Από μια τρυπίτσα περνά όλη η αγάπη του κόσμου, παλικάρι. Όπως η κλωστή από το μάτι της βελόνας. Μόνος του ξέρεις ποιος είναι; Αυτός που αποθηκάζει μέσα του την ερημιά. Δεν βαριέσαι.. Το χειρότερο είναι να μουρμουρίζεις. Να τρέχει από τα χείλια σου χολή. Τρώγε τη μερίδα σου με κέφι, χωρίς να βρομίζεις τον τόπο που κάθεσαι. Πίνε το πιοτό σου με ρέγουλα, και λέγε, πού ξέρεις; Είναι τόσα τα όμορφα πράγματα που μπορούν να μου συμβούν κάθε στιγμή!
Σήμερα πάντως ζω. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τώρα είμαστε μαζί! Σου σφίγγω τα χέρια σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις την ζωή να χάνεται στην άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε, Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το Σήμερα ενέχυρο σ’ αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το σήμερα είναι δικό σου φίλε. Αγάπησέ το!
Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράγμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.
Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι κείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε η γη να γυρίζει, ε;
Ένα παιχνίδι είναι ο έρωτας. Κι εσύ δεν το ‘μαθες ακόμη. Μην τα δίνεις όλα. Άφησέ τη να ψάχνει μέσα σου και να τα βρίσκει ένα-ένα. Άφησέ τη να χτυπά την πόρτα σου. Αν την ανοίξεις φόρα βία, με την πρώτη θα μπει μες στην ψυχή σου, θα σεργιανίσει λίγο και θα φύγει.
Δε μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που φυλακίζουν τα πουλιά, για να τραγουδάνε μόνο γι’ αυτούς. Άσε με ελεύθερη και αγάπα με. Τότε μπορεί να σ’ αγαπώ κι εγώ. Έτσι είμαι.
Μα να θυμάσαι πάντα φιλαράκο πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δεν σταματά πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουν κάποιοι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο την ψυχή τους.
Μη βιάζεσαι να ξεπουλάς σε μικροπωλητές το θησαυρό που ‘χεις μαζέψει στην ψυχή σου. Όση ανάγκη και να έχεις.
Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα από το φόβο μη πληγωθείς; Αξίζει να βάζεις αμπάρες στην ψυχή σου, από το φόβο μη μπει κανείς και σε ληστέψει; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα!
-Όταν νιώθεις, λέει, πως βρίσκεσαι πάνω σ΄ ένα σωρό κοπριά, φύτευε φράουλες! -Είναι τόσο μικρή η ζωή π΄ανάθεμά τη! Τόσο μικρή ! Ούτε τον εαυτό σου δεν μπορείς να γνωρίσεις. Ούτε ακόμα να χορτάσεις αυτή τη γλυκιά προσμονή για όλ΄αυτά που έτσι κι αλλιώς το ξέρεις πως δεν θα έρθουν… -Τί μας παριστάνεις; Την κλώσα; Ξέρεις τι πάει να πει ζωή ; Εσύ γεννήθηκες γριά. Άντε να τον παντρευτείς και να συνεχίσεις την τύφλα σου. Ανήκεις κυρά μου στην εποχή σου;
-Aν το εξετάσεις βλέπεις πως πάντα τα θύματα είναι οι καλοί. Αυτοί πληρώνουν. Ρε συ αν υπάρχει Ανωτέρα Δύναμις που λένε, αυτή έπρεπε να είναι στο Γεντί Κουλέ. Όχι εμείς τ΄ανθρωπάκια. Μιλάμε για μεγάλα εγκλήματα, ε;
-Η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνιά του δρόμου , μ΄ένα λουλούδι στο χέρι . Μπορεί να γονατίζεις , να σέρνεσαι ,να ματώνεις. Ωραία! Δεν χάλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα τον καιρό να σηκωθείς. Τ’ αγάλματα μόνο δε λυγάνε. –Κάθε παιδί που γεννιέται σ΄αυτόν τον κόσμο ανήκει σε όλους.
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα της Αλκυόνης Παπαδάκη, Το χρώμα του φεγγαριού, εκδόσεις Καλέντης (1995)