Επιστήμη και Φιλοσοφία

Η σχέση μεταξύ Επιστήμης και Φιλοσοφίας είναι πολύ σημαντική για την ανακάλυψη της φύσης των όντων, για τη γνώση, την περιγραφή και την εκτίμηση της σημασίας τους. Και οι δύο αυτές δραστηριότητες του ανθρώπινου πνεύματος αποτελούν εκδηλώσεις της ίδιας γνωσιολογικής ανάγκης και αλληλοεπηρεάζονται ουσιαστικά. Ας θυμηθούμε τη φράση που υπήρχε στην πύλη της εισόδου της πλατωνικής Ακαδημίας: “Ουδείς αγεωμέτρητος εισείτω”.

philosophy-scienceΗ Φιλοσοφία χρειάζεται την αισθητή υποστήριξη της Επιστήμης κι αυτή, με τη σειρά της, χωρίς τη Φιλοσοφία, χάνει σε βάθος, κριτικό πνεύμα και δημιουργική δραστηριότητα. Η φιλοσοφία θα ήταν, λοιπόν, για την επιστήμη, ό,τι η ψυχή για το σώμα ή η μορφή για την ύλη.

Πολλές φορές συγχέεται η Φιλοσοφία της Επιστήμης με την Ιστορία της Επιστήμης. Είναι, όμως, δύο διαφορετικά πεδία, αν και είναι βέβαιο ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης της επιστήμης, αναγκαστικά, θα πρέπει να βασίζεται σε κάποια ιστορική προοπτική σχετικά με την εξέλιξη των ιδεών μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο.

Η Φιλοσοφία της Επιστήμης, όπως και η Φιλοσοφία της Ιστορίας, είναι πάντοτε φιλοσοφία. Και η φιλοσοφία, είτε γίνεται για την επιστήμη, την τέχνη, για την πολιτική, είτε για άλλο πεδίο, χρειάζεται ένα ιστορικό, χρονικό πλαίσιο, ώστε να κατανοηθούν οι αλυσιδωτές σχέσεις αιτιών και αποτελεσμάτων που λαμβάνουν χώρα στην εξέλιξη των ιδεών, σε κάθε πολιτισμική στιγμή της ανθρωπότητας. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, η Ιστορία θα είναι ένα στήριγμα, μια επεξηγηματική βοήθεια για την ανάπτυξη της Φιλοσοφίας της Επιστήμης.

«”Η Επιστήμη είναι μια ανακάλυψη των νόμων που συνδέουν τις αιτίες με τα αποτελέσματα, μια μεγαλύτερη γνώση της Φύσης, του Σύμπαντος και του εαυτού μας.”
Χόρχε Λιβράγκα

Η Φιλοσοφία της Επιστήμης είναι, λοιπόν, η μελέτη και η γνώση των αρχών και των μεθόδων, των νοητικών δομών και των τύπων σχέσης των γεγονότων, που η επιστήμη γενικά και οι διάφορες επιστήμες ειδικά χρησιμοποιούν για να γνωρίσουν το αντικείμενο της έρευνάς τους, είτε στη φύση και στο σύμπαν, είτε στον άνθρωπο και στις δικές του δραστηριότητες, όπως π.χ. τη γλώσσα, τη λογική, την ιστορία, την κοινωνιολογία ή την ψυχολογία.

Η φιλοσοφική θεμελίωση της επιστήμης επιτρέπει την ορθή εφαρμογή συλλογισμών της επαγωγικής και απαγωγικής σκέψης, την αποτελεσματική χρήση συμβόλων και μαθηματικών τύπων, την πρακτική εφαρμογή υποθέσεων και θεωριών, καθώς και τη συνεκτική δημιουργία δομών για επιστημονικούς νόμους και αρχές, ούτως ώστε να επιτευχθεί μια ικανοποιητική ερμηνεία του κόσμου.

Οι επιστημονικοί νόμοι και αρχές είναι γενικεύσεις των παρατηρήσεων και οι θεωρίες είναι ερμηνείες των νόμων. Αλλά, πολλές φορές, οι θεωρίες προχωρούν πέρα από τα απλά δεδομένα της παρατήρησης, με σκοπό να εξηγήσουν νέες καταστάσεις. Επομένως, δεν προέρχονται απευθείας από την εμπειρία ή το πείραμα, όπως συμβαίνει με τους νόμους. Γι’αυτόν τον λόγο, η θεωρητική γνώση προέρχεται από αλληλεπιδράσεις και πιο πολύπλοκες και ολιστικές αλλαγές σκέψης.

