Μικρό Λεξικό Φιλοσοφικών Όρων

Α

Αναλυτική φιλοσοφία. Φιλοσοφικό ρεύμα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στη σκέψη του Φρέγκε, αλλά που αναπτύσσεται κυρίως στην Αγγλία και στη Βιέννη στις αρχές του 20οΰ αιώνα και εμπνέεται από τα έργα των Ράσελ, Μουρ και Βίτγκενσταϊν. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δίνουν έμφαση στην ανάλυση των νοημάτων και στη χρήση της λογικής και επιμένουν στην αυστηρότητα των επιχειρημάτων και στην ακρίβεια και τη σαφήνεια του ύφους. Απορρίπτουν τις ολιστικές και τις ιστορικιστικές προσεγγίσεις των προηγούμενων φιλοσόφων και προτείνουν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών φιλοσοφικών προβλημάτων κατ’ αρχήν μέσα από τη φιλοσοφία της γλώσσας. Η αναλυτική φιλοσοφία γνωρίζει νέα άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αγγλία, αλλά και στην Αμερική, όπου ενισχύεται από τη μετανάστευση αρκετών λογικών θετικιστών που ήθελαν να αποφύγουν τον ναζισμό στη Γερμανία και την Αυστρία, και συνδέεται με την εξέλιξη του πραγματισμού. Τα τελευταία χρόνια η αναλυτική φιλοσοφία δεν προβάλλει συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις, αλλά διατηρεί μεθοδολογικές και επιστημολογικές αρχές, που έχουν ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της δυνατότητας κριτικού, ορθολογικού ελέγχου του φιλοσοφείν.

Αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Μια πρόταση είναι αναλυτική, όταν η έννοια του κατηγορουμένου εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου. Αντίθετα, συνθετική είναι μια πρόταση στην οποία η έννοια του κατηγορουμένου δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου (Καντ). Οι αναλυτικές προτάσεις είναι κενές εμπειρικού περιεχομένου, ενώ οι συνθετικές παρέχουν εμπειρικό περιεχόμενο, δηλαδή πληροφορίες για τον κόσμο. Μια αναλυτική πρόταση είναι αληθής δυνάμει μόνο της σημασίας των λέξεων που περιέχει και των λογικών τους σχέσεων. Μια συνθετική πρόταση είναι αληθής, όταν ανταποκρίνεται στα πράγματα του κόσμου.

Ανθρωπισμός ή ουμανισμός, α) Η πνευματική κίνηση κατά την Αναγέννηση που με τη σπουδή των αρχαίων ελληνικών μνημείων του λόγου αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση του ιδεώδους της δημιουργικής και αυτόνομης προσωπικότητας, β) Ο νεο-ουμανισμός (18ος και αρχές 19ου αιώνα) κάνει το ελληνικό ιδεώδες σκοπό κάθε ανώτερης μόρφωσης.

Αντινομίες. Λογικές αντιθέσεις οι οποίες, κατά τον Καντ, προκύπτουν από την προσπάθεια γνώσης της πραγματικότητας καθεαυτήν και όχι μόνο ως σύνολο φαινομένων. Κάθε αντινομία περιλαμβάνει δύο αντίθετες προτάσεις, οι οποίες μας παρουσιάζονται ως αντιφατικές.

Αντιφατικές προτάσεις. Δύο προτάσεις λέγονται αντιφατικές, όταν η μία συνεπάγεται το ψεύδος της άλλης και αντίστροφα, δηλαδή όταν δεν μπορούν και οι δύο να είναι (ταυτόχρονα) αληθείς ή (ταυτόχρονα) ψευδείς. Δύο προτάσεις λέγονται αντίθετες, όταν δεν μπορούν να είναι και οι δύο (ταυτόχρονα) αληθείς, αλλά μπορούν και οι δύο να είναι (ταυτόχρονα) ψευδείς.

Αξία. Θετική ιδιότητα που αποδίδουμε σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Οτιδήποτε μπορεί να καταστεί αντικείμενο ορθολογικής επιθυμίας.

