Βιρτζίνια Γουλφ: Λαπιν και Λαπίνοβα

Το τρυφερό διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ εστιάζεται στη ρευστή φύση των προσωπικών σχέσεων για να διερευνήσει το ψυχολογικό υπέδαφος της ερωτικής επικοινωνίας αλλά και τη λειτουργία του φαντασιακού στον αυτοπροσδιορισμό της —γυναικείας ιδίως— ταυτότητας. Ανιχνεύοντας τις μύχιες σκέψεις και τα αισθήματα μιας νέας γυναίκας και αποκαλύπτοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ευαισθησίας της, η λυρική πρόζα της Γουλφ κατορθώνει να αποδώσει τη διαδικασία της συναισθηματικής εμπειρίας όπως αυτή προσλαμβάνεται στη συνείδηση, πριν να αποκρυσταλλωθεί σε λόγο και χάσει τη ζωντανή της ιδιαιτερότητα.

270288690_640

Στο πλαίσιο αυτό, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια (όπως π.χ. το σούφρωμα της μύτης του άντρα) αποκτά καθοριστική σημασία, ως σύμβολο που ενεργοποιεί (ή καταργεί) αυτομάτως έναν ολόκληρο ορίζοντα ευαισθησίας. Σ’ αυτόν τον εξαιρετικά εύθραυστο κόσμο, η γυναικεία φαντασία παρουσιάζεται ικανή να γονιμοποιήσει την ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και να δημιουργήσει όρους πραγματικής ευτυχίας. Αυτή ωστόσο η δημιουργική ισορροπία εμφανίζεται ανήμπορη να αντισταθεί για πολύ στην αντίρροπη δυναμική των κοινωνικών ρόλων και τη συναισθηματικά αποστεγνωμένη «πραγματικότητα» (και «λογική») που εκείνοι ορίζουν, προωθούν και τελικώς (σύμφωνα με το διήγημα, αναπόφευκτα) επιβάλλουν.


ΗΤΑΝ ΠΙΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ. Το γαμήλιο εμβατήριο ξέσπασε χαρμόσυνα. Τα περιστέρια φτεροκοπούσαν. Αγοράκια απ’ το κολέγιο του Ήτον πετούσαν ρύζι· ένα φοξ τεριέ σουλατσάριζε στο διάδρομο· κι ο Έρνεστ Θόρμπερν οδήγησε τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, μέσα απ’ το αδιάκριτο πλήθος των ξένων που μαζεύεται στο Λονδίνο με την πρώτη ευκαιρία για να ψυχαγωγηθεί με την ευτυχία ή τη δυστυχία των άλλων. Κατά γενική ομολογία, εκείνος ήταν λεβεντάνθρωπος κι εκείνη συνεσταλμένη. Τους έριξαν όσο ρύζι είχε απομείνει, και το αμάξι ξεκίνησε.

Αυτά έγιναν την Τρίτη. Τώρα ήταν Σάββατο. Η Ρόζαλιντ δεν είχε καλοχωνέψει ακόμα το γεγονός ότι ήταν κυρία Έρνεστ Θόρμπερν. Μπορεί και να μη συνήθιζε ποτέ τον εαυτό της σαν κυρία Έρνεστ Οποιουδήποτε, σκέφτηκε καθώς καθόταν στο αψιδωτό παράθυρο του ξενοδοχείου και κοίταζε τα βουνά πέρα απ’ τη λίμνη, περιμένοντας τον άντρα της να κατέβει για πρωινό. Δεν είναι κι εύκολο να εξοικειωθείς μ’ ένα όνομα σαν το Έρνεστ. Αν πέρναγε απ’ το χέρι της, θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα κανένα Τίμοθυ, Άντονυ ή Πήτερ. Ούτε και στον ίδιο τον Έρνεστ ταίριαζε εξάλλου. Σου θύμιζε το μνημείο του Πρίγκιπα Αλβέρτου, μπουφέδες από μαόνι, γκραβούρες του βασιλικού συζύγου με την οικογένειά του — με δυο λόγια, το σαλόνι της πεθεράς της στο Πόρτσεστερ Τέρις.

