Μπορούμε να νικήσουμε τα γονίδια μας; Ένα ενδιαφέρον πείραμα

Η εξερεύνηση του DNA είναι τις ημέρες μας πιο εύκολη και πιο δημοφιλής από ποτέ. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 2017, 1 στους 25 ενήλικες Αμερικάνους είχε αποκτήσει πρόσβαση στο γενετικό του κώδικα και οι περισσότεροι από αυτούς θέλουν να μάθουν πληροφορίες σχετικά με το γενεαλογικό τους δέντρο. Αλλά η άνοδος της ιατρικής ακριβείας (η εξατομικευμένη ιατρική αλλά και η θεραπεία με βάση τις βιολογικές ιδιαιτερότητες του γενετικού υλικού κάθε ατόμου) και η ολοένα και καλύτερη εκτίμηση του γενετικού κινδύνου για χιλιάδες ασθένειες οδηγεί πολλούς να χρησιμοποιούν τις γενετικές εξετάσεις για να μάθουν αν έχουν αυξημένες πιθανότητες για ασθένειες και διαταραχές.

Οι άνθρωποι τείνουν να δίνουν περισσότερη δύναμη στα γονίδια από ότι πιθανώς θα έπρεπε

Οι υπηρεσίες που κυκλοφορούν υπόσχονται να μας πουν αν είμαστε επιρρεπείς στην αύξηση βάρους, αν ανταποκρινόμαστε καλά στην σωματική άσκηση, αν μπορούμε να μεταβολίσουμε αποτελεσματικά τα διάφορα τρόφιμα. Η ακρίβεια με την οποία το κάνουν βέβαια είναι υπό αμφισβήτηση. Οι περισσότεροι επιστήμονες της γενετικής θεωρούν ότι ακόμα δεν είμαστε σε θέση να βρούμε με ακρίβεια τις επιδράσεις των γονιδιακών παραλλαγών στην υγεία μας.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι το να γνωρίζεις αν διατρέχεις γενετικό κίνδυνο για κάποια ασθένεια μπορεί σε επηρεάσει ψυχολογικά, να σου προκαλέσει συναισθηματικές και συμπεριφορικές αλλαγές. Τώρα μια νέα έρευνα δείχνει ότι αυτή η γνώση μπορεί να σε επηρεάσει και σωματικά, ακόμα και αν δεν είναι απόλυτα ακριβής.

Στην έρευνα, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο στο Nature Human Behavior, οι επιστήμονες του πανεπιστημίου του Στάνφορντ προσπάθησαν να ξεγελάσουν μια ομάδα ατόμων σχετικά με τις γενετικές πληροφορίες τους. Ξεκίνησαν μια καμπάνια στην οποία έψαχναν για άτομα που ήθελαν να μάθουν ποιες δίαιτες ή προγράμματα σωματικής άσκησης ταιριάζουν καλύτερα στο γονιδίωμα τους. Περισσότερα από 200 υγιή άτομα, άνδρες και γυναίκες, ανταποκρίθηκαν και έγιναν αποδεκτοί για τη μελέτη. Ο καθένας από αυτούς έδωσε ένα δείγμα σάλιου για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του DNA του. Μετά ακριβώς από αυτό ξεκίνησε το πείραμα και οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες.

Τα άτομα της πρώτης ομάδας έτρεξαν σε ένα διάδρομο γυμναστικής φορώντας μια μάσκα που μετρούσε την πρόσληψη οξυγόνου αλλά και την ικανότητα των πνευμόνων τους λέγοντας στους ερευνητές πώς αισθάνονται. Η άλλη ομάδα επικεντρώθηκε στη δίαιτα και στη διατροφική συμπεριφορά. Κάθε άτομο από αυτή την ομάδα ήπιε ένα ποτό 480 θερμίδων και κλήθηκε να περιγράψει αν χόρτασε. Οι ερευνητές τους πήραν αίμα για να ελέγξουν τα επίπεδα ορισμένων ορμονών που εμπλέκονται στην αίσθηση κορεσμού.

Κάποιες ημέρες αργότερα και με επίσκεψη στο εργαστήριο όλοι οι εθελοντές έμαθαν τα υποτιθέμενα γενετικά τους αποτελέσματα. Σε αυτούς που ήταν στην ομάδα με το τρέξιμο τους είπαν ψευδώς ότι είχαν μια συγκεκριμένη γονιδιακή παραλλαγή που κάνει τους ανθρώπους να έχουν χαμηλή αντοχή και να μην αντέχουν την παρατεταμένη άσκηση. Αντίστοιχα, οι ερευνητές είπαν ψευδώς σε αυτούς από την ομάδα διατροφής ότι το γονιδίωμα τους ήταν πολύ καλό, ότι αισθάνονται εύκολα κορεσμένοι και έχουν μειωμένο κίνδυνο για παχυσαρκία. Μετά όλοι τους επανέλαβαν το τρέξιμο στο διάδρομο ή το ποτό.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Αυτοί στην ομάδα άσκησης, που νόμιζαν ότι έχουν το κακό γονίδιο, κουράστηκαν πιο γρήγορα από ό,τι πριν και η πρόσληψη οξυγόνου και η ικανότητα των πνευμόνων τους ήταν σημαντικά χαμηλότερες. Στην ομάδα διατροφής, που πίστεψαν ότι έχουν το καλό γονίδιο της όρεξης, αισθάνθηκαν πιο χορτασμένοι από πριν πίνοντας το ίδιο ποτό και το σώμα τους παρήγαγε περισσότερη από την ορμόνη που αυξάνει τον κορεσμό. Και στις δύο περιπτώσεις, η ψυχολογική πεποίθηση σχετικά με τους γενετικούς κινδύνους τους είχε αλλάξει την ανταπόκριση του σώματος. Αυτό όμως που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν ότι η επίδραση σε αυτούς που πίστευαν ψευδώς ότι έχουν μια συγκεκριμένη γονιδιακή παραλλαγή ήταν μεγαλύτερη ότι σε αυτούς που πραγματικά είχαν το γονίδιο. Αυτοί δηλαδή που νόμιζαν ότι θα χορτάσουν πιο εύκολα το πέτυχαν καλύτερα από αυτούς που είχαν το καλό γονίδιο. Αυτοί που πίστεψαν ότι θα κουραστούν, κουράστηκαν πιο γρήγορα από τους γενετικά αδικημένους.

Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι «οι άνθρωποι τείνουν να δίνουν περισσότερη δύναμη στα γονίδια από ότι πιθανώς θα έπρεπε», λέει ο Bradley Turnwald, διδακτορικός φοιτητής στο Στάνφορντ που συμμετείχε στην έρευνα. Τα συναισθήματά μας και οι προσδοκίες που έχουμε για τον εαυτό μας φαίνεται να διαδραματίζουν ίσο ή και μεγαλύτερο ρόλο από το DNA μας στο πως ανταποκρίνεται το σώμα μας στη διατροφή και την άσκηση αναφέρει ο Turnwald. Ωστόσο, χρειάζεται πολύ περισσότερη έρευνα, συνεχίζει, για να κατανοήσει κανείς την αλληλεπίδραση γονιδίων και πεποιθήσεων και να βοηθήσει τους ανθρώπους να ερμηνεύσουν καλύτερα τα αποτελέσματα που παίρνουν από γενετικές εξετάσεις.

Πηγή