Τρόποι αντιμετώπισης της σχολικής βίας από τα παιδιά και τους γονείς τους

O σχολικός εκφοβισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις στις τάξεις και στις αυλές των σχολείων των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Πρόκειται για μια από τις πολλές μορφές κακοποίησης, που αφορά την παιδική μέχρι την εφηβική ηλικία και αναφέρεται σε κακοποίηση ανηλίκου από ανήλικο.

school_violence Ο θύτης, το παιδί-νταής, επιτίθεται σωματικά, λεκτικά ή ακόμα και σεξουαλικά και κακοποιεί, πάντα με πρόθεση να πληγώσει, να απειλήσει, να τρομοκρατήσει, να μειώσει την αξία του παιδιού-θύματος. Ο διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού είναι “bullying” από το ρήμα ‘bully”, που σημαίνει “πληγώνω ή τρομοκρατώ άλλους, συχνά υποχρεώνοντάς τους με τη βία να κάνουν κάτι που δεν θέλουν”.

 

Το παιδί – νταής

Το παιδί υιοθετεί τον ρόλο του “εκφοβιστή” από την ανάγκη εκτόνωσης εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων που το τυραννούν. Το παιδί που νιώθει καλά με αυτό που είναι -καλός ή κακός μαθητής, όμορφος ή άσχημος- δεν έχει ανάγκη να μειώσει κάποιον άλλον για να αισθανθεί ανώτερο. Η βασική ανάγκη που προσπαθεί να ικανοποιήσει ο “εκφοβιστής” είναι η στιγμιαία ανακούφιση από το αφόρητο συναίσθημα της αναξιότητας που νιώθει. Αυτό όμως είναι ένας φαύλος κύκλος, γιατί ύστερα από μερικά λεπτά το παιδί νιώθει ακόμα πιο ανάξιο, γιατί μέσα του ξέρει ότι έχει πονέσει τον άλλον αλλά θα ξανακάνει το ίδιο για να νιώσει πάλι αυτή τη στιγμιαία ανακούφιση. Η μη ανάγκη δε πραγματικής αφορμής για να γίνει επιθετικό ένα παιδί δείχνει το ψυχοκαταναγκαστικό της πράξης”. Αυτή η παράμετρος είναι πολύ σημαντική και πρέπει να γίνει σαφής στα παιδιά-“στόχους”, ώστε να μην παίρνουν προσωπικά τις επιθέσεις που δέχονται.

Το παιδί – θύμα

Ακόμα και αν πούμε ότι οποιοδήποτε παιδί μπορεί να γίνει στόχος, κάποια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες. Συνήθως είναι παιδιά ιδιαίτερα ευαίσθητα και συμπονετικά, που δεν ξέρουν πώς να προστατευθούν από τη βία. Συχνά είναι ταλαντούχα, με χαρίσματα, ωριμότερα από την ηλικία τους ή με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Οι καλοί μαθητές, για παράδειγμα, γίνονται στόχοι ευκολότερα και συχνότερα. Κυρίως όμως είναι παιδιά που τα έχουμε διδάξει να υπακούν απόλυτα στις επιθυμίες μας, που δεν τους επιτρέπουμε να έχουν χώρο για το δικό τους “θέλω και είμαι”, που δεν τους δίνουμε περιθώριο επιλογής. Παιδιά που τα έχουμε διδάξει να μας υπακούν ακόμα και με τη βία.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι παιδί-θύμα ή παιδί-θύτης, τελικά, υποφέρουν το ίδιο. Δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το πρόβλημα και η διάγνωση είναι κοινά. Χαμηλή δεξιότητα αυτοπροστασίας και, κυρίως, χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Η λέξη-κλειδί: αυτοεκτίμηση

Αυτοεκτίμηση είναι η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Είναι τι νιώθουμε, τι σκεφτόμαστε και τι πιστεύουμε για εμάς. Αν πιστεύω ότι είμαι άξιος, καλός, ικανός, αγαπητός, ότι είμαι γενικά… ΟΚ, και μέσα μου αισθάνομαι γαλήνια, τότε έχω υψηλή αυτοεκτίμηση. Αν θεωρώ τον εαυτό μου ανεπιθύμητο, αντιπαθητικό, ανάξιο, ασήμαντο, νιώθω ντροπή και ενοχές, τότε έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που μαθαίνεται και η συμβολή των γονιών είναι καθοριστική. Το παιδί θα δώσει τόση αξία στον εαυτό του όση του έχει δώσει το περιβάλλον του και οι συμπεριφορές του θα εκφράζουν τον βαθμό της αυτοεκτίμησής του.