Αλλά να που ερχόταν. Δόξα τω Θεώ, δεν έμοιαζε με Έρνεστ — όχι. Με τι έμοιαζε όμως τότε; Του έριξε μια λοξή ματιά. Λοιπόν, όταν έτρωγε φρυγανιά, έμοιαζε με κουνέλι. Όχι βέβαια πως θα μπορούσε κανείς άλλος να βρει κάποια ομοιότητα ανάμεσα σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό και δειλό πλασματάκι και σ’ αυτό το κομψό, γεροδεμένο παλικάρι με την ίσια μύτη, τα γαλάζια μάτια και το τόσο θεληματικό στόμα. Αυτό όμως έκανε το πράγμα ακόμα πιο διασκεδαστικό. Όταν έτρωγε, η μύτη του σούφρωνε ανεπαίσθητα. Έτσι, έγινε το χαϊδεμένο της κουνέλι. Παρατηρούσε διαρκώς το σούφρωμα της μύτης του, κι όταν την τσάκωσε να τον κοιτάζει, αναγκάστηκε να του εξηγήσει γιατί γελούσε. «Επειδή μοιάζεις με κουνέλι, Έρνεστ», είπε. ««Μ’ αγριοκούνελο» πρόσθεσε κοιτώντας τον. «Μ’ ένα κυνηγετικό κουνέλι· ένα βασιλοκούνελο· ένα κουνέλι που θεσπίζει νόμους για όλα τ’ άλλα κουνέλια».

Ο Έρνεστ δεν είχε καμιά αντίρρηση να είναι ένα τέτοιο κουνέλι, και μιας και τη διασκέδαζε να τον βλέπει να σουφρώνει τη μύτη του —ποτέ πριν δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η μύτη του σούφρωνε— άρχισε να τη σουφρώνει επίτηδες, έτσι που εκείνη ήταν όλο χαρές και γέλια· το ίδιο κι εκείνος. Όταν λοιπόν οι καμαριέρες, ο ψαράς κι ο Ελβετός σερβιτόρος με το λιγδιασμένο γιλέκο φαντάζονταν ότι το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο, δεν έπεφταν καθόλου έξω. Ως πότε βαστάει όμως μια τέτοια ευτυχία, αναρωτιόντουσαν· κι ο καθένας τους απαντούσε, κατά την περίσταση, με το δικό του τρόπο.

«Κουνελάκι θες μαρούλι;» είπε η Ρόζαλιντ όταν καθίσαν για κολατσιό ανάμεσα στα ρείκια, στις όχθες της λίμνης, απλώνοντας προς το μέρος του το μαρούλι που, μαζί με μερικά σφιχτά αυγά, αποτελούσε τη μοναδική τους προμήθεια. «Έλα, πάρ’ το, εδώ είναι» πρόσθεσε, κι εκείνος τεντώθηκε, τσίμπησε το μαρούλι και σούφρωσε τη μύτη του.

«Το καλό μου, το χρυσό μου κουνελάκι» είπε χαϊδεύοντάς τον τρυφερά, όπως χάιδευε το ήμερο κουνέλι που είχε στο σπίτι της. Αυτό όμως δεν έστεκε. Θα μπορούσε να ’ταν οτιδήποτε άλλο, αλλά ήμερο, σπιτικό κουνέλι — αποκλείεται. Προσπάθησε στα γαλλικά. Τον φώναξε «Λαπέν». Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να ’ναι φραντσέζικο κουνέλι. Ήταν γέννημα θρέμμα Εγγλέζος — μεγαλωμένος στο Πόρτσεστερ Τέρις, σπουδαγμένος στο Ράγκμπυ, και τώρα γραμματέας στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος. Έτσι, η επόμενη απόπειρα ήταν «Λαγούδι», αυτό όμως ήταν τρισχειρότερο. Το Λαγούδι ήταν κάτι παχουλό, αφράτο και κωμικό, αυτός ήταν λεπτοκαμωμένος, σκληροτράχηλος και σοβαρός. Όμως απ’ την άλλη πάλι, ήταν η μύτη του που σούφρωνε. «Λάπιν» φώναξε τότε θριαμβευτικά, μ’ ένα μικρό ξεφωνητό, σαν να ’χε βρει επιτέλους τη λέξη που γύρευε.

«Λάπιν, Λάπιν, βασιλιάς Λάπιν» επανέλαβε. Φαινόταν να του πηγαίνει γάντι· δεν ήταν ο Έρνεστ, ήταν ο βασιλιάς Λάπιν. Γιατί; Δεν είχε ιδέα.

