Μεγαλώνει η απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο απο την πραγματική ευτυχία;
Η εξελικτική ψυχολογία αποκωδικοποιεί την ιστορία της ανθρώπινης αποξένωσης
Μπορεί σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξης της κοινωνίας να ήταν ανάγκη το πέρασμα από τις συλλογικές μορφές οργάνωσης (φυλή, φατρία) σε άλλες πιο εξατομικευμένες (έθνος, κράτος). Σήμερα όμως, καθώς περνάμε ίσως την πιο «ατομικιστική» περίοδο της ανθρώπινης εξέλιξης, γενική είναι η διαπίστωση ότι το όλο σύστημα κάπου χωλαίνει. Η ζωή των προγόνων μας μπορεί να ήταν «απεχθής, θηριώδης και σύντομη», όπως το θέτει ο ανθρωπολόγος Χομπς, αλλά ο σημερινός άνετος, πολιτισμένος και μακρός βίος παράγει επίσης θύματα: ζωντανούς-νεκρούς που περνούν τη ζωή τους χωρίς καμιά ουσιαστική ανθρώπινη επαφή χαμένοι μέσα στις νευρώσεις τους και έναν όχι ευκαταφρόνητο αριθμό αυτόχειρων που δεν αντέχουν να ζουν υπό αυτές τις συνθήκες.
Τέτοιες διαπιστώσεις ηχούν κάπως μακάβριες, αλλά δεν απέχουν και πολύ από την αλήθεια. Τα γεγονότα τείνουν να επιβεβαιώσουν όσους υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος άνοιξε με την ανάπτυξη της τεχνολογίας το κουτί της Πανδώρας. Μαζί με την άνεση των οικιακών συσκευών, την ευκολία της (ηλεκτρονικής) επικοινωνίας και των μεταφορών, τα σύγχρονα διαμερίσματα και γενικά με ό,τι ονομάζουμε «συνθήκες ζωής» ήρθε η απομόνωση, η έλλειψη πραγματικής προσωπικής επαφής, ο ελεύθερος χρόνος έγινε σπάνιος και όταν υπάρχει πωλείται σε συσκευασία κονσέρβας, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να χάνει όλο και περισσότερο το νόημα της λέξης «ευτυχία». Αν οι ΗΠΑ είναι το κράτος-βαρόμετρο για τις τάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες, τότε τα μαντάτα είναι κακά. Στο διάστημα 1957-1990 το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αμερική διπλασιάστηκε ενώ ο αριθμός των ατόμων που δήλωσαν «πολύ ευτυχισμένοι» παρέμεινε σταθερός στο ένα τρίτο των ερωτηθέντων.
Ακόμα πιο μελαγχολική ήταν η διαπίστωση του ανθρωπολόγου Φίλιπ Γουόκερ ο οποίος μελέτησε τα οστά 5.000 παιδιών που έζησαν μέχρι και το 4.000 π.χ. Σε κανένα από αυτά δεν παρατήρησε ίχνη κακοποίησης, τη στιγμή που σήμερα στις ΗΠΑ ένα στα είκοσι παιδιά που πεθαίνουν μέχρι τα τέσσερα χρόνια του έχει σημάδια άγριων ξυλοδαρμών, προφανώς από τους απεγνωσμένους γονείς του.
Μήπως πρέπει να γυρίσουμε πίσω το ρολόι του χρόνου και να ζήσουμε αποκομμένοι από το σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως οι Έιμις και άλλες παρόμοιου τύπου θρησκευτικές κοινότητες στις ΗΠΑ (ειρήσθω εν παρόδω ότι τα περιστατικά κατάθλιψης στους Έιμις δεν φτάνουν ούτε το ένα πέμπτο της γειτονικής Βαλτιμόρης); Η ιδέα δεν είναι καινούργια και ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού είχε προταθεί από τον Ζαν-Ζακ Ρουσό με τον «ευγενή άγριό» του.
Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι σήμερα έρχονται να συμφωνήσουν με τη βασική διαπίστωση του Ρουσό, ότι δηλαδή οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να ζουν ελεύθεροι στη φύση, χωρίς όρια και περιορισμούς. Σύμφωνα με τις έρευνες και διαπιστώσεις τους η κυριότερη προϋπόθεση για την επιβίωση στην πρωτόγονη κοινωνία δεν ήταν η σωματική ρώμη ή η επιθετικότητα αλλά η ικανότητα των μελών της να συνεργάζονται.
Το πρόβλημα λοιπόν της σύγχρονης ζωής, κατά την άποψή τους, δεν είναι η «υπερκοινωνικοποίηση» του σύγχρονου ανθρώπου αλλά το αντίθετο. Το ανθρώπινο μυαλό, τα συναισθήματα και οι ανάγκες μας αναπτύχθηκαν σε ένα περιβάλλον χωρίς καμία από τις σύγχρονες ανέσεις.
