμφέρον, επειδή υπάρχει η δυνατότητα αλληλοβοήθειας. Διότι με την αλληλοβοήθεια βελτιώνεται η ζωή των ανθρώπων και έτσι δημιουργείται η συνοχή της κοινότητας. H συμβίωση των πολιτών στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, δηλαδή πρέπει να ανταποδίδουμε τις υπηρεσίες που μας προσφέρονται.

Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημιουργία της κοινωνίας – και κατ’ επέκταση της πολιτείας – είναι κάτι φυσιολογικό για τον άνθρωπο’. Μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν», σε αντίθεση με τις απόψεις των κυνικών φιλοσόφων αλλά και ορισμένων σοφιστών, ότι η κοινωνία και η πολιτεία είναι νομικά κατασκευάσματα που δεν ταιριάζουν στη φύση του ανθρώπου και τον βλάπτουν, αντί να τον ωφελούν. Ούτε είναι σωστή η άποψη ότι οι κοινωνίες υπάρχουν, επειδή οι άνθρωποι προσδοκούν από τη συμβίωση τους αποκλειστικά κάποιο όφελος άμεσα ή μακροπρόθεσμα.

Γιατί να είναι όμως «πολιτικό ζώον» μόνο ο άνθρωπος και όχι οι μέλισσες ή άλλα ζώα που ξέρουμε ότι ζούνε σε κοινωνίες, όπου επικοινωνούν μεταξύ τους, αλληλοεξυπηρετούνται και αλληλοπροστατεύονται;

Γιατί η μεγάλη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώων είναι ότι ο άνθρωπος διαθέτει το χάρισμα του λόγου, είναι ζώον λογικόν. Άλλο πράγμα είναι η απλή φωνή που διαθέτουν τα ζώα για να εκφράσουν την αίσθηση του δυσάρεστου ή του ευχάριστου ή ακόμη και για να διαβιβάσουν κάποια φωνητικά μηνύματα, που τις περισσότερες φορές όμως έχουν σχέση με την επιβίωση τους, και άλλο πράγμα ο ανθρώπινος λόγος που είναι φωνή και λογική.

Με τον ανθρώπινο λόγο εκφράζονται απόψεις για το τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο, δηλαδή με το λόγο οι άνθρωποι εκφράζουν την κρίση τους για πράγματα που αφορούν την κοινή συμβίωση. Όπως, για παράδειγμα, είναι η δικαιοσύνη.

H δικαιοσύνη είναι αρετή πολιτική. Με τη δικαιοσύνη διασφαλίζεται η ομαδική συμβίωση στην πόλη. H έννοια της δικαιοσύνης δεν έχει νόημα έξω από την κοινωνική συμβίωση. Απονομή δικαιοσύνης θα πει διάγνωση για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο, με βάση πάντα τον κανόνα δικαίου, δηλαδή το μέτρο.

Με την καθημερινή συμβίωση δημιουργούνται στις σχέσεις των ανθρώπων αλλαγές. Ποιές όμως από τις αλλαγές αυτές είναι επιτρεπτές και ποιες όχι; Ποιές είναι δίκαιες και ποιες άδικες; Αυτό είναι θέμα νόμου και κοινής συναίνεσης. Είναι θέμα δικαίου. Κάτι όμως που θεωρείται δίκαιο σε μια πολιτεία ενδέχεται να είναι άδικο σε μια άλλη. Όπως τα μέτρα και τα σταθμά για τα κρασιά και τα δημητριακά, που δεν είναι σε όλες τις πόλεις τα ίδια.

Πρέπει να τονίσουμε ότι εκ των πραγμάτων ο κάθε νόμος, ακόμη και ο πιο άρτιος, έχει το μειονέκτημα ότι πάσχει από υπερβολική γενικότητα. Είναι ψυχρός, αυστηρός και δεν υπεισέρχεται στις ειδικές συνθήκες που έγινε το αδίκημα. Γι’ αυτό, η μια άποψη είναι η απονομή της δικαιοσύνης να γίνεται από άξιους και έμπειρους δικαστές, οι οποίοι να μπορούν να αντιλαμβάνονται την ιδιορρυθμία της κάθε περίπτωσης. H άλλη άποψη είναι να απονέμεται η δικαιοσύνη από συλλογικά όργανα μέσα από διάλογο. Κάτω από διαρκή αμφισβήτηση, τα μέλη των συλλογικών οργάνων μορφοποιούν αυτό που λέμε δικαιοσύνη. Κάθε μέλος του συλλογικού οργάνου – παρόμοιο με το σώμα των ενόρκων – έχει τις δικές του εμπειρίες από τη ζωή, έτσι μπορεί να αντιληφθεί τις λεπτομέρειες της διάπραξης της αδικίας και η κρίση θα είναι πιο σωστή.

Στα συλλογικά όργανα οι ακραίες καταστάσεις, ο πολύς συναισθηματισμός και η μεγάλη απάθεια μετριάζονται από τη γνώμη των πολλών. O καταλληλότερος χώρος για τις διαβουλεύσεις αυτές ήταν για την αρχαία πόλη η «εκκλησία του δήμου», δηλαδή η συνέλευση του λαού, όπου αναπτύσσονται ο λόγος και ο αντίλογος και μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις προκύπτει η σωστή γνώμη.

Απόσπασμα από το βιβλίο τ
ου Γ.Μανουσάκη: Συνομιλίες με τον Αριστοτέλη