Όταν δεν είχαν τίποτα καινούριο να πουν στις μεγάλες, μοναχικές τους βόλτες, κι όταν ο καιρός ήταν βροχερός, όπως τους είχαν προειδοποιήσει όλοι, ή όταν κάθονταν πλάι στη φωτιά τα κρύα βράδια, ενώ οι καμαριέρες κι ο ψαράς είχαν φύγει, κι ο υπηρέτης ερχόταν μονάχα αν τον καλούσες με το κουδούνι, εκείνη άφηνε τη φαντασία της να παιχνιδίζει με την ιστορία της φυλής των Λαπίνων. Στα χέρια της, την ώρα που έραβε κι εκείνος διάβαζε, τα κουνέλια γινόντουσαν πολύ ζωηρά, πολύ ζωντανά, πολύ διασκεδαστικά. Ο Έρνεστ παράταγε την εφημερίδα του και τη βοηθούσε. Υπήρχαν τα μαύρα και τα κόκκινα κουνέλια· τα εχθρικά και τα φιλικά. Υπήρχε το δάσος που ζούσαν, τ’ απόμακρα, απέραντα λιβάδια και το βαλτοτόπι. Πάνω απ’ όλους κυριαρχούσε ο βασιλιάς Λάπιν, που ξέροντας βέβαια κι άλλα κόλπα —εκτός απ’ το σούφρωμα της μύτης του— έγινε με τον καιρό ένα ζώο με σπουδαίο χαρακτήρα· η Ρόζαλιντ ανακάλυπτε κάθε τόσο κι άλλα χαρίσματά του. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ένας μεγάλος κυνηγός.

«Και τι», είπε η Ρόζαλιντ, τη μέρα που τέλειωνε ο μήνας του μέλιτος, «τι έπραξε ο βασιλιάς σήμερα;»

Στην πραγματικότητα, είχαν περάσει όλη τη μέρα σκαρφαλώνοντας στα βουνά· είχε μια φουσκάλα στη φτέρνα της, αλλά δεν εννοούσε αυτά.

«Σήμερα», είπε ο Έρνεστ, σουφρώνοντας τη μύτη του καθώς έκοβε με τα δόντια την άκρη του πούρου του, «κυνήγησα ένα λαγό». Σώπασε, άναψε ένα σπίρτο και ξανασούφρωσε τη μύτη.

«Μια λαγουδίνα!» συμπλήρωσε.

«Μια άσπρη λαγουδίνα!» ξεφώνισε η Ρόζαλιντ, σαν να το ’ξερε «μικρούτσικη· με ασημόγκριζο τρίχωμα· με μεγάλα φωτεινά μάτια».

«Ναι», είπε ο Έρνεστ, κοιτώντας την με τον ίδιο τρόπο που τον είχε κοιτάξει κι εκείνη, «ένα μικροσκοπικό ζωάκι με μάτια που προεξέχουν απ’ το κεφάλι και τα δυο μπροστινά ποδαράκια κρεμασμένα στον αέρα». Έτσι ακριβώς καθόταν κι εκείνη, με το εργόχειρο κρεμασμένο στα χέρια της και με τα μεγάλα λαμπερά μάτια της, κάπως πεταχτά προς τα έξω.

«Α, η Λαπίνοβα» μουρμούρισε η Ρόζαλιντ.

«Έτσι τη λένε;» ρώτησε ο Έρνεστ, «την πραγματική Ρόζαλιντ;» Την κοίταξε. Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της.

«Ναι· έτσι τη λένε» είπε η Ρόζαλιντ, «Λαπίνοβα». Κι εκείνη τη βραδιά, πριν πάνε για ύπνο, όλα είχαν κανονιστεί. Εκείνος ήταν ο βασιλιάς Λάπιν κι εκείνη βασίλισσα Λαπίνοβα. Ο ένας ήταν το αντίθετο του άλλου· εκείνος ήταν τολμηρός κι αποφασιστικός· εκείνη επιφυλακτική κι ανασφαλής. Εκείνος κυβερνούσε στον πολυάσχολο κόσμο των κουνελιών· ο δικός της κόσμος ήταν ένας έρημος μυστηριώδης τόπος, που τον τριγύριζε κυρίως με το φεγγαρόφωτο. Παρ’ όλ’ αυτά, οι επικράτειές τους συνόρευαν, ήταν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα.

