Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…. Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε… Αν τόσες φορές , παρασυρμένοι από το τραγούδι των σειρήνων, δεν είχαμε χάσει τη ρότα μας… Αν δεν είχαμε κρυφτεί λαθραία σε λάθος όνειρα…
Αν όλα αυτά που γυάλιζαν και τα μαζέψαμε με τόση αφοσίωση και στοργή ξέραμε από την αρχή πως δεν ήταν χρυσάφι…Μπορεί και να το ξέραμε, αλλά μας έφαγε η ουτοπία. Αν δεν είχαμε ξεπουλήσει σε γαλίφηδες εμπόρους τα τιμαλφή μας, για λίγες γουλιές παρηγοριάς…
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους. Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε καταιγίδες… Αν φορούσαμε στολές παραλλαγής…
Αυτό είναι σίγουρο μέσον για να πετύχεις. Μα εντελώς το αψηφήσαμε! Εμείς ακόμα και τη νιτσεράδα για τις βροχές που κάποιος προνοητικός-δεν μπορεί πάντα υπάρχει ένας τέτοιος στο περιβάλλον μας-έχωσε στις αποσκευές μας, τη χαρίσαμε στον πρώτο τεμπέλη ψαρά. Έτσι… Γιατί μας άρεσε το χαμόγελό του…
Αχ, αυτή η λάθος εκτίμηση… Ο υπερβάλλων ζήλος…Η περιττή γεναιοδωρία! Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε τη ζωή μας…Ένα ανάχωμα έστω. Μια ξερολιθιά. Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
Πόσος χαμένος χρόνος ,αλήθεια! Αν δεν χαμογελούσαμε, με κείνο το ηλίθιο χαμόγελο, σ’ αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ’ενα σουγιά… Λέγαμε αποκλείεται! Άλλη θα είναι η πρόθεσή του. Αν δεν δίναμε ραντεβού με την ψυχή μας , πέρα από τα όριά της…
Αν δεν κάναμε τον κλόουν, με στόχο να διασκεδάσει η ομήγυρις και να ξεχάσει τον καημό της… Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες…
Αν…Αν… Αν ήταν όλα… αλλιώς! Άντε καλέ! Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη «Αν ήταν όλα… αλλιώς»