«Σοφιστής» και «σοφιστική»

Πριν μιλήσουμε για την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη της αρχαίας σοφιστικής, καλό είναι να αποσαφηνίσουμε τους όρους «σοφιστής»  ότι οι σημασίες  τους καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα εννοιών και οι μαρτυρίες φτάνουν έως τον 7ο αι. π.Χ. (Ησίοδος). Συνοπτικά στην ελληνική φιλοσοφική και πολιτιστική παράδοση σοφιστές χαρακτηρίζονται ποιητές (συμπεριλαμβάνονται ο Όμηρος και ο Ησίοδος), μουσικοί και ραψωδοί, μάντεις και προφήτες, οι εφτά σοφοί, άλλοι σοφοί και διάσημοι άντρες, πολλοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, διάφοροι εφευρέτες ή επινοητές πρακτικών δεξιοτήτων κ.λπ.

Ο όρος σοφιστής

O Πρωταγόρας στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα (316d-317b) αναφέρει ότι σοφιστής είναι αυτός που γνωρίζει σοφά πράγματα (των σοφών επιστήμονα). Μεταχειρίζεται βέβαια τον όρο με τη σύγχρονη με αυτόν σημασία του, εννοώντας τον ειδικό σε κάποια τέχνη, τον επαγγελματία δάσκαλο.

Ήδη στον Ησίοδο (Έργα, 649) βρίσκουμε τη μετοχή σεσοφισμένος. Είναι βέβαια του ρήματος σοφίζομαι, που σημαίνει έχω γνώση, εμπειρία, είμαι κάτοχος κάποιας σοφίας. Από τα κείμενα του 5ου αι. π.Χ. έχουμε περισσότερες μαρτυρίες για τη χρήση του όρου. O όρος σοφιστής ως παράγωγο του σοφίζομαι και με τη θετική του σημασία μάς παραπέμπει στη γνώση που αποκτά ο άνθρωπος από την τριβή με τα πράγματα, αλλά συγχρόνως δηλώνει και την έμφυτη ικανότητα του να βρίσκει λύσεις και να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα. Στον Ηρόδοτο ο Πυθαγόρας ονομάζεται σοφιστής και μάλιστα μεγάλος. O Σόλωνας και όλοι οι επτά σοφοί ονομάζονται σοφισταί. Με αυτή την έννοια, δηλαδή του σοφού, του γνώστη ή του ειδικού σε κάποιον τομέα της ζωής ή σε ένα είδος τέχνης, όπως, π.χ., στην ποίηση, χρησιμοποιεί τη λέξη «σοφιστής» και ο Πίνδαρος.

Οι σοφιστές και η Αθήνα

Το 443 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα έρχεται στην Αθήνα ο Πρωταγόρας, ο αρχηγέτης της σοφιστικής. Ωστόσο και από άλλα κέντρα του μητροπολιτικού και από τα πέρατα του υπερπόντιου ελληνισμού καταφτάνουν στην Αθήνα οι εκπρόσωποι μιας νέας τέχνης, της πολιτικής (και της ρητορικής), φορείς νέας νοοτροπίας και νέων αναλήψεων. O ίδιος ο Πλάτωνας λέει ότι υπήρχαν στην Αθήνα σοφιστές και πριν από τον Πρωταγόρα (Μένων, 92a).

Όταν φτάνουν οι σοφιστές στην Αθήνα, η πόλη αυτή έχει ήδη μια πνευματική παράδοση, κυρίως με την ανάπτυξη του δράματος, της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Τότε φαίνεται ότι η γλώσσα σχηματίζει και τον όρο «σοφιστική τέχνη», δηλαδή η τέχνη του σοφιστή. Στον Πρωταγόρα (316d) του Πλάτωνα γίνεται πρώτη φορά αναφορά αυτού του όρου, του οποίου εισηγητής και θαρραλέος εκφραστής είναι ο Πρωταγόρας και με τον οποίο εννοεί τη διδασκαλία εξειδικευμένης γνώσης, όπως, π.χ., πολιτική τέχνη, με πρακτικό αντίκρισμα, την οποία, όπως λέει στη συνέχεια, επαγγέλλεται (319a).

Το β’ μισό του 5ου αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες ανακατατάξεις αξιών και εννοιών, την κατάρρευση παλιών ειδώλων, τις μεταλλάξεις των αρχαίων θεσμών και τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές.

H είσοδος των σοφιστών στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Αθήνας θα σήμανα την αρχή μιας νέας εποχής και ενός νέου ήθους. Εξάλλου πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο στη φιλοσοφική ιστορία των Ελλήνων: Κλείνει ο κύκλος των ερωτημάτων για τη φύση και τον κόσμο και ανοίγει ο δρόμος για τον άνθρωπο και τα κοινωνικά του προβλήματα.

H φιλοσοφική σκέψη αναπροσανατολίζεται και διανοίγονται νέες προοπτικές. Ακριβώς αυτή την περίοδο το όνομα σοφιστής φορτίζεται με αρνητική σημασία. Αρχικά χρησιμοποιείται σχεδόν ειρωνικά, όπως στον Αισχύλο, που ονομάζει τον Προμηθέα σοφιστή.

Ο Αριστοφάνης κάνει κριτική

Στη συνέχεια, από το στόμα του Αριστοφάνη ακούμε τις επιδράσεις των σοφιστών και τις αντιδράσεις της αθηναϊκής κοινωνίας στα κοινωνικά τους κηρύγματα. O ποιητής βέβαια μάλλον εκφράζει τη συντηρητική μερίδα της κοινωνίας, είναι όμως χωρίς αμφιβολία αδιάλλακτος υπερασπιστής της δημοκρατίας.