Έτσι, όταν γύρισαν απ’ το ταξίδι του μέλιτος, έφεραν μαζί τους έναν δικό τους κόσμο, κατοικημένο αποκλειστικά, με μοναδική εξαίρεση μια άσπρη λαγίνα, από κουνέλια. Κανείς δεν υποψιαζόταν την ύπαρξη ενός τέτοιου τόπου, κι αυτό έκανε βέβαια τα πράγματα ακόμα πιο διασκεδαστικά. Τους έκανε να νιώθουν ενωμένοι απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο πιο βαθιά απ’ τα περισσότερα νιόπαντρα ζευγάρια. Όταν οι άλλοι μιλούσαν για κουνέλια, δάση, παγίδες και κυνήγια, εκείνοι αντάλλασσαν πονηρές ματιές, ή έκλειναν το μάτι στα κρυφά όταν η θεία Μαίρη έλεγε στο τραπέζι ότι δεν άντεχε στη θέα ενός λαγού σερβιρισμένου στο πιάτο — έμοιαζε τόσο πολύ με μωρό· ή όταν ο Τζων, ο φίλαθλος αδελφός του Έρνεστ, τους έλεγε πόσο πουλούσαν τα κουνέλια, τις προβιές και τα τοιαύτα, το φθινόπωρο στο Γουίλτσαϊρ. Μερικές φορές, όταν χρειάζονταν έναν θηροφύλακα, έναν λαθροκυνηγό ή έναν μεγαλοτσιφλικά, διασκέδαζαν μοιράζοντας τους ρόλους στους γνωστούς τους. Στη μητέρα του Έρνεστ, την κυρία Ρέτζιναλντ Θόρμπερν, φερειπείν, πήγαινε γάντι ο τίτλος του πυργοδεσπότη. Όλ’ αυτά όμως ήταν μυστικά — αυτό ήταν το σημαντικό· κανείς άλλος, εκτός απ’ αυτούς τους δυο, δε γνώριζε την ύπαρξη αυτού του κόσμου.

Θα μπορούσε άραγε να κρατηθεί σώα και αβλαβής, αναρωτιόταν η Ρόζαλιντ, εκείνο το χειμώνα, χωρίς αυτό τον κόσμο; Πώς θ’ άντεχε, για παράδειγμα, εκείνο το πάρτι της χρυσής επετείου, που μαζεύτηκαν όλοι οι Θόρμπερν στο Πόρτσεστερ Τέρις για να γιορτάσουν την πεντηκοστή επέτειο εκείνης της ένωσης που ’χε σταθεί τόσο ευλογημένη —απ’ αυτήν δεν είχε έρθει στον κόσμο ο Έρνεστ Θόρμπερν;— και τόσο γόνιμη — δεν είχε δημιουργήσει μήπως επιπλέον εννιά γιους και κόρες, πολλοί εκ των οποίων ήταν ήδη παντρεμένοι και εξίσου γόνιμοι; Το φοβόταν αυτό το πάρτι. Ήταν αδύνατον όμως να το αποφύγει. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, συναισθάνθηκε με πίκρα ότι ήταν μοναχοπαίδι κι ορφανή εκεί μέσα· μια μικρή σταγονίτσα μέσα σ’ έναν ωκεανό από Θόρμπερν που πλημμύριζαν το μεγάλο σαλόνι με τη γυαλιστερή σατέν ταπετσαρία στους τοίχους και τα ένδοξα οικογενειακά πορτρέτα. Οι ζωντανοί Θόρμπερν ήταν φτυστοί με τους ζωγραφιστούς, μόνο που τα δικά τους στόματα ήταν αληθινά· και ξεστόμιζαν αστειάκια απ’ τα μαθητικά τους χρόνια, για την καρέκλα που τράβηξαν όταν πήγε να κάτσει η γκουβερνάντα και για τα βατράχια που έβαζαν στα παρθενικά σεντόνια που κοιμόντουσαν οι καμαριέρες. Όσο για κείνην, δεν είχε καν ιδέα πώς διπλώνουν τα σεντόνια φάκελο. Με το δώρο στο χέρι, πλησίασε την πεθερά της, τυλιγμένη σ’ εκθαμβωτικό κίτρινο σατέν, και τον ανθοστολισμένο μ’ ένα φανταχτερό κίτρινο γαρίφαλο πεθερό της. Δώρα από χρυσάφι βρίσκονταν παντού τριγύρω τους, ακουμπισμένα στα τραπέζια και τις καρέκλες· μερικά κούρνιαζαν σε βαμβάκι, άλλα αστραποβολούσαν σκόρπια εδώ κι εκεί. κηροπήγια, ταμπακέρες, καδένες, όλα σταμπαρισμένα με τη σφραγίδα του χρυσοχόου ότι είναι καθαρός χρυσός, εγγυημένος, αυθεντικός. Αλλά το δικό της δώρο δεν ήταν παρά ένα επίχρυσο κουτάκι γεμάτο τρύπες. Μια παλιά αμμοδόχη, απομεινάρι του δέκατου όγδοου αιώνα, που χρησίμευε για να πασπαλίζουν με άμμο τη νωπή μελάνη. Ένα μάλλον ανόητο δώρο, σκέφτηκε, στην εποχή του στυπόχαρτου· και καθώς το πρόσφερε, ξαναείδε μπροστά στα μάτια της τα χοντροκομμένα μαύρα γράμματα με τα οποία η πεθερά της είχε εκφράσει στον αρραβώνα της την ευχή ότι «Ο γιος μου θα σας κάνει ευτυχισμένη». Όχι, δεν ήταν ευτυχισμένη. Καθόλου ευτυχισμένη. Κοίταξε τον Έρνεστ, ευθυτενή σαν πολιορκητικό κριό, με μια μύτη ίδια μ’ όλες τις μύτες στα οικογενειακά πορτρέτα· μια μύτη που δε σούφρωνε καθόλου.

Έπειτα κατέβηκαν στο δείπνο. Εκείνη βρέθηκε να κάθεται μισοκρυμμένη πίσω από κάτι υπέροχα χρυσάνθεμα, με τα κόκκινα και χρυσαφιά πέταλά τους κουλουριασμένα σε μεγάλες σφιχτοκαμωμένες μπάλες. Όλα ήταν από χρυσάφι. Ένα μπιλιέτο με χρυσαφιές γωνίες, με χρυσό καλλιγραφικό μονόγραμμα, απαριθμούσε όλα τα πιάτα με τη σειρά που θα τους τα σερβίριζαν. Βούτηξε το κουταλάκι της σ’ ένα πιάτο με διάφανο χρυσωπό υγρό. Η παγερή άσπρη ομίχλη απέξω φάνταζε τώρα κάτω απ’ το ηλεκτρικό φως σαν ένα χρυσαφένιο δίχτυ που θάμπωνε τις άκριες των δίσκων κι έκανε τη φλούδα των ανανάδων να μοιάζει με ακατέργαστο χρυσάφι. Μονάχα εκείνη, με το λευκό νυφικό της φόρεμα, με τα γουρλωτά μάτια της καρφωμένα ολόισια μπροστά, έμοιαζε αδιάλυτη σαν παγοκρύσταλλο.

Μα καθώς το δείπνο συνεχιζόταν, το δωμάτιο άρχισε ν’ αχνίζει απ’ τη ζέστη. Στα μέτωπα των αντρών φάνηκαν χάντρες από ιδρώτα. Η Ρόζαλιντ ένιωσε να μεταμορφώνεται από παγοκρύσταλλο σε νερό. Έλιωνε, σκορπιζόταν, αφανιζότανε· όπου να ’ταν θα λιποθυμούσε. Έπειτα, μέσ’ απ’ το κύμα που πάφλαζε στο κεφάλι της και τη χλαλοή στ’ αυτιά της, άκουσε μια γυναικεία φωνή να τσιρίζει: «Μα πώς γεννοβολάνε έτσι!»

Οι Θόρμπερν — ναι· αυτοί είναι που γεννοβολούν έτσι, επανέλαβε σαν ηχώ, κοιτάζοντας τριγύρω της τ’ αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα, που της φαίνονταν διπλά μέσ’ στη ζαλάδα της και μεγεθυμένα έτσι που τα κύκλωνε σαν φωτοστέφανος η χρυσή ομίχλη. «Πώς γεννοβολούν!» Έπειτα ο Τζων έσκουξε:

«Διαβολάκια!… Ρίχτε τους στο ψαχνό! Τσαλαπατήστε τα με χοντρές αρβύλες! Μόνο έτσι τα βγάζεις πέρα μαζί τους… κουνέλια!»

Αυτή η λέξη, αυτή η μαγική λέξη την ξαναζωντάνεψε. Κρυφοκοιτάζοντας μέσ’ απ’ τα χρυσάνθεμα, είδε τη μύτη του Έρνεστ να σουφρώνει. Ζάρωνε και τη διατρέχανε αλλεπάλληλες συσπάσεις. Κι ακριβώς τότε, μια μυστηριώδης καταστροφή έπληξε τους Θόρμπερν. Το χρυσαφί τραπέζι έγινε ένας λόγγος μ’ ολάνθιστα σπάρτα, ο ορυμαγδός απ’ τις φωνές τους ακουγόταν τώρα σαν ξέσπασμα από χαχανητά κορυδαλλών που αντηχούσαν ψηλά απ’ τον ουρανό. Ήταν ένας γαλάζιος ουρανός — τα σύννεφα κυλούσαν αργά. Κι όλοι οι Θόρμπερν είχαν μεταμορφωθεί. Κοίταξε τον πεθερό της, ένα σκιαγμένο ανθρωπάκι με μπογιατισμένα μουστάκια. Η λόξα του ήταν να συλλέγει διάφορα αντικείμενα — σφραγίδες, κουτιά με σμάλτο, μικροπραγματάκια απ’ τις γυναικείες τουαλέτες του δέκατου όγδοου αιώνα, που τα ’κρυβε επιμελώς απ’ τη γυναίκα του στα συρτάρια του γραφείου του. Τον έβλεπε τώρα όπως ήταν — ένας λαθροκυνηγός, που το σκάει στα μουλωχτά με το πανωφόρι του φουσκωμένο από φασιανούς και πέρδικες, για να τις ρίξει μ’ όλες τις προφυλάξεις στο τσουκάλι που στέκει πάνω στην πυροστιά, σ’ ένα καλυβάκι πνιγμένο από την κάπνα. Αυτός ήταν ο πραγματικός πεθερός της, ένας λαθροκυνηγός. Και η Σίλια, η ανύπαντρη κόρη, που πάντα έχωνε τη μύτη της στα μυστικά των άλλων, στα μικροπράγματα που ήθελαν να κρατούν κρυφά — ήταν μια άσπρη νυφίτσα με ροζ μάτια και μια μύτη πασαλειμμένη χώματα απ’ τις φρικαλέες υποχθόνιες καταδύσεις και τα σκαλίσματα. Οι άνθρωποι την τσακώναν με δίχτυ και την κουβαλούσαν στον ώμο για να τη χώσουν μέσα σ’ ένα λάκκο —μια αξιοθρήνητη ζωή— τη Σίλια· δεν ήταν όμως δικό της το λάθος. Αυτή ήταν η Σίλια. Κι έπειτα στράφηκε στην πεθερά της — που την είχανε χρίσει πυργοδεσπότη. Έστεκε εκεί κι αντάλλασσε ευχές —ξαναμμένη, άξεστη, ένας τύραννος— αυτό ήταν. Αλλά έτσι που την κοίταγε τώρα η Ρόζαλιντ, δηλαδή η Λαπίνοβα, ξεδιάκρινε από πίσω της το ερειπωμένο οικογενειακό της αρχοντικό, τον ασβέστη να ξεφλουδίζει στους τοίχους, και την άκουσε να ευχαριστεί τα παιδιά της (που τη μισούσαν) μ’ ένα λυγμό στη φωνή της, για έναν κόσμο που είχε πάψει πια να υπάρχει. Ξαφνικά, έγινε ησυχία. Σηκώθηκαν όλοι με τα ποτήρια υψωμένα· ήπιαν· και το δείπνο τελείωσε.

«Αχ, βασιλιά Λάπιν!» φώναξε καθώς γύρναγαν σπίτι μέσ’ στην ομίχλη, «έτσι και δεν είχες σουφρώσει τη μύτη σου ακριβώς εκείνη τη στιγμή, θα είχα πέσει σε παγίδα».

«Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα», είπε ο βασιλιάς Λάπιν, σφίγγοντας το κουνελίσιο ποδαράκι της.

«Απολύτως τίποτα» απάντησε εκείνη.

Και γύρισαν σπίτι μέσ’ απ’ το πάρκο — ο βασιλιάς κι η βασίλισσα του βάλτου, της ομίχλης και του λόγγου όπου μοσχοβολάν οι ασπάλαθοι.

Έτσι περνούσε ο καιρός· ένας χρόνος· δυο χρόνια. Και μια χειμωνιάτικη νύχτα που, από σύμπτωση, ήταν η επέτειος του χρυσού γαμήλιου πάρτι — τώρα όμως η κυρία Θόρμπερν ήταν πεθαμένη, το σπίτι για νοίκιασμα, με μοναδικό του ένοικο έναν επιστάτη — ο Έρνεστ γύρισε σπίτι απ’ το γραφείο. Έμεναν σ’ ένα όμορφο σπιτάκι πάνω από ένα σαμαράδικο στο Νότιο Κένσιγκτον, κοντά στο σταθμό του τρένου. Είχε κρύο κι ομίχλη· η Ρόζαλιντ έραβε καθισμένη μπροστά στη φωτιά.

«Να δεις τι μου ’τυχε απόψε» άρχισε, μόλις εκείνος βολεύτηκε στο κάθισμά του με τα πόδια τεντωμένα στη φωτιά.

«Πέρναγα απ’ το ρυάκι, και…»

«Τι ρυάκι;» την έκοψε ο Έρνεστ.

«Το ρυάκι που ’ναι στο τέλος του δάσους μας, εκεί που αρχίζει το μαύρο δάσος» διευκρίνισε εκείνη.

Ο Έρνεστ απόμεινε για μια στιγμή τελείως ανέκφραστος.

«Μα τι στον κόρακα κάθεσαι και μου λες;» ρώτησε.

«Καλέ μου Έρνεστ» ξεφώνισε εκείνη σαστισμένη «βασιλιά Λάπιν» πρόσθεσε, και τα μπροστινά της ποδαράκια κρεμόντουσαν πάνω απ’ τη φωτιά. Εκείνου η μύτη όμως δε συγκινήθηκε. Τα χέρια της —που ’χαν ξαναγίνει χέρια— έσφιξαν το πανί που κρατούσε· τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω απ’ το κεφάλι της.

Του πήρε τουλάχιστον πέντε λεπτά για ν’ αλλάξει από Έρνεστ Θόρμπερν σε βασιλιά Λάπιν, κι εκείνη, όση ώρα περίμενε, ένιωθε ένα βάρος στο σβέρκο της, σαν κάποιος να ’ταν έτοιμος να της στρίψει το λαιμό της. Στο τέλος εκείνος έγινε βασιλιάς Λάπιν, η μύτη του σούφρωσε· πέρασαν το βράδυ τριγυρίζοντας στα δάση, σχεδόν όπως πάντα.

Ο ύπνος της όμως ήταν ανήσυχος. Ξύπνησε μέσ’ στη νύχτα με μια παράξενη αίσθηση. Ένιωθε τα μέλη της παράλυτα κι ήταν παγωμένη. Άναψε το φως και κοίταξε τον Έρνεστ που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Κοιμόταν βαριά. Ροχάλιζε. Η μύτη του όμως, παρά το ροχαλητό, παρέμενε τελείως ακίνητη. Έμοιαζε σα να μην την είχε σουφρώσει ποτέ στη ζωή του. Ήταν ποτέ δυνατόν να ’ναι ο πραγματικός Έρνεστ και να ναι αλήθεια παντρεμένη μαζί του; Σαν όραμα, παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια της το σαλόνι της πεθεράς της, κι είδε τον εαυτό της με τον Έρνεστ να κάθονται γερασμένοι κάτω απ’ τις γκραβούρες, μπροστά στον μπουφέ… Ήταν η χρυσή επέτειος. Δεν μπορούσε να τ’ αντέξει.

«Λάπιν, βασιλιά Λάπιν» ψιθύρισε, και φάνηκε για μια στιγμή ότι η μύτη του σούφρωσε από μόνη της. Αυτός όμως κοιμόταν ακόμα. «Ξύπνα, Λάπιν! Ξύπνα!» φώναξε.

Ο Έρνεστ ξύπνησε, και βλέποντάς την να κάθεται σαν παλούκι δίπλα του, τη ρώτησε:

«Τι τρέχει;»

«Νόμιζα πως το κουνέλι μου πέθανε» κλαψούρισε. Ο Έρνεστ θύμωσε.

«Μη λες βλακείες, Ρόζαλιντ», είπε. «Ξάπλωσε και κοιμήσου».

Γύρισε απ’ την άλλη μεριά. Ένα λεπτό αργότερα, κοιμόταν βαθιά ροχαλίζοντας.

Εκείνη όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ξάπλωνε στη γωνιά της κουλουριασμένη, σα λαγός στη φωλιά του. Είχε σβήσει το φως, αλλά στο ταβάνι, που φωτιζόταν αμυδρά απ’ τη λάμπα έξω απ’ το παράθυρο, τα δέντρα του δρόμου σχημάτιζαν ένα δαντελωτό πλέγμα που έμοιαζε με σκιερό δασάκι· κι εκείνη βάλθηκε να περιπλανιέται σ’ αυτό το δασάκι· γύριζε, στριφογύριζε μέσα κι έξω, γύρω γύρω, κυνηγός, κυνηγημένη, με το γάβγισμα των λαγωνικών και τον ήχο των κόρνων στ’ αυτιά της· κι έτρεχε να ξεφύγει… ώσπου η καμαριέρα, φέρνοντας το πρωινό τους τσάι, άνοιξε τα παντζούρια.