Αξιολογία. Βασικός κλάδος φιλοσοφικής αναζήτησης που καλύπτει τους προβληματισμούς της πρακτικής φιλοσοφίας στο σύνολο της. Όταν θέλουμε να βρούμε αρχές που να ρυθμίζουν τις πράξεις μας και να μας καθοδηγούν στην οργάνωση της ζωής μας, ενδιαφερόμαστε για την πρακτική φιλοσοφία, που περιλαμβάνει την ηθική, την πολιτική φιλοσοφία, αλλά και την αισθητική. Επειδή στην πρακτική φιλοσοφία μιλάμε συνήθως για αξίες που μας κατευθύνουν και που θέλουμε να πραγματώσουμε, αυτός ο κλάδος ονομάζεται και αξιολογία.

a posteriori (κατά λέξη ερμηνεία: εκ των υστέρων). Ιδιότητα γνωστικών στοιχείων που δεν προϋπάρχουν στην ανθρώπινη νόηση, αλλά προέρχονται από την εμπειρικά προσιτή πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως επίθετο (έννοια a posteriori) και ως επίρρημα (γνωρίζω κάτι α posteriori). Το υλικό που ο κόσμος της εμπειρίας προσφέρει μέσω των αισθήσεων είναι γνωστικό στοιχείο a posteriori. Γνώσεις a posteriori είναι "οι εμπειρικές γνώσεις ή οι γνώσεις που είναι δυνατές […] μόνο με την εμπειρία" (Καντ). Ο όρος a posteriori χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό προτάσεων η αλήθεια των οποίων γίνεται γνωστή μόνο μέσω της εμπειρίας.

a priori (κατά λέξη ερμηνεία: εκ των προτέρων). Ιδιότητα αυτού που είναι χρονικά πρότερο ή/ και λογικά ανεξάρτητο από την εμπειρία. Ο όρος χρησιμοποιείται ως επίθετο (έννοια a priori) και ως επίρρημα (γνωρίζω κάτι a priori). "Με τον όρο γνώσεις a priori εννοούμε […] αυτές που είναι απολύτως ανεξάρτητες από κάθε εμπειρία" (Καντ). Ειδικότερα, είναι η ιδιότητα αυτού που προϋπάρχει στην ανθρώπινη νόηση ως όρος για την απόκτηση οποιασδήποτε εμπειρικής γνώσης. Κατά τον Καντ, οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας (ο χώρος και ο χρόνος) και οι θεμελιώδεις μορφές της νόησης (οι κατηγορίες) είναι στοιχεία a priori. Ο όρος a priori χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό προτάσεων η αλήθεια των οποίων μας είναι γνωστή ανεξάρτητα από την εμπειρία. (Κατά τον Καντ, υπάρχουν συνθετικές α ρήοή προτάσεις, που μας παρέχουν πληροφορίες για την εμπειρική πραγματικότητα, παρ’ όλο που η αλήθεια τους μας είναι γνωστή ανεξάρτητα από την εμπειρία, επειδή οι προτάσεις αυτές αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο νους μας οργανώνει το υλικό της εμπειρίας.)

Αρετή (ηθική). Εξαίρετο γνώρισμα του χαρακτήρα, που μπορεί να αποτελέσει το κύριο γνώρισμα της ηθικότητας και πρέπει ενδεχομένως να εννοηθεί κατά προτεραιότητα ως προς τις οποιεσδήποτε ηθικές αρχές. Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική αρετή ορίζεται ως "μεσότητα" ανάμεσα στην έλλειψη και την υπερβολή.

Αγνωστικισμός (αρχ. ελλ. α-γνοείν = δεν γνωρίζω): Επιστημολογική έννοια που επινόησε ο T. Χάξλεϋ (T. Huxley), και σημαίνει ότι μπορεί να γνωσθεί μόνο η εξωτερική εμφάνιση του όντος, όχι το πραγματικό του είναι. O Αγνωστικισμός αμφισβητεί ότι μπορεί να λυθεί το μεταφυσικό πρόβλημα της αλήθειας. Οι σοφιστές και οι σκεπτικοί ήταν αγνωστικιστές, όπως ήταν αργότερα ο Χιουμ, ο Λοκ και ο Σπένσερ. O Νίτσε ήταν επιφυλακτικός απέναντι στον αγνωστικισμό, με την αιτιολογία ότι η θέση πως «δεν είμαστε ικανοί να γνωρίσουμε» την αλήθεια προϋποθέτει τη γνώση αυτής ακριβώς της αλήθειας, κάτι που σημαίνει, όπως υποστήριζε, ότι έχουν παραβιαστεί τα όρια του Υπερβατολογικού.