Πρόκειται για μια γνώση που προϋποθέτει, τόσο την ύπαρξη της υποκειμενικότητας του σκεπτόμενου όντος, όσο και την ύπαρξη υποθέσεων και εικασιών. Και είναι εδώ, που η Φιλοσοφία έχει τη μέγιστη, ακόμα και την απαραίτητη, χρησιμότητα. Χρειάζεται, όμως, να τονίσουμε ότι, δεν πρέπει να συγχέονται, ούτε να εξαφανιστούν τα διαχωριστικά όρια μεταξύ της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας. Είναι απαραίτητο να υπάρχει, όχι μόνο διάκριση μεταξύ τους και των πεδίων γνώσης τους, αλλά και να μπορούν να συνυπάρχουν με αρμονική συμπληρωματικότητα.

Για να γίνει σεβαστό αυτό, συμβάλλουν οι εξής λόγοι:

Πρώτος: Οι επαναστατικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις δεν είναι πάντοτε σύμφωνες με τις φιλοσοφικές θεωρήσεις και προϋποθέσεις από τις οποίες ξεκίνησαν ή υπόκεινται στα αξιολογικά κριτήρια και τις επίσημα αποδεκτές αρχές των φιλοσόφων του κατεστημένου. Όμως, αυτές οι ανακαλύψεις μπορούν, πολλές φορές, να χρησιμεύσουν ως βάση για νέες, ριζικές αναθεωρήσεις στη φιλοσοφία. Επίσης, συμβαίνει και το αντίθετο, όπως λέει ο Κ. Popper: “Από ιστορική άποψη, οι σύγχρονες δυτικές επιστήμες προήλθαν από τις φιλοσοφικές θεωρήσεις των Ελλήνων για τον κόσμο, για την τάξη του κόσμου”.

Δεύτερος: Το κοινό μειονέκτημα των σημερινών επιστημών προέρχεται από την έλλειψη φιλοσοφικής σκέψης στη θεώρηση για την έσχατη φύση των πραγμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ελαττωματική επιστημονική δραστηριότητα, ανασφαλή και αμφισβητούμενη, εκεί όπου δεν υπάρχει κάποια μορφή φιλοσοφικής μεταφυσικής.

Τρίτος: Η επιστημονική έρευνα προϋποθέτει την ερμηνεία του κόσμου σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, σύμφωνα με κάποιο δεδομένο και γενικώς, αποδεκτό σύστημα ιδεών (το “παράδειγμα”), το οποίο πρέπει να έχει συνοχή, να είναι λογικό και αναγκαίο και να μπορεί να ερμηνεύει κάθε στοιχείο της εμπειρίας. Και αυτό το σύστημα της “εικόνας του κόσμου” είναι φιλοσοφικό.

Τέταρτος: Οι φιλοσοφικές και επιστημονικές έννοιες υπόκεινται σε μεταμόρφωση και προσαρμογή και, επομένως, δεν μπορούν να είναι ούτε “ξεκάθαρες”, ούτε και “αποφασιστικές”, όπως θα τις ήθελε ο Καρτέσιος ή η “νέα επιστήμη” του Διαφωτισμού και ο μοντέρνος νέο-ορθολογισμός.

Πέμπτος: Στην εξέλιξη του πολιτισμού χρειάζεται δυναμισμός, ένα πνεύμα περιπέτειας που να συσχετίζει τη Φιλοσοφία και την Επιστήμη με τρόπο ώστε, να μπορεί να καλύπτει όλο το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας και συγχρόνως να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα κάθε επιστήμης ξεχωριστά. Μόνο έτσι θα μπορούν να υπάρχουν συγχρόνως και σε αρμονική συμπληρωματικότητα η εξειδίκευση με την ολιστική διεπιστημονικότητα.

Στην πορεία της Ιστορίας της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, οι επαναστάσεις της ανθρώπινης σκέψης και της προόδου έγιναν, σχεδόν πάντοτε, όταν μεταξύ τους υπήρχε αρμονική σχέση και αλληλεπίδραση, όχι όταν υπήρχε, είτε βίαιη σύγκρουση, είτε ομοιογένεια και μη διαφοροποίηση των πεδίων δράσης τους.

Ένα παράδειγμα των σχέσεων σύγκρουσης βλέπουμε στην ιστορική περίοδο της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού μέχρι τον Καντ, στην οποία η Φιλοσοφία, της οποίας το μονοπώλιο είχε η θρησκεία, βρισκόταν σε ανοιχτή διαμάχη με τον νέο επιστημονικό ορίζοντα. Αντίθετα, παράδειγμα των σχέσεων ταύτισης ή έλλειψης κάποιας διαφοροποίησης έχουμε την μεσαιωνική περίοδο στη Δύση ή τη βυζαντινή στην ελληνορωμαϊκή

του Γεωργίου Πλάνα, από την ιστοσελίδα http://www.nea-acropoli-heraklio.gr/