Ο Θετικισμός

Ο Θετικισμός ( Positivismus) είναι ένα φιλοσοφικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οτιδήποτε υπάρχει (το υπαρκτό) προέρχεται από την εμπειρία και είναι θετικά εξακριβωμένο. O όρος θετικό γενικά ταυτίζεται με το καταφατικό, δηλαδή το αντίθετο του αρνητικού, μολονότι στη Φιλοσοφία ο όρος «θετικό» έχει την έννοια ενός πράγματος που τέθηκε σε αντιδιαστολή με το φυσικό.

Ως φιλοσοφική ιδεολογία και κίνημα ο Θετικισμός προπαρασκευάστηκε από τον Βρετανό εμπειριστή και σκεπτικό φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ, αλλά τα κυριότερα χαρακτηριστικά του προέρχονται από το έργο του Γάλλου φιλοσόφου Αύγουστου Κοντ (Auguste Comte), αφού αποτελεί και τον τίτλο του γνωστότερου βιβλίου του Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας (Cours de Philosophie Positive, 1830-1842). O Κοντ επέλεξε τον όρο Θετική Φιλοσοφία θέλοντας να δείξει ότι αυτή η λέξη (positive) φανέρωνε την πραγματικότητα και την εποικοδομητική τάση που ο ίδιος απαιτούσε για τη θεωρητική πτυχή της φιλοσοφικής θεωρίας του.

Στη συνέχεια, ο Θετικισμός αναπτύχθηκε μέσα από ποικίλα στάδια που έγιναν γνωστά με διάφορες ονομασίες όπως Εμπειριοκριτικισμός, Λογικός Θετικισμός, Λογικός Εμπειρισμός και τέλος, στα μέσα του 20ού αιώνα, εντάχθηκε στο κίνημα που είναι γνωστό ως Αναλυτική και Γλωσσική Φιλοσοφία.

Οι βασικές θέσεις του πρωτογενούς Θετικισμού είναι:

1.   Κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας, και

2.   πέρα από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο κόσμος της καθαρής Λογικής και των καθαρών Μαθηματικών.

Οι θετικιστές έγιναν γνωστοί για την απόρριψη της Μεταφυσικής, δηλαδή των εικασιών σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, που πηγαίνουν πέρα από κάθε πιθανό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει ή να διαψεύσει τέτοιες «υπερβατικές» αξιώσεις.

O θετικισμός ως δόγμα απορρίπτει καθετί υπερβατικό, όπως άλλωστε και τις απόκρυφες δυνάμεις ή αιτίες, τις οποίες και θεωρεί ουσιαστικά ανύπαρκτες ή ασύλληπτες για την ανθρώπινη νόηση. Είναι γεγονός ότι ο θετικισμός ως μοναδική γνωσιολογική περιοχή θεωρεί την εμπειρία – τα θετικά γεγονότα -, ενώ περιορίζει την αποστολή όλων των επιστημών μόνο στην αναγνώριση και καταγραφή – και όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και των φαινομένων. Ουσιαστικά, ο θετικισμός υποστηρίζει ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στην εμπειρία και έτσι να γνωρίζουμε μόνο τα αντικείμενα των φυσικών επιστημών.

Πράγματι, οι θετικιστές πιστεύουν στον Εμπειρισμό, στην ιδέα δηλαδή ότι η παρατήρηση και η μέτρηση αποτελούν τον πυρήνα της κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Παράλληλα θεωρούν ότι το πείραμα – δηλαδή η προσπάθεια να γίνουν διακριτοί οι φυσικοί νόμοι μέσω άμεσων χειρισμών και παρατηρήσεων – είναι η βάση κάθε επιστημονικής μεθόδου. Έτσι, με αυτές τις θέσεις του, η θετική υπηρεσία που προσέφερε ο θετικισμός στην επιστήμη ήταν η απομάκρυνση από μια άγονη θεωρητικολογία και η στροφή στην έρευνα των γεγονότων, βασισμένη στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στο πείραμα και στα Μαθηματικά.

Σε πολύ γενικές γραμμές, για τον θετικισμό ή επαγωγισμό, επιστήμη σημαίνει την βέβαιη και αποδεδειγμένη γνώση. Είναι η μόνη σίγουρη μέθοδος για να φτάσουμε στην απόλυτη βεβαιότητα.

O θετικισμός ως φιλοσοφική θεωρία είναι πολύ κοντά στη Φυσική αφού σαν απόλυτο δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο παρά μόνο ένα, την αρχή ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο, μια άποψη που είναι δόγμα για τις απόψεις της σύγχρονης Φυσικής και Αστροφυσικής. O θετικισμός, ως κύρια συνιστώσα της φυσικής σκέψης, είναι: λαϊκός, εγκόσμιος, αντιθεολογικός και αντιμεταφυσικός – απόρριψη της Μεταφυσικής -, με αυστηρή εμμονή στη μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας – γνώση και πείραμα.