O νεαρός Αριστοφάνης δεν κατάφερε να διακρίνει τα όρια του νέου από το επαναστατικό και το επικίνδυνο. Με την κωμωδία Νεφέλες (διδάχτηκε το 423 π.Χ. στην παλαιότερη μορφή της) σηματοδοτεί το όριο της αρνητικής φόρτισης του όρου «σοφιστική» αλλά στο πρόσωπο του πιο αδιάλλακτου αντιπάλου των σοφιστών, του Σωκράτη! 

Φαίνεται ότι οι περισσότεροι Αθηναίοι στην αρχή δεν είχαν αντιληφθεί την τεράστια διαφορά που χώριζε το Σωκράτη από τους σοφιστές και αυτό γιατί, ενώ ο Σωκράτης και οι σοφιστές αντιπροσωπεύουν δύο διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεωρίες, εξωτερικά έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.

O Αριστοφάνης και γενικά η κωμωδία αυτής της περιόδου καταγράφουν και απηχούν τη γενικότερη ανησυχία αλλά και σύγχυση που προκάλεσαν οι νέες ιδέες, φιλοσοφικές και κοινωνικοπαιδευτικές.

Ο Πλάτωνας αντίθετος με τους σοφιστές

Μια γενιά αργότερα, από τους πρώτους κιόλας διάλογους του ο Πλάτωνας παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν ιδεολογικός αντίπαλος των σοφιστών. H δική του πολεμική θα προσδώσει στους σοφιστές και σε ολόκληρο το κίνημα της σοφιστικής την αρνητική σημασία. Έτσι, μετά τον Πλάτωνα «σοφιστής» σημαίνει το μικρολόγο διαστροφέα λέξεων και νοημάτων, το συστηματικά εριστικό και κάπηλο της γνώσης, όπως ακριβώς τους παρουσιάζει στους διάλογους του ο Πλάτωνας. H αδιαλλαξία του φαίνεται στο έργο του Σοφιστής, όπου απαριθμεί έξι συνολικά λόγους για να αποτιμήσει αρνητικά την παιδεία που παρέχουν οι σοφιστές. Έτσι, επηρέασε τον κύκλο του και τους μαθητές του και κληροδότησε στους μεταγενέστερους τη χειρότερη εντύπωση για τους σοφιστές και τη διδασκαλία τους.

Για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και πρώτα από όλους βέβαια για το Σωκράτη, η εμπορία της φιλοσοφίας είναι αδιανόητη, αλλά φαίνεται ότι δεν συγχωρούν τους σοφιστές γενικά για την εμπορία της γνώσης. Ωστόσο, ο Πλάτωνας δεν μένει σε αυτό, αλλά βλέπει την απάτη στους σοφιστές που υπόσχονται να διδάξουν στους νέους κάτι που οι ίδιοι δεν ξέρουν ή που δεν διδάσκεται, κατά τη γνώμη του (π.χ., την αρετή, την πολιτική τέχνη, τη σοφία κ.λπ.).

Μεγάλο χάσμα χωρίζει τους σοφιστές από το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, καθώς έχουν διαφορετικό πνευματικό προσανατολισμό. Έτσι, ενώ πολλές φορές μιλούν την ίδια γλώσσα, εννοούν διαφορετικά πράγματα: Οι σοφιστές στρέφουν το στοχασμό και τη διανοητική τους ικανότητα στην ικανοποίηση πρακτικών και κοινωνικών αιτημάτων, ενώ ο Πλάτωνας στην ουσία του Είναι και στην εξερεύνηση των προβλημάτων του ανθρώπου γενικά από τη θεωρητική σκοπιά.

Στα μεταγενέστερα χρόνια, κυρίως στην αυτοκρατορική εποχή, όταν εμφανίζεται η λεγόμενη «δεύτερη σοφιστική», οι λέξεις σοφιστής και σοφιστική επανακτούν τη θετική τους σημασία, αλλά μόνο για μια ομάδα ρητόρων και διανοητών, που εκπροσωπούν το κίνημα της ψευδο-σοφιστικής του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. Ωστόσο, η λέξη συνεχίζει να κρατά το αρνητικό φορτίο που της κληροδότησε η πλατωνική (και αριστοτελική) φιλοσοφία. Κατά το 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου θεωρούσαν τους σοφιστές αγύρτες. H πνευματική τους εντιμότητα αμφισβητήθηκε και οι θεωρίες τους κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στη χαλάρωση των ηθών της αρχαίας Ελλάδας.

Νεώτερες μελέτες

Νεότεροι μελετητές υποστήριζαν ότι δεν ήταν φιλόσοφοι. Ακόμη και αν κάποιοι αναγνώριζαν ένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον σε ορισμένες ιδιαίτερες θεωρίες που αποδίδονταν σε συγκεκριμένους συγγραφείς, δεν μπορούσαν να τους χαρακτηρίσουν φιλόσοφους αλλά μόνο ανεξάρτητους δασκάλους και συγγραφείς. H αρνητική σημασία θα συνοδεύει τους σοφιστές και τη σοφιστική μέχρι τα νεότερα χρόνια και συγκεκριμένα μέχρι τις αρχές του 19ου αι., όταν ο Hegel (1770-1831) αποκατέστησε το όνομα τους και τους είδε ως φορείς ενός πνεύματος ανανεωτικού στην Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας.

O Hegel ήταν ένας από τους πρώτους που επανεισήγαγαν τους σοφιστές στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτό το έκανε μέσα στο πλαίσιο της δικής του διαλεκτικής, όπου κάθε θέση έχει και την αντίθεση της, και έτσι θεώρησε τους σοφιστές ως εκπροσώπους της αντίθεσης στη θέση των προσωκρατικών φιλοσόφων. Γι’ αυτόν οι σοφιστές ήταν υποκειμενικοί ιδεαλιστές που υποστήριζαν ότι πραγματικότητα είναι μόνο ο νους και το περιεχόμενο του και έτσι η φιλοσοφία προχωρούσε στρέφοντας την προσοχή της στο υποκειμενικό στοιχείο της γνώσης.