Μία από τις πιο βασικές συναισθηματικές ανάγκες του ανθρώπου, η ανάγκη για επικοινωνία και συνεργασία, η οποία όπως είπαμε αποτελούσε όρο επιβίωσης για τους προγόνους μας, παραμένει σήμερα «ορφανή». Ο άνθρωπος συνεπώς, γενετικά διαμορφωμένος για σχέσεις εμπιστοσύνης με τους ομοίους του, ζει σε μια κοινωνία που τον καταδικάζει στην απομόνωση. Η «παρά φύσιν» αυτή κοινωνία οδηγεί τους ανθρώπους στην επιθετικότητα ή στην παραίτηση, με καταλυτικές συνέπειες για τη σωματική και ψυχική τους υγεία.
Παρ’ όλα αυτά, η κοινωνία των Έιμις και ο ιδιότυπος «φυσικός» αναρχισμός του Ρουσό είναι φανερό ότι πρόκειται για ουτοπίες. Προϋπόθεση και για τα δύο είναι να καταστραφεί ό,τι έχει δημιουργηθεί, πράγμα που απεύχονται τα ίδια τα «θύματα» των σύγχρονων κοινωνιών, τα μέλη τους. Εκτός από την καταστροφή, κάτι τέτοιο απαιτεί επανεκπαίδευση του σύγχρονου ανθρώπου σε μια ζωή με σκληρή χειρωνακτική δουλειά και πολύ λίγες ανέσεις.
Τα σύγχρονα κράτη κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να βελτιώσουν την υφιστάμενη κατάσταση δημιουργώντας –κυρίως μέσω του πολεοδομικού σχεδι
ασμού και των οικιστικών και περιβαλλοντικών παρεμβάσεων- ευκαιρίες επαφής μεταξύ των ανθρώπων των πόλεων. Αλλά αυτές οι προσπάθειες, μέχρι τώρα τουλάχιστον, έχουν μείνει ανολοκλήρωτες γιατί η εφαρμογή τέτοιων σχεδίων σε ευρεία κλίμακα κοστίζει πολύ ενώ η βελτίωση της κατάστασης είναι πολύ μικρή.
Στο σύστημα που ζούμε, ως γνωστόν, η σχέση κόστους-αποτελέσματος είναι καθοριστική στη λήψη αποφάσεων. Οι εκ των υστέρων προσπάθειες των κρατών να περισώσουν ό,τι μπορεί να περισωθεί από το δημιούργημα που στήθηκε με την ανοχή και τη συνεργασία τους θυμίζει την περίπτωση του Χένρι Φόρντ ο οποίος αφού επινόησε τη μέθοδο μαζικής παραγωγής αυτοκινήτων, όταν είδε τις επιπτώσεις των πολλών αυτοκινήτων στις πόλεις, έφτιαξε μια παραδοσιακή πόλη με φανάρια υγραερίου και χαλίκι στους δρόμους, για να ξαναβρεί την «πιο υγιή πνευματικά και πιο γλυκιά ιδέα για τη ζωή», όπως είπε, χωρίς φυσικά να σταματήσει τη βιομηχανική δραστηριότητά του.
Όλοι μας στην πραγματικότητα αισθανόμαστε όπως ο Χένρι Φόρντ. Ή όπως ο ήρωας του ανεκδότου που λέει ο Γούντι Άλεν στο τέλος της ταινίας «Ο νευρικός Εραστής: Κάποιος είχε μια κότα, την αγαπούσε πολύ και κάθε μέρα έτρωγε τα αβγά της. Κάποτε η κότα του τρελάθηκε. Την πήγε στο γιατρό ο οποίος συνέστησε να κλειστεί σε ψυχιατρείο. Τότε ο ιδιοκτήτης της κότας ρώτησε με αγωνία: «Γιατρέ μου, πώς θα τρώω τα αβγά;»
Ίσως πιο αποδοτική από την κρατική (ή σε συνδυασμό με αυτή) να είναι η ατομική προσπάθεια. Αυτή είναι και η σύσταση του ψυχολόγου Τίμοθι Μίλερ ο οποίος υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι σπαταλούν τη ζωή τους θεωρώντας πως αν είχαν κάτι παραπάνω, θα τους αρκούσε για να είναι ευχαριστημένοι για πάντα. Πρόκειται για μια αυταπάτη που έχει εμφυτευθεί στο μυαλό μας μέσω της φυσικής επιλογής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να την αποβάλουμε.
Η ενστικτώδης αλλά άκαρπη επιδίωξη του παραπάνω που μας κάνει να δουλεύουμε 60 ώρες την εβδομάδα και να καταναλώνουμε ακατάπαυστα μας αποτρέπει από αυτά που ο Δαρβίνος αποκάλεσε κοινωνικά ένστικτα. Δεν μας αφήνει να γνωρίσουμε καλύτερα τους γείτονές μας, να αγαπήσουμε περισσότερο τους δικούς μας άνθρωπους, να καλλιεργήσουμε τη ζεστή, δεκτική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, τις ρίζες της οποίας τώρα μόλις αρχίζει να κατανοεί.
του Αχιλλέα Λιάνη στην ιστοσελίδα http://diodos.info/