Τελικά ο θετικισμός, απορρίπτοντας τη Μεταφυσική, βοήθησε να ξεπεραστούν προκαταλήψεις του παρελθόντος και προώθησε την ανάπτυξη της λογικής φυσικής σκέψης. Σε μια θετικιστική θέα του κόσμου, η επιστήμη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια και να κατανοήσουμε τον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερα ούτως ώστε να καταφέρουμε είτε να τον προβλέψουμε είτε να τον ελέγξουμε.

Ιστορική πορεία του θετικισμού

Στην αρχαία Φιλοσοφία υπάρχουν σαφή προμηνύματα του Θετικισμού. Μολονότι η σχέση του Πρωταγόρα, σοφιστή του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη μετέπειτα θετικιστική σκέψη ήταν μάλλον απόμακρη, ωστόσο υπήρξε μια πολύ πιο έντονη ομοιότητα με τον κλασικό σκεπτικό φιλόσοφο Σέξτο τον Εμπειρικό (3ος μ.Χ. αιώνας), ενώ αιώνες αργότερα ο νομιναλιστής φιλόσοφος του Μεσαίωνα Γουίλιαμ του Όκκαμ (William of Ockham, 1300-1349) είχε σαφή συνάφεια με τον σύγχρονο Θετικισμό.

O Γάλλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού Πιερ Μπέιλ (Pierre Bayle, 1647-1706), μέσω του έργου του Σύστημα της Φιλοσοφίας (Systeme de la philosophie), έδωσε κάποια ώθηση στη διδασκαλία θετικιστικών απόψεων, ενώ στη συνέχεια ο Γερμανός φυσικός και λόγιος Γκέοργκ Κριστόφ Αίχτενμπεργκ (Georg Christoph Lichtenberg, 1742-1799) είχε πολλά κοινά με τη θετικιστική αντιμεταφυσική του 19ου αιώνα.

O Θετικισμός είχε τις βαθύτερες ρίζες του στον γαλλικό Διαφωτισμό που τόνιζε ιδιαίτερα το καθαρό φως της Λογικής, όπως και στον βρετανικό Εμπειρισμό του 18ου αιώνα, ιδιαιτέρως στον Εμπειρισμό του Ντέιβιντ Χιουμ και του Τζωρτζ Μπέρκλυ που τόνιζαν τον ρόλο της αισθητηριακής εμπειρίας (αισθήσεις – αισθητήριο).

Είναι γεγονός ότι ο Αύγουστος ή Ωγκύστ Κοντ (Auguste Comte), ο εισηγητής του Θετικισμού, επηρεάστηκε απόλυτα από τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές του Διαφωτισμού, όπως τον Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot), τον Ζαν ντ’ Αλαμπέρ (Jean d’Alambert) και τον Κλωντ Ανρί (Claude Henri), κόμη του Saint Simon, ιδρυτή του γαλλικού σοσιαλισμού, του οποίου ο Κοντ υπήρξε μαθητής και οπαδός στη νεαρή ηλικία του.

H πρώτη γενιά των Βιεννέζων θετικιστών του 20ού αιώνα άρχισε τις δραστηριότητες της γύρω στο 1907. Από αυτούς ξεχώρισαν ένας φυσικός, ο Φίλιπ Φρανκ (Phiiipp Frank), οι μαθηματικοί Χανς Χαν (Hans Hahn) και Ρίχαρντ φον Μίζες (Richard von Mises), καθώς και ο οικονομολόγος-κοινωνιολόγος Όττο Νόυρατ (OttoNeurath).

Εξίσου σημαντική υπήρξε και η συμβολή μερικών διαπρεπών διανοητών που ήταν ταυτόχρονα μαθηματικοί και φιλόσοφοι, όπως: ο Μπέρναρντ Ρήμαν (Georg Friedrich Bernhard Riemann), εισηγητής μιας μη Ευκλείδειας Γεωμετρίας, ο Χέρμαν φον Χέλμχολτς (Hermann von HelmhoJtz), πρωτοπόρος σ’ ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων, ο Λούντβιχ Μπόλτσμαν (Ludwig Boltzmann), σπουδαίος φυσικός και πρωτοπόρος ερευνητής της Στατιστικής Μηχανικής, ο Ανρί Πουανκαρέ (Henri Poincare), ο οποίος διέπρεψε τόσο στα Μαθηματικά όσο και στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, και ο Νταβίτ Χίλμπερτ (David HiJbert), που διακρίθηκε στην τυπολογία των Μαθηματικών.