Κατά πόσον κάποιοι σοφιστές είναι όντως ιδεαλιστές μπορεί να αμφισβητηθεί. Ωστόσο, είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι στράφηκαν κυρίως στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία, στις σχέσεις των λέξεων με τα πράγματα, σε ζητήματα σχετικά με τη θεωρία της γνώσης και στη σημασία του παρατηρητή και του υποκειμενικού στοιχείου για την ορθή κατανόηση της πραγματικότητας.

Το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι

H εμφάνιση της σοφιστικής ήταν καρπός ώριμων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών. H εκδήλωση του συγκεκριμένου φαινομένου ήταν απόληξη διεργασιών που είχαν αρχίσει από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Τα γεγονότα όμως των Περσικών Πολέμων επέδρασαν αποφασιστικά και στα κοινωνικά φαινόμενα και στις κοινωνικές εξελίξεις, καθώς οι κοινωνικές ζυμώσεις επισπεύδονται και η πνευματική εξέλιξη ακολουθεί ραγδαία.

H νέα κοινωνία που διαμορφώνεται στην Αθήνα και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις είναι φιλόδοξη και απαιτεί μερίδιο στην εξουσία, ανάλογο με το τίμημα που κατέβαλε στους αγώνες που προηγήθηκαν και κράτησαν πάνω  από   μια  γενιά.   Αυτό  σημαίνει  ενίσχυση  των δημοκρατικών     ελευθεριών     και     διεύρυνση      της δημοκρατικής βάσης στις δημοκρατικές πόλεις και βέβαια στην Αθήνα. Και τα δύο αποτελούν κατακτήσεις του α μισού του 5ου αι. που συνεχίζονται σε όλη την Πεντηκονταετία. Οι δημοκρατικές ελευθερίες διευρύνονται με τις πρωτοβουλίες αρχικά του Εφιάλτη (462 π.Χ.) και στη συνέχεια του Περικλή. H εξουσία περιέρχεται βαθμιαία στην εκκλησία του δήμου και στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Αναφερόμαστε ειδικά στην Αθήνα, διότι σε αυτή συντελείται η ωρίμανση των κοινωνικών συνθηκών και κορυφώνεται η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων του 5ου αι. Ωστόσο, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος αναμορφώνεται από τις κοσμογονικές αλλαγές που επηρεάζουν όλο το φάσμα της ζωής. H σοφιστική εντάσσεται στα κοινωνικά γεγονότα που επηρέασαν τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώθηκε όμως από παράγοντες που είχαν αρχίσει να επηρεάζουν την κοινωνική ζωή των Ελλήνων μετά τους Περσικούς Πολέμους.

Από την πλευρά των κοινωνικών διεργασιών που επηρεάζουν τα πνευματικά φαινόμενα, η σοφιστική διαμορφώθηκε από ορισμένα γεγονότα και καταστάσεις που έχουν άμεση σχέση τόσο με τη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων όσο και με τις γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις στον ελληνικό κόσμο του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου αι. π.Χ.

Βέβαια, στους λόγους πρέπει να συναριθμήσουμε τις νέες οικονομικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν μετά το λεγόμενο δεύτερο αποικισμό των Ελλήνων και κυρίως μετά τους Περσικούς Πολέμους. H αγορά ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας ήταν και χώρος ανταλλαγής ιδεών και αναλήψεων. To αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας και κυρίως του υπερπόντιου εμπορίου ήταν η δημιουργία και η ανάδειξη νέων κοινωνικών τάξεων των εμπόρων και των ναυτικών, που γίνονται φορείς των νέων ιδεών τις οποίες διακινούν στον ελληνικό κόσμο.

Αυτές οι εξελίξεις σε συνδυασμό με την εμπορευματοποίηση ορισμένων βιοτεχνικών προϊόντων (λάδι, κρασί, αρώματα και όπλα) αύξησαν τον πλούτο των εμπορικών πόλεων φέρνοντας την οικονομική άνοδο σε περισσότερους ανθρώπους. H οικονομική άνθηση σε συνδυασμό με τη δουλοκτητική κοινωνία της εποχής επέτρεψαν στους ελεύθερους ανθρώπους να αφιερώσουν χρόνο σε έργα πνευματικής καλλιέργειας και πολιτισμού. H σημαντικότερη όμως αιτία για την αφύπνιση του φιλοσοφικού στοχασμού και του επιστημονικού λόγου στην Ελλάδα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση που διαμορφώθηκε έπειτα από σκληρούς και μακροχρόνιους αγώνες σης ελληνικές πόλεις, δηλαδή στη δημοκρατική κοινωνία. H σοφιστική, κίνημα κατεξοχήν κοινωνικό, διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σε αυτό τον κόσμο της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

H Αθήνα των σοφιστών

H Αθήνα ενσάρκωνε την πιο καθαρή έκφραση αυτού του κόσμου, γι* αυτό και έγινε γρήγορα το κέντρο των νέων πνευματικών κατακτήσεων των Ελλήνων.

To γεγονός ότι εκείνη την περίοδο συγκεντρώθηκαν εκεί τόσοι στοχαστές και καλλιτέχνες είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Και ήταν φυσικό η Αθήνα να προσελκύσει εκείνους που η δράση τους δικαιωνόταν από τον καινούργιο ρόλο που αναλάμβαναν οι πολίτες.

Οι σοφιστές που δίδασκαν πώς να διακριθεί κανείς με το λόγο έβρισκαν στην Αθήνα προνομιακό χώρο για τη δράση τους. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις έγιναν το 460 π.Χ., τότε που ο Περικλής πήρε την εξουσία στα χέρια του, ένας καλλιεργημένος αριστοκράτης που του άρεσε να τον περιβάλλουν προικισμένοι άνθρωποι, τους οποίους προστάτευε. Όλα τότε αποτελούσαν επινόηση και ανακάλυψη και αναμφίβολα, όπως το σημείωσαν και οι συγγραφείς της εποχής, ο ρόλος της ηγεμονίας και του στόλου ήταν καθοριστικός σε αυτές τις εξελίξεις.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε το ίδιο το φιλελεύθερο πνεύμα που έδινε τη δυνατότητα να επισκεφθούν ή να εγκατασταθούν στην Αθήνα, αν το ήθελαν, όλοι αυτοί οι διαπρεπείς άντρες του ελληνικού κόσμου.

Επομένως, η επιτυχία των σοφιστών συνδέεται στενά με τη δημοκρατική ανάπτυξη της Αθήνας, και αυτός ο σύνδεσμος μαζί με τις άλλες περιστάσεις εξηγεί την ενθουσιώδη υποδοχή που εισέπραξαν το β’ μισό του 5ου αιώνα στην Αθήνα. Κάτω από το φως των ελεύθερων θεσμών το πνεύμα πήγε πιο πέρα από το δρόμο που άνοιξαν οι Ίωνες φυσικοί.

Εκείνοι αφαίρεσαν το μύθο από τα φυσικά φαινόμενα, οι νέοι διαφωτιστές ξεγύμνωσαν από το μυστήριο τους κοινωνικούς θεσμούς, την ίδια την ανθρώπινη διανόηση και τα δημιουργήματα της, τη θρησκεία, το δίκαιο, τη γλώσσα, τα έθιμα.

Οι σοφιστές, που ήρθαν από τις αποικίες, αποτελούν τα γνησιότερα παιδιά της δημοκρατίας. Με την πλατιά και δυναμική ζύμωση που τη λέμε σοφιστική, το γνήσιο ελληνικό αντίκρισμα, το δημοκρατικό και ορθολογικό, φτάνει στην πρώτη του τελείωση.

Οι σοφιστές βεβαιώνουν ότι όλα είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και όχι θεϊκές αποκαλύψεις. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από τον άνθρωπο. Έτσι, ο κόσμος από θεοκεντρικός γίνεται ανθρωποκεντρικός. H κοινωνική μεταμόρφωση, που είχε ως συνέπεια τη διανοητική και που η πιο χειροπιαστή έκφραση της είναι η ιωνική φυσική και ακόμη εντονότερα η σοφιστική, ήταν βαθύτατα επαναστατική γιατί κλόνιζε το μεγαλοκτηματικό και ολιγαρχικό θεμέλιο της πολιτείας, με αποτέλεσμα να προκαλέσει παθιασμένη αντίδραση. Σπς δημοκρατικές περιφέρειες, ακόμα και στην Αθήνα, η αριστοκρατία είχε παραμεριστεί, παρέμενε όμως ως νοσογόνο σύμπλεγμα στο βάθος της πολιτείας, που έκρυβε πάντα απρόοπτα.

Ανατροπή ιδεών μετ’ αμοιβής

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την πολύχρονη επίδραση που άσκησαν οι σοφιστές στους συγγραφείς του 5ου και του 4ου αιώνα.

H διδασκαλία της ρητορικής και της φιλοσοφίας σφραγίστηκε μια για πάντα από πς ιδέες και τις συζητήσεις τους. Αλλά τι καινούργιο και αξιοθαύμαστο πρόσφεραν;

Γιατί ασκούσαν τόση γοητεία; Τι δίδασκαν; Ποτέ δεν είχε δει κανείς δασκάλους να διδάσκουν όπως αυτοί. Μέχρι τότε η εκπαίδευση της Αθήνας ήταν η εκπαίδευση μιας αριστοκρατικής πόλης, όπου οι αρετές μεταδίδονταν με την κληρονομικότητα και το παράδειγμα. Οι σοφιστές έφερναν μια εκπαίδευση νοητική που θα επέτρεπε στον καθένα να ξεχώρισα μέσα στην πόλη, φτάνει να μπορούσε να πληρώσει. Ήταν τόσο βέβαιοι για την αποτελεσματικότητα των μαθημάτων τους που ζητούσαν χρήματα για να διδάξουν, γεγονός που τότε αποτέλεσε ένα μικρό σκάνδαλο. Ως αρχή η πληρωμένη διδασκαλία φαινόταν παράξενη.

Οι αμοιβές τους ήταν πολύ υψηλές. O Σωκράτης μιλά για ένα μάθηματάκι του Πρόδικου, που κόσπζε μια δραχμή, αλλά επισημαίνει και σημαντικότερα μαθήματα που κόστιζαν 50 δραχμές, ποσό τεράστιο αν σκεφτεί κανείς όπ η ημερήσια αποζημίωση των πολιτών που υπηρετούσαν ως δικαστές ήταν μόνο δύο και αργότερα τρεις οβολοί, δηλαδή μισή δραχμή.

Τι ακριβώς ήθελαν να κάνουν οι σοφιστές;

Κατ’ αρχάς ήθελαν να διδάξουν πώς να μιλά κανείς δημόσια, πώς να υπερασπίζεται τις ιδέες του στην εκκλησία του δήμου ή στο δικαστήριο. Πρώτος στόχος η διδασκαλία της ρητορικής. Σε μια εποχή όπου όλα εξαρπόνταν από το λαό και ο λαός εξαρτιόταν από τον προφορικό λόγο ήταν ουσιαστικό να ξέρει κανείς να προβάλει επιχειρήματα, να συμβουλεύσει τους συμπολίτες του στο πεδίο της πολιτικής.

Έτσι εξηγούνται οι αποκλίσεις που παρουσιάζονται στους ορισμούς: ο Γοργίας να αυτοπροσδιορίζεται στον Πλάτωνα ως διδάσκαλος της ρητορικής και ο Πρωταγόρας ως διδάσκαλος της πολιτικής.

Επίσης η επιθυμία για γνώση οδηγούσε τους διδασκάλους της εποχής στην καταγραφή και την ταξινόμηση πλήθους δεδομένων σε διάφορα πεδία. Έτσι, πλάι στα ρητορικά και πολιτικά συγγράμματα συναντάμε τίτλους για την πάλη (Πρωταγόρας), την ονοματολογία (Γοργίας), για τα εθνικά ονόματα και τους ολυμπιονίκες (Ιππίας), για τα όνειρα (Αντιφώντας), για τα πολιτεύματα (Κριτίας).

H δράση των σοφιστών ξεπερνούσε τη ρητορική τους διδασκαλία φτάνοντας ακόμα μακρύτερα. Οι σοφιστές απέκτησαν τη συνήθεια να εξετάζουν κάθε φορά και την αντίθετη θέση, να κρίνουν και να αμφισβητούν τα πάντα. Αυτή η συνήθεια άνοιγε νέους δρόμους για το πνεύμα: H αρχή του σεβασμού των κανόνων αντικαταστάθηκε από την αρχή της καθολικής αμφισβήτησης τους και είναι γεγονός όπ στον κόσμο των σοφιστών τίποτε δεν ήταν κατ’ αρχήν δεκτό, αφού μόνο κριτήριο ακλόνητο έγινε η ανθρώπινη, άμεση και συγκεκριμένη εμπειρία. Δεν υπολογίζονταν πια οι θεοί, οι παράδοσης, οι μυθολογικές αναμνήσεις. Οι εκτιμήσεις, οι εντυπώσεις και τα συμφέροντα του ατόμου αποτελούσαν πλέον το μόνο κριτήριο.

Έγραψαν διατριβές μεταφυσικής, ανέλυσαν έννοιες και στοχάστηκαν πάνω στη δικαιοσύνη. Με άλλα λόγια, ήταν και φιλόσοφοι που οι θεωρίες τους απελευθέρωναν το ανθρώπινο πνεύμα και άνοιγαν νέους δρόμους. Ξεκινούσαν έτσι μια πνευματική και ηθική επανάσταση. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθένας τους είχε τη δική του ιδιοτυπία. Ορισμένοι σοφιστές βρήκαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη ρητορική, άλλοι στην ηθική φιλοσοφία, ορισμένοι ήταν πιο απόλυτοι στην κριτική των παραδοσιακών αξιών ή στην ανάλυση της γνώσης και του κόσμου.

Ορισμένοι ασχολήθηκαν μόνο με την ανατροπή και την άρνηση, ενώ άλλοι προτίμησαν να ανοικοδομήσουν. Όμως τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε ήταν κοινά για όλους: ως διδάσκαλοι έφεραν νεωτερισμούς και άσκησαν βίαιη κριτική σε κάθε υπερβατική έννοια που τους οδήγησε, άλλον περισσότερο και άλλον λιγότερο, να παραμερίσουν κάθε ως τότε παραδομένη αξία και στη θέση τους να υποστηρίζουν καινούργιες, βασισμένες στις απαιτήσεις της ζωής των ανθρώπων και των πόλεων.

Οι περισσότεροι δεν ήταν Αθηναίοι – κανείς Αθηναίος πολίτης δεν θα δεχόταν να προσφέρει επαγγελματικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή -, γι’ αυτό και ήταν αποκλεισμένοι από την πολιτική και ουσιαστικά αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση από τους ευγενείς πελάτες τους, γιατί παρείχαν τις υπηρεσίες τους με χρηματικό αντάλλαγμα. Δεν ήταν σοφοί (λέξη που δεν καθορίζει επάγγελμα αλλά κατάσταση), δεν ήταν φιλόσοφοι (λέξη που υποβάλλει την υπομονετική επιδίωξη της αλήθειας περισσότερο παρά την αισιόδοξη εμπιστοσύνη στην προσωπική ευθυκρισία). Γνώριζαν τις νοητικές διαδικασίες και μπορούσαν να τις μεταδώσουν. Ήταν διδάσκαλοι της σκέψης και της ομιλίας.

H γνώση ήταν η ειδικότητα τους και μάλιστα ένας από αυτούς, ο Θρασύμαχος, διατύπωσε πολύ εύστοχα αυτή την ιδέα όταν ζήτησε να γράψουν στον τάφο του: Παζρίς Χαλκιδών η δε τέχνη οοφίη (Πατρίδα μου είναι η Χαλκιδόνα και τέχνη μου η σοφία).

Αυτοί οι δάσκαλοι ξεκίνησαν από κάθε γωνιά της Ελλάδας την ίδια περίπου εποχή. Όλοι τους δίδαξαν για ένα διάστημα στην Αθήνα, το μόνο μέρος όπου τους συναντάμε και τους γνωρίζουμε.

Σπουδαιότεροι ήταν ο Πρωταγόρας που καταγόταν από τα Άβδηρα στο βορρά, κοντά στα όρια της Θράκης, ο Γοργίας από τη Σικελία, ο Πρόδικος από την Ιουλίδα της Κέας, ο Ιππίας από την Ήλιδα, στην Πελοπόννησο, και ο Θρασύμαχος από τη Χαλκιδόνα της Μικράς Ασίας. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι, άλλα είναι γνωστοί μόνο με το όνομα τους.

Δύο μόνο Αθηναίοι εμφανίζονται ανάμεσα σε τόσους ξένους: ο Αντιφώντας και ο Κριτίας, και δεν φαίνεται να είναι – ιδιαίτερα ο δεύτερος – επαγγελματίες και περιοδεύοντες διδάσκαλοι. Σίγουρα υπήρξαν και άλλοι πολλοί σοφιστές που δεν διακρίθηκαν τόσο όσο οι μεγάλοι διδάσκαλοι που κατονομάσαμε.

Εκπαίδευση και σοφιστές

H   θεωρητική   εκπαίδευση   στην   Αθήνα   εκείνης   της   9^^mmKll^^^^^m^§ περιόδου ήταν ασήμαντη. Στις αριστοκρατικές κοινωνίες στη κληρονομικότητα, ύστερα τα υποδείγματα των προγόνων, η οικογένεια και οι παραδόσεις. Τα μέλη μιας τέτοιας κοινωνίας φυσικό είναι να εκτιμούν πάνω από όλα τη γενναιότητα και τις ποικίλες αρετές. Αρχικά οι αρετές αυτές δικαιώνονταν στον πόλεμο και αργότερα στον αθλητισμό. Με αυτό το πνεύμα ανατρέφονταν οι νέοι της Αθήνας ακόμα και μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Από τα λογοτεχνικά έργα μαθαίνουμε σε ποιους δασκάλους εμπιστεύονταν τα παιδιά τους. Πρώτα ήταν ο παιδοτρίβης, αυτός που εξασκούσε τα παιδιά στα αθλήματα. O ρόλος του φανερώνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στη φυσική αγωγή, καθώς η δύναμη, η τελειότητα του σώματος και η χάρη ήταν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος του ανθρώπινου ιδανικού. Επίσης υπήρχε ο κιθαριστής, ο δάσκαλος της μουσικής, ο οποίος δίδασκε στα παιδιά τραγούδι και ομαδικό χορό, μία από τις ευγενείς ενασχολήσεις της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Βέβαια, τα παιδιά είχαν και θεωρητική αγωγή από το γραμμααστή, το δάσκαλο που δίδασκε γραφή και ανάγνωση, αλλά και τον Όμηρο και τους λυρικούς.

Αξίζει να σημειωθεί όπ όλοι οι δάσκαλοι θεωρούνταν υποδεέστεροι των  πολιτών, επειδή πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής, ενώ οι πολίτες ήταν αυτοί που αποφάσιζαν σχετικά με τη χρήση της υπηρεσίας αυτής. Για την εκπαίδευση αυτή κατέφευγαν σε δούλους, η αμοιβή των οποίων δεν ξεπερνούσε αυτά που χρειάζονταν για το ζην. Τότε εμφανίστηκαν οι σοφιστές, οι περιοδεύοντες δάσκαλοι και σχεδόν όλοι τους μέτοικοι, οι οποίοι πρόσφεραν θεωρητική μόρφωση. Όπλιζαν τους μαθητές τους με μια επιτυχία που βασιζόταν στην ενεργοποίηση της νόησης, στοιχείο κοινό σε σοφιστές και φιλοσόφους, με τη διαφορά ότι οι πρώτοι δεν ήταν απλώς θεωρητικοί, καθώς η διδασκαλία τους ήταν πρακτική. Βέβαια, ξεπερνούσε το πλαίσιο των επαγγελμάτων και αποτελούσε τέχνη «προορισμένη» για τον πολίτη.

Οι σοφιστές του 5ου αι. π.Χ. εγκαινίασαν ένα σύστημα ανώτερης εκπαίδευσης που αποτελούσε σε εύρος και μέθοδο ό,π ο νεότερος ανθρωπιστικός τρόπος προσέγγισης που εγκαινιάστηκε ή γνώρισε νέα ακμή κατά την Αναγέννηση.

Πειθούς δημιουργός

H γλώσσα για τους σοφιστές είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν το όργανο της πολιπκής επικοινωνίας, κυρίως όσον αφορά στην πειστική πλευρά της. Αυτή η στάση ενέχει δύο θέσεις φιλοσοφικής υφής. H πρώτη υποστηρίζει την ουδετερότητα της γλώσσας ως προς τους σκοπούς και τις αξίες, ενώ η δεύτερη συνεπάγεται την απαγκίστρωση της γλώσσας από το πρόβλημα της αλήθειας και της γνώσης. Και οι δύο θέσεις είναι επίτευγμα κυρίως του Πρωταγόρα και του Γοργία.

Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν και οι δύο σοφιστές είναι όπ η γλώσσα είναι ουδέτερη ως προς το θέμα της αλήθειας: O λόγος, καθώς κινείται στο χώρο της γνώμης, της υποκειμενικότητας, της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και όχι σε αυτόν της σχέσης του ανθρώπου με την πραγματικότητα, δεν μπορεί να απαντήσει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου για την απόλυτη αλήθεια. Κατά συνέπεια, οι μεμονωμένοι λόγοι δεν μπορούν να κριθούν ως προς την αλήθεια τους παρά μόνο ως προς την εσωτερική τους ορθότητα και την ικανότητα τους να πείσουν και συνεπώς να βοηθήσουν τον ομιλητή να πετύχει τους σκοπούς του.

H μετάβαση από το παλαιό σύστημα ηγεμονίας στην πρακτική της πολιτικής παρέμβασης και της εισχώρησης νέων κοινωνικών στρωμάτων στη συζήτηση για τις πολιτικές αποφάσεις απαιτούσε νέα προσόντα. To βασικότερο ήταν η πειστική χρήση της γλώσσας, να ξέρει κανείς πώς να πείθει μια λαϊκή συνέλευση, ένα συμβούλιο, ένα δικαστήριο για την ορθότητα μιας πρότασης, μιας υποψηφιότητας κ.λπ.

H αριστοκρατία επομένως έπρεπε να αποκτήσει αυτή την πειστική ρητορική χρήση της γλώσσας και τη σχετική τέχνη, τη ρητορική. H ρητορική και η διαλεκτική ήταν και το κύριο περιεχόμενο της διδασκαλίας των σοφιστών. Με την εμφάνιση τους εγκαινιάζεται ένας στοχασμός πάνω στο λόγο και αποκαλύπτονται οι δυνατότητες του, προκαλώντας βέβαια αντιδράσεις γύρω από τη σχέση της ρητορικής και της αλήθειας.

Οι σοφιστές ακολουθούσαν το παράδειγμα της ποιητικής παράδοσης: αρνούμενοι από τη μια την αλήθεια και την εγκυρότητα της ποιητικής σοφίας, εντόπιζαν από την άλλη τη δύναμη της πειθούς στα υφολογικά και ρυθμικά χαρακτηριστικά και δίδασκαν τη μεταφορά τους στους πολιτικούς λόγους, έτσι ώστε να πετυχαίνουν τη συναισθημαπκή συναίνεση που πετύχαιναν και οι ποιητές.

Πιο σημαντική ήταν η διδασκαλία της διαλεκτικής, της τεχνικής συζήτησης επί οποιασδήποτε θέσης. Μάθαιναν τους μαθητές τους να υποστηρίζουν τόσο μια θέση όσο και την αντίθετη της. Όσον αφορά στον ιδεολογικό προσανατολισμό, μέσα σε ένα πνευματικά ρευστό περιβάλλον οι σοφιστές ασκούσαν τους μαθητές τους να εντοπίζουν σε διάφορους λόγους και κείμενα τους «κοινούς τόπους», τις απλές εκείνες ιδέες που ήταν παρούσες λίγο πολύ παντού και συνεπώς ευρέως διαδεδομένες. Αυτές έπρεπε να χρησιμοποιούν ως βάση για τη συγκρότηση πειστικών επιχειρημάτων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρητορική είναι ένα από τα πεδία όπου συναντιούνται όλοι οι σοφιστές, καθώς η ικανότητα του ευ λέγειν αποτελούσε ουσιαστικό πλεονέκτημα για τους Αθηναίους του 5ου αιώνα.

Οι σοφιστές κατασκεύασαν πραγματικά νέα εργαλεία για τη νόηση. Μια μαρτυρία που μας παραδίδει ο Κικέρωνας (Βρούτος, 46) τοποθετεί τη γένεση της ρητορικής στη Σικελία μετά την πτώση των τυράννων, δηλαδή την πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα. Εκεί δύο δάσκαλοι (Τεισίας, Κόρακας) επιχείρησαν να κωδικοποιήσουν τους ρητορικούς κανόνες. H σικελική επιχειρηματολογία, μολονότι ξερή και άκαμπτη, στηρίζεται σε ό,τι θα αποτελέσει τη βάση της σοφιστικής συλλογιστικής, δηλαδή στο εικός, στο επιχείρημα της αληθοφάνειας.

Επαναπροσδιορισμός της αρετής

Ένα σημαντικό ζήτημα που προέκυψε εκείνη την περίοδο ήταν αν διδάσκεται η πολιτική αρετή. Μέχρι τότε και στο πλαίσιο της παραδοσιακής αριστοκρατικής παιδείας η αρετή ισοδυναμούσε με την ένταξη σε ένα σύνολο σταθερών και αμετάβλητων κανόνων συμπεριφοράς. Ενάρετος κληρονομικό δικαιώματι ήταν όποιος ανατρεφόταν σε οικογένεια ευπατριδών και ήταν θεματοφύλακας και κάτοχος αυτών των κανόνων. Στον αντίποδα βρισκόταν ο όχλος, αφού δεν είχε το προνόμιο της οικογενειακής παράδοσης.

Στο νέο κοινωνικό πλαίσιο, ωστόσο, όπου η πολιτική αρετή πρέπει να αποτελεί, θεωρητικά τουλάχιστον, κτήμα όλων των πολιτών για να εγγυάται την καθολικότητα της ισχύος των νόμων και τη συναίνεση στην εξουσία, η κληρονομική μετάδοση δεν επαρκούσε. H αρετή που χρειαζόταν πλέον συνίσταται σε ένα σύνολο πολιτικών, ρητορικών και νομικών γνώσεων και ικανοτήτων, σε ένα είδος παιδείας ικανής να αναδείξει τους άριστους. Οι σοφιστές ανέλαβαν «να διδάξουν την αρετή» αυτή.

Έτσι, τον 5ο αιώνα εδραιώνεται η -σκανδαλώδης για τους προσκολλημένους στην παράδοση- θέση ότι η αρετή είναι διδακτή και αποτελεί προϊόν συγκεκριμένης παιδείας. H λέξη αρετή υπονοούσε τόσο την επιτυχία στη ζωή όσο και τα απαραίτητα προσόντα για να γίνει αυτή κατορθωτή. H θέση ότι είναι διδακτή δεν απέρριπτε μόνο την παραδοσιακή άποψη ότι ήταν έμφυτη στους ευγενείς αλλά και την αντίληψη ότι ήταν θέμα τυχαίας εμφάνισης ειδικών προσόντων σε μεμονωμένα άτομα. H άποψη των σοφιστών για την αρετή ως αποτέλεσμα γνωστών και δυνάμενων να ελεγχθούν διαδικασιών είχε μεγάλη σημασία για την οργάνωση της κοινωνίας.

H πίστη ότι η υψηλού πνευματικού επιπέδου διδασκαλία μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία τόσο το άτομο όσο και τις κυβερνήσεις άσκησε βαθιά επίδραση στη μετέπειτα ιστορία της εκπαίδευσης. Τη θέση των σοφιστών ενστερνίστηκαν και ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης, με αποτέλεσμα η σοφιστική σκέψη να ενταχθεί στη μεταγενέστερη ανθρωπιστική παράδοση.

Το δίκαιο και το θείο

Ένα από τα περιφημότερα δόγματα που συνδέονται με το σοφιστικό κίνημα ήταν η αντίθεση μεταξύ φύσης και ηθικού νόμου ή ηθικής σύμβασης.

Πιθανότατα πρόκειται για μια αντίθεση που είχε τις αρχές της στους προγενέστερους χρόνους. Αποτέλεσε δημοφιλές θέμα στις συζητήσεις των φιλοσόφων. Ουσιαστικά προσέφευγαν από τους συμβατικούς νόμους σε υποτιθέμενους ανώτερους, βασισμένους στη φύση. Στην ακραία μορφή της, η επίκληση των φυσικών νόμων συνεπαγόταν την απόρριψη όλων των περιορισμών επί του προσωπικού συμφέροντος και των επιθυμιών του ατόμου (π.χ., το δόγμα του Καλλικλή στο Γοργία του Πλάτωνα, ότι η δύναμη, αν την έχει κανείς, είναι πράγματι ορθή). Βέβαια, η αντίληψη αυτή περισσότερο από καθετί άλλο ενίσχυσε τις κατηγορίες κατά των σοφιστών για ανήθικη διδασκαλία.

Σε άλλες περιπτώσεις οι όροι της αντίθεσης αντιστρέφονταν και οι ανθρώπινοι νόμοι επιδοκιμάζονταν απερίφραστα ως ανώτεροι των φυσικών νόμων και ως εκπροσωπούντες την πρόοδο που είχε επιτευχθεί με την ανθρώπινη προσπάθεια. Σε όλες τις περιπτώσεις  θεωρούσαν τους φυσικούς νόμους όχι ως γενικευμένους τύπους αυτού που πράγματι συνέβαινε, αλλά μάλλον ως κανόνες που θα έπρεπε οι άνθρωποι να ακολουθούν, έχοντας όμως και την ελευθερία να τους αγνοούν. Έτσι, η προσφυγή στη φύση έτεινε να σημαίνει προσφυγή στη φύση του ανθρώπου ως πηγή των κανόνων συμπεριφοράς.

Επίσης, οι σοφιστές στράφηκαν πολλές φορές εναντίον των παραδοσιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων των Ελλήνων. O Πρωταγόρας πρώτος, σύμφωνα με την παράδοση, διώχθηκε για ασέβεια, ο Πρόδικος έδωσε μια κοινωνιολογική περιγραφή για την ανάπτυξη της θρησκείας, ενώ ο Κριτίας προχώρησε περισσότερο υποθέτοντας πως οι θεοί επινοήθηκαν επίτηδες για να εμπνέουν φόβο στους κακούς. Στην αγνωστικιστική στάση τους απέναντι στους ολύμπιους θεούς οι σοφιστές συμφωνούσαν με τους περισσότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους του 6ου και του 5ου αι., καθώς και με τους περισσότερους διανοητές του τέλους του 5ου αι. Έτσι, δεν μπορούν να θεωρηθούν επαναστάτες όσον αφορά στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους.

Από την άλλη, η σημασία που έδωσαν στον άνθρωπο σήμαινε ότι ενδιαφέρονταν πολύ για την ιστορία και την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών. H τυπική σοφιστική στάση απέναντι στην κοινωνία θεωρούσε την ανθρώπινη ιστορία ως πρόοδο από την αγριότητα στον πολιτισμό.

Εκτός από τη διδασκαλία οι σοφιστές έγραψαν και πολλά βιβλία, τους τίτλους των οποίων διέσωσαν συγγραφείς όπως ο Διογένης ο Λαέρτιος και πιθανότατα τους άντλησαν από καταλόγους βιβλιοθηκών. Λίγα παπυρικά ευρήματα περιέχουν κάποια κείμενα που είχαν αντιγραφεί από σοφιστικά έργα τη χριστιανική εποχή. Επίσης σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων αναγνωρίστηκαν αντιγραφές ή περιλήψεις κειμένων που είχαν γράψει σοφιστές του 5ου αιώνα και τα ονόματα των οποίων είναι άγνωστα.

Το 1889 ο Γερμανός φιλόλογος Friedrich Blass εντόπισε στον Προτρεπτικόν, έργο του Σύρου Νεοπλατωνιστή Ιάμβλιχου (3ος αι. μ.X.) ορισμένες ενότητες οι οποίες, όπως έδειξε, πρέπει να προέρχονται από ένα άγνωστο σε μας έργο, γραμμένο στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Οι προσπάθειες των ερευνητών να ταυτίσουν το συγγραφέα αυτού του κειμένου με κάποια γνωστή προσωπικότητα απέβησαν άκαρπες.

Το περιεχόμενο αυτού του εγχειριδίου -που φέρει από τότε τον τίτλο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου δεν γνωρίζουμε από πόσες ενότητες αποτελείται- συνίσταται σε γενικές συμβουλές για την κατάκτηση της μόρφωσης, στην προτροπή να τίθενται οι κάθε λογής δεξιότητες του ατόμου στην υπηρεσία ηθικών και νομικών αποκλειστικά σκοπών, στην αναγκαιότητα της καταπολέμησης των παθών κ.λπ. H σχέση του κειμένου με την υπόλοιπη σοφιστική είναι μάλλον χαλαρή, ενώ η πολιτική προτίμηση του άγνωστου συγγραφέα κλίνει προς την πλευρά μιας μετριοπαθούς ευνομούμενης δημοκρατίας και κατά της τυραννίας.

Επίσης, οι λεγόμενοι Δισσοί λόγοι βρέθηκαν στα χειρόγραφα του Σέξτου του Εμπειρικού (3ος μ.Χ. αι.) και είναι κείμενο χωρίς τίτλο και χωρίς κάποια ένδειξη για το συγγραφέα του. H συγγραφή του τοποθετείται χρονικά το 400 π.Χ„ ο συγγραφέας του είναι άγνωστος και η φύση του έργου απροσδιόριστη. Τέλος, το έργο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Ωστόσο έχει ιστορική σημασία καθώς φανερώνει ποια μορφή είχε πάρει η διδακτική πράξη των σοφιστών της δεύτερης γενιάς και ακόμη πώς σημαντικά ζητήματα όπως αυτό σχετικά με το αν είναι διδακτή ή όχι η αρετή «είχαν εκφυλιστεί σε σχολικούς κοινούς τόπους» (W.K.C.Guthrie).