Αξίζει να σκεφτούν οι μητέρες ότι το να χτίσουν ισχυρή αυτοεκτίμηση στα παιδιά τους είναι πιο σημαντικό από το να τους προσφέρουν καλή μόρφωση. Σκεφτείτε την αυτοεκτίμηση σαν μια κασέτα που παίζει όλη τη μέρα, μέσα μας, σε όλη τη ζωή μας. Το να ακούμε συνέχεια τον εαυτό μας να μας κριτικάρει είναι πολύ επώδυνο, είναι ένας μαρτυρικός τρόπος να ζει κανείς. Η αυτοεκτίμηση είναι η βάση της ευτυχίας. Δεν είναι τα λεφτά, οι υλικές απολαύσεις, η κοινωνική προβολή ή οι χίλιες σχέσεις αλλά η σχέση μας με τον εαυτό μας που μας καθορίζει. Βλέπεις ανθρώπους να διψούν για λίγη αναγνώριση, μήπως και εισπράξουν μέσα από τους άλλους αυτό που δεν μπορούν να πάρουν από τον εαυτό τους. Κανείς όμως δεν μπορεί να γεμίσει το δικό μας κενό.

Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς

Αν πρέπει να ασκήσουν κριτική, να κριτικάρουν την πράξη και ποτέ το ίδιο το παιδί. Λόγια όπως: “Είσαι απαράδεκτος, άχρηστος, κακό παιδί” είναι ανεπίτρεπτο να ακούγονται. Το δεύτερο ενικό το χρησιμοποιούν μόνο για να επαινέσουν. “Είσαι αξιαγάπητος, όμορφος, έξυπνος..”.
Να τιμωρούν αλλά να μην εκδικούνται.
Αν πρέπει να τιμωρήσουν, προκειμένου να καταλάβει το παιδί τις ευθύνες των πράξεών του, η τιμωρία που επιβάλλεται πρέπει να είναι αφαίρεση προνομίων και επιβολή ορίων που έχουν ήδη προκαθοριστεί.
Να ακούνε τα ”θέλω” των παιδιών με σεβασμό προς την προσωπικότητά τους.
Να αποδέχονται ότι αυτά τα “θέλω”, όσο μεγαλώνει το παιδί θα γίνονται περισσότερα κι αυτό είναι υγιές.

Τι δεν πρέπει να κάνουν οι γονείς

Να εκφοβίζουν.
Να κάνουν συνεχή κριτική.
Να υποτιμούν την αξία του παιδιού.
Να εκβιάζουν το παιδί συναισθηματικά. (Αυτός είναι ο μη εμφανής, έμμεσος τρόπος και ο χειρότερος: ”θα έχεις την αγάπη και την έγκρισή μου υπό τον όρο ότι θα κάνεις ό,τι θέλω εγώ. Αλλιώς, δεν είσαι αποδεκτό”).
Να υπερπροστατεύουν -με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της προσωπικότητας του παιδιού.
Να φορτώνουν το παιδί με ενοχές του τύπου: ‘Αν δεν υπήρχες εσύ, εγώ θα ήμουν καλύτερα”.
Να το κάνουν να νιώθει υπόλογο επειδή γεννήθηκε.

Υγιές συναισθηματικά είναι το παιδί

που έχει καλή εικόνα για τον εαυτό του και για το σώμα του παρά τις τυχόν αδυναμίες ή λάθη που κάνει.
που αποδέχεται τον εαυτό του όπως είναι.
που μπορεί να εμπιστευθεί και να δημιουργήσει σχέσεις με τους άλλους.
που δεν είναι κλεισμένο στον εαυτό του.
που έχει περιέργεια.
που δεν φοβάται να πει την άποψή του παρά τις τυχόν διαφωνίες.
που τολμά να δοκιμάσει.
που δεν φοβάται να αποτύχει ή και να πονέσει ακόμα.
που τολμά να πει ”όχι”. Η αδυναμία του παιδιού να λέει ”όχι” είναι από τα συμπτώματα της συνεξάρτησης, παθογένειας που ξεκινά από τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και εκφράζεται με την αδυναμία να ορίσουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε.

Βικτωρία Πρεκατέ ψυχολόγος – εκπαιδευτικός