Μεγαλύτερη σημασία είχε πάντως η επίδραση του Άλμπερτ Αϊνστάιν και των τριών μεγαλύτερων εκπροσώπων της μαθηματικής Λογικής στα τελευταία εκατό χρόνια, του πρωτοπόρου Γερμανού μαθηματικού Γκότλοπ Φρέγκε (Gottlob Frege) και των δύο συγγραφέων του μνημειακού έργου Principia Mathematica (1960-1913): Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russell) και Άλφρεντ Νορθ Χουάιτχεντ (Alfred North Whitehead), μέσω του οποίου προσπάθησαν να εξαγάγουν όλα τα Μαθηματικά από την καθαρή Λογική.

O Θετικισμός επηρέασε τον Άγγλο φιλόσοφο του 19ου αιώνα Τζων Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill), λογικό φιλόσοφο και οικονομολόγο, τόσο ώστε να θεωρείται ένας από τους εξέχοντες θετικιστές του αιώνα του. Στο έργο του Σύστημα της Λογικής (System of Logic, 1843), ο Μιλ ανέπτυξε μια εμπειριστική θεωρία της γνώσης και του επιστημονικού συλλογισμού με βάση τις εμπειρικές, όπως έλεγε, επιστήμες – δηλαδή, τη Λογική και τα Μαθηματικά

Ακόμη και ο Βρετανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ , (Herbert Spencer, 1820-1903), ο εισηγητής τόσο της θεωρίας του «ακατάληπτου» όσο και της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου στην Ηθική και την Κοινωνιολογία, θεωρείται υπέρμαχος του εν γένει θετικιστικού προσανατολισμού. O Σπένσερ πίστευε ότι: η Φιλοσοφία είναι τελείως ενοποιημένη γνώση. Έτσι, ταύτισε τις απόψεις του με τις θέσεις του Θετικισμού ότι η Φιλοσοφία είναι ένα γενικό σύστημα αντιλήψεων -μια καθολική επιστήμη- και όχι η αναζήτηση του απολύτου, της προέλευσης και του σκοπού του κόσμου. Τέτοια προβλήματα δεν έχουν νόημα και δεν υφίστανται για τον Θετικισμό.

Αμφισβητήσεις του Θετικισμού

Αφού είδαμε τις βασικές αρχές του θετικισμού θα στραφούμε σε μια σειρά από επισημάνσεις σημείων τριβής και αμφισβήτησης των βασικών θετικιστικών αρχών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία από την δεκαετία του ’60 κι ύστερα, τελικά οδηγούν είτε σε μια αυξανόμενη μείωση της αξιοπιστίας του θετικισμού είτε στην απόρριψή του ή το μετασχηματισμό του και την εμφάνιση νέων ρευμάτων.

Πρώτα θα ασχοληθούμε με τις επικρίσεις του θετικισμού, που προέρχονται από αντίπαλες φιλοσοφίες ή γενικότερα διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Σε συνοπτική παράθεση παρατηρείται μια έντονη αμφισβήτηση του θετικισμού στα εξής σημεία:

  • Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Μεθοδολογικά ο θετικισμός δεν δέχεται καμιά διαφορά μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Η υιοθέτηση όμως της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των φυσικών επιστημών, αφού γενικώς αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των κοινωνικών επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ο επιστημονισμός, δηλαδή, η άποψη ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις φυσικές επιστήμες.
  • Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία. Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.
  • Εμπειρισμός. Στην βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναντίρρητη αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του θετικισμού.
  • Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορία. Σύμφωνα με τον θετικισμό, η επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξάρτητα ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.
  • Εργαλειακή γνώση. Στον θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, αυτή γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό εργαλείο που μπορεί να εφαρμοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων. Κάποιες φορές όμως, η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της επιστήμης.

Πέρα όμως από τις αγεφύρωτες διαφορές σε θεμελιώδη θέματα αρχής, ο θετικισμός δέχθηκε σημαντικές επικρίσεις και στις βασικές μεθοδολογικές παραδοχές του. Οι κυριότερες από αυτές τις αμφισβητήσεις προέρχονται από τους Popper και Kuhn.

Ο Karl Popper, μάλιστα από την δεκαετία του ’30, επιτίθεται στην θετικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στην θέση τους ο Popper θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική λογική. Από την άλλη μεριά, η αντιθετικίστικη ιστορικίστικη στροφή στην δεκαετία του ’60 του Thomas Kuhn ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών.

Για τον Popper, το έργο της επιστήμης για την επικύρωση των θεωριών είναι να παράγει μαρτυρίες από εμπειρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορεί να διαψεύδουν λογικά τις θεωρίες αυτές. Βέβαια, με τη μέθοδο αυτή της διαψευσιμότητας, μπορεί να πει κανείς, το πρόβλημα της επαγωγής δεν λύνεται αλλά απλώς αποφεύγεται.

Από το βιβλίο Η Φιλοσοφία της Φυσικής του Στράτου Θεοδοσίου παραδόσεις φιλοσοφίας του Μωυσή Μπουντουρίδη στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας