Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής ή Ηδονιστικής Σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι.π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Πίστευαν ότι η αλήθεια είναι μία εγγενής προσωπική κατάσταση, και κανείς δεν μπορεί να βιώσει τον κόσμο όπως ένας άλλος βιώνει. Πίστευαν, επίσης, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα σχετικά με τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω μας, υπάρχει μόνο αυτό που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας.
Δηλαδή οι Κυρηναϊκοί θεωρούσαν ως υπέρτατο αγαθό τις ηδονές των αισθήσεων και έβαζαν το ατομικό συμφέρον πάνω από το κοινωνικό, σταδιακά όμως άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να εγκαταλείπουν πλέον τον ηδονισμό, τον τροποποιούσαν ή τον θεωρούσαν αδύνατο. Ο Ηγησίας ο Πεισιθάνατος (έδρασε τον 3ο αιώνα π.Χ. στην Αλεξάνδρεια όπου παρωθούσε τους ακροατές των παραδόσεών του στην αυτοκτονία). μάλιστα έφτασε σε μια πολύ απαισιόδοξη βιοθεωρία. Γι αυτόν ο σκοπός της ζωής είναι να ζούμε χωρίς κόπους και λύπες (θεωρία του ηδονισμού). Επειδή όμως αυτό είναι ανέφικτο, το φρονιμότερο είναι, κατά τον Ηγησία, με τη θέλησή μας να διακόψουμε τη ζωή μας. Επίσης, επειδή τα πάθη του σώματος στα οποία δεν μένει αμέτοχη και η ψυχή, μαζί με τις συγκυρίες της τύχης συμβάλουν στο να πλεονάζει η λύπη, αλλά και τα υλικά αγαθά δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία αφού και οι πλούσιοι δυστυχούν όχι λιγότερο από τους φτωχούς και επειδή πλεονάζει ο πόνος για της ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Θα διδάξουν ότι ο μόνος πραγματικός στόχος στη ζωή πρέπει να είναι απόλαυση στο παρών, ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν ό,τι τους κάνει πιο ευτυχισμένους εκείνη τη στιγμή, αντί του σχεδιασμού για ένα μέλλον που, στο τέλος, είναι πάντα άγνωστο και αβέβαιο. Οι φυσικές απολαύσεις είναι υψίστης σημασίας και θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα για να μεγιστοποιηθεί το μέγεθος της ευχαρίστησης που κάποιος αποκτάει στο παρών. Η άποψη τους ήταν πολύ εγωκεντρική, δηλώνοντας ότι θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ίδια ευχαρίστηση του ατόμου, πάνω στη συνολική καλοσύνη της κοινότητας, της πόλης ή του λαού.
Οι κυρηναϊκοί λοιπόν οδηγήθηκαν σε μια μορφή ευδαιμονισμού, που είναι η πιο ακραία και η πιο συνεπής από όσες δημιούργησε ποτέ η αρχαία σκέψη. Σε αυτό οφείλεται και η πολεμική με το άλλο μεγάλο σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα του ευδαιμονισμού τους επικούρειους, στους οποίους οι κυρηναϊκοί αντέτειναν ότι το ιδεώδες της ηδονής σε κατάσταση αταραξίας, που υπερτονίστηκε από αυτούς ως ύψιστο αγαθό, δεν είναι παρά μια κατάσταση αναισθησίας και νάρκης, ενδιάμεση στην πραγματικότητα μεταξύ των δύο άκρων: της ηδονής και του πόνου, τα οποία βαρύνουν πραγματικά και καθορίζουν την εκλογή μας.
Η ηδονή – και κατά συνέπεια το αγαθό – είναι, αντίθετα, για τους κυρηναϊκοί μια «ομαλή και λεία κίνησις» των αισθήσεών μας, που γίνεται αντιληπτή θετικά και συνειδητά από την ψυχή μας (συνεπώς και στο πεδίο της θεωρίας της γνώσης, οι κυρηναϊκοί υποστήριζαν με απόλυτη συνέπεια μια αυστηρή αισθησιαρχία), η οποία έχει αξία μόνο τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή.
Δεν υπάρχουν λοιπόν ηδονές ούτε της ανάμνησης ούτε της προσμονής, αλλά ηδονές παρούσες, τις οποίες ζούμε και απολαμβάνουμε κάθε στιγμή.
Αυτό δεν εμπόδισε τους κυρηναϊκούς να δείξουν αργότερα, σύμφωνα με τα ιδεώδη της εποχής, κάποια ευαισθησία σε απαιτήσεις όπως η αυτοκυριαρχία, η εσωτερική ελευθερία, η άρνηση των ιδιοτελών πολιτικών και κοινωνικών δεσμών, που αντί να εγγυώνται τη στιγμιαία ατομική ηδονή, εξασθενούν στην πραγματικότητα με διάφορες σκέψεις αυτό το ηδονιστικό και ατομικιστικό κριτήριο που είχε ωστόσο υποστηριχθεί με τόση αυστηρότητα.
Αυτό εξηγεί γιατί ο κυρηναϊκός ηδονισμός διακήρυττε από τη μια πλευρά τη χρεοκοπία του με τον Ηγησία τον Πεισιθάνατο – ο οποίος από την αδυναμία του να επιτύχει την επιζητούμενη ηδονή κατέληξε σε έναν ακραίο πεσιμισμό – και από την άλλη με τον Αννίκερι και τον Θεόδωρο έδειχνε την αδυναμία του απέναντι στον μεγαλύτερο πλούτο κινήτρων του επικούρειου ηδονισμού.
Η διάρκεια της σχολής δεν προχωρά πέρα από τους αλεξανδρινούς χρόνους, καθώς στο εξής κέρδιζε έδαφος η Επικούρεια φιλοσοφία, η οποία τοποθετούσε πάνω σε άλλες βάσεις την ηδονή και την ανθρώπινη ευτυχία.