Την άλλη μέρα δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Σα να της έλειπε κάτι. Θαρρείς και το σώμα της είχε μαζέψει κι είχε γίνει πιο μικρό, πιο μαύρο και πιο σκληρό. Ένιωθε τις κλειδώσεις της δύσκαμπτες· κι όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη, πράγμα που έκανε πολλές φορές καθώς τριγύριζε στο διαμέρισμα, τα μάτια της έμοιαζαν να ’χουν τιναχτεί έξω απ’ το κεφάλι της, σαν τις σταφίδες στα φραντζολάκια. Το δωμάτιο έμοιαζε να ’χει ζαρώσει κι αυτό. Απ’ τα έπιπλα προεξείχαν μεγάλα κομμάτια με αλλόκοτες γωνίες, και κάθε τόσο τρακάριζε πάνω τους. Τέλος, φόρεσε το καπέλο της και βγήκε. Περπατούσε στην Κρόμγουελ Ρόουντ, κι όλα τα δωμάτια που προσπερνούσε και περιεργαζόταν το εσωτερικό τους έμοιαζαν με τραπεζαρίες που κάθονταν άνθρωποι κι έτρωγαν, κάτω από γκραβούρες, βαριές κίτρινες δαντελωτές κουρτίνες και μπουφέδες από μαόνι. Ώσπου έφτασε στο Μουσείο της Φυσικής Ιστορίας, όπου της άρεσε να πηγαίνει όταν ήταν παιδί. Το πρώτο πράγμα όμως που αντίκρισε τώρα, μόλις μπήκε μέσα, ήταν ένας ταριχευμένος λαγός, με ροζ γυάλινα μάτια, που έστεκε πάνω σε μια βάση από ψεύτικο χιόνι. Ένα ανεξήγητο σύγκρυο τη διαπέρασε σύγκορμη. Μπορεί να ’ταν καλύτερα όταν έφτανε το σούρουπο. Πήγε σπίτι, κάθισε κοντά κοντά στη φωτιά, δίχως φως, και προσπάθησε να φανταστεί ότι ήταν έξω, μονάχη στο βαλτοτόπι· υπήρχε κι ένα ορμητικό ρυάκι· και πέρα απ’ το ρυάκι ένα σκοτεινό δάσος. Δεν μπορούσε όμως να περάσει το ρυάκι. Τελικά, ξάπλωσε κατάχαμα στην όχθη, πάνω στο βρεγμένο χορτάρι, κουλουριάστηκε στην καρέκλα της με τα χέρια να κρέμονται αδειανά και τα μάτια ν’ αστράφτουν σα γυάλινα στη φωτιά. Έπειτα ακούστηκε ένα τουφέκι να οπλίζει… Αναπήδησε σα να την είχαν πυροβολήσει. Δεν ήταν παρά το κλειδί που γύρισε στην πόρτα ο Έρνεστ. Περίμενε τρέμοντας. Εκείνος μπήκε κι άναψε το φως. Έστεκε εκεί, ψηλός, καλοκαμωμένος, τρίβοντας τα κόκκινα απ’ το κρύο χέρια του.

«Γιατί κάθεσαι στα σκοτεινά;» τη ρώτησε.

«Αχ, Έρνεστ, Έρνεστ!» φώναξε αναπηδώντας απ’ την καρέκλα της.

«Τι τρέχει λοιπόν;» ρώτησε εκείνος ζωηρά, ζεσταίνοντας τα χέρια του στη φωτιά.

«Η Λαπίνοβα», τραύλισε εκείνη, ρίχνοντάς του ένα τρομαγμένο βλέμμα με τα μεγάλα πανικόβλητα μάτια της. «Πάει, Έρνεστ. Την έχασα!»

Ο Έρνεστ κατσούφιασε. Τα χείλια του σφίχτηκαν:

«Α, ώστε αυτό είναι λοιπόν;» είπε, χαμογελώντας μάλλον βλοσυρά στη γυναίκα του. Στάθηκε εκεί, δέκα δευτερόλεπτα, αμίλητος· κι εκείνη περίμενε, νιώθοντας κάποια χέρια να σφίγγουν το σβέρκο της.

«Μάλιστα» είπε εκείνος τελικά. «Φουκαριάρα Λαπίνοβα…» Ίσιωσε τη γραβάτα του στον καθρέφτη πάνω απ’ το τζάκι.

«Πιάστηκε σε μια παγίδα» είπε εκείνος, «σκοτώθηκε» και κάθισε παίρνοντας την εφημερίδα του.

Κι έτσι τέλειωσε αυτός ο γάμος.

φοξ τεριέ: κυνηγετικός σκύλος ράτσας, που χρησιμοποιείται παραδοσιακά στο κυνήγι της αλεπούς.
Λαπέν (lapin): κουνέλι (γαλλικά)
κόρνα: βούκινα κυνηγιού


virgwoolf2VIRGINIA WOOLF (Λονδίνο 1882 – Σάσσεξ 1941). Αγγλίδα πεζογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος. Άρχισε από τα είκοσι χρόνια της να δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική. Εντάχθηκε στην ομάδα διανοουμένων του «Μπλούμσπερυ», που επεδίωκε την αναζήτηση «της αγάπης, του κάλλους και της αλήθειας». Στα δοκίμιά της Ένα δικό σου δωμάτιο (1931) και Τρεις γκινέες (1938) εκφράζει τις φεμινιστικές της θέσεις. Σημαντικά είναι τα μυθιστορήματά της Το δωμάτιο του Ιακώβ (1922), Η κυρία Νταλλογουαίυ (1925), Στο φάρο (1927) και Τα κύματα (1931).

Πηγή