Αγορά: Όρος που στην αρχαία Αθήνα σήμαινε τόσο τη συγκέντρωση των πολιτών όσο και τον τόπο συνάντησης. H πολιτική συζήτηση {αγορεύειν) ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά καθήκοντα στον αθηναϊκό δημόσιο βίο. Όλοι οι άρρενες πολίτες είχαν το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να συμμετέχουν. H Αγορά, επομένως, αποτελούσε την έκφραση της βασικής ιδέας της πόλης-κράτους, του κράτους δηλαδή που βασιζόταν στην άμεση συμμετοχή των πολιτών του στο δημόσιο βίο.

Αισθησιαρχία: Με τη φιλοσοφική της έννοια, η Αισθησιαρχία θεωρεί ότι όλη η γνώση και η σκέψη βασίζονται σε αισθητηριακά δεδομένα ή σε αισθήματα. H αισθησιοκρατική θέση του Λοκ ήταν: «Τίποτα δεν υπάρχει στο νου που δεν υπήρξε πρώτα στην αίσθηση».

Αισθητική: Αρχικά, ήταν η θεωρία της αισθητηριακής αντίληψης· αργότερα, ως ένας από τους βασικούς φιλοσοφικούς κλάδους, περιορίστηκε στη θεωρία της τέχνης και του ωραίου. H φιλοσοφική αισθητική εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες προκύπτουν κρίσεις καλαισθησίας, την επίδραση του ωραίου στο θεατή και τη σχέση τέχνης και πραγματικότητας. H αισθητική δεν έχει περιοριστεί σε καμία συγκεκριμένη εποχή κατά την αναζήτηση της σύνδεσης ανάμεσα στο αισθησιακό και στην αισθητηριακή μορφοποίηση. O Πλάτων και ο Πλωτίνος αντιλαμβάνονταν το ωραίο ως τη λάμψη των πλατωνικών ιδεών, που ακτινοβολούν στον κόσμο· ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τάξη, την ομαλότητα και την ορθή κρίση πηγές του ωραίου. Με την Αισθητική (1750), ο A. E. Μπάουμγκαρτεν ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να παρουσιάσει μια βασική επιστήμη αισθητηριακής εμπειρίας. Στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης, ο Καντ εξηγεί το ωραίο ως τη συμβολική νοερή απεικόνιση του υπεραισθητηριακού στο αισθητηριακό’ για τον Σέλινγκ, ήταν η πεπερασμένη αναπαράσταση του άπειρου. O Χέγκελ και ο Σοπενχάουερ αντιλαμβάνονταν την τέχνη ως αλήθεια που έχει καταστεί ορατή· σύμφωνα με τον Αντόρνο, η τέχνη επιδιώκει την αλήθεια υπό την έννοια της διάσωσης του Άλλου, του μη-ταυτόσημου.

Αιτιότητα: H σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα σε δύο συμβάντα που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σύμφωνα με την αρχή της αιτιότητας, κάθε συμβάν έχει μια αιτία .και, αντίστροφα, κάθε αιτία έχει ένα αποτέλεσμα.

Ακαδημία (αρχ. ελλ.: ακαδημεία): Αρχικά όνομα ιερής περιοχής έξω από την Αθήνα, που ονομάστηκε έτσι από τον ήρωα Ακάδημο. Εκεί, ο Πλάτων το 385 π.X. ίδρυσε τη φερώνυμη φιλοσοφική σχολή του, που διατηρήθηκε έως το 529 μ.X., όταν την έκλεισε ο Ιουστινιανός. Ακόμη και στην αρχαιότητα, η Πλατωνική Ακαδημία αποτέλεσε το πρότυπο για άλλες σχολές (τον Περίπατο, τη Στοά) και επηρέασε το εκπαιδευτικό σύστημα του Μεσαίωνα. To 1440, ο Κόζιμοτων Μεδίκων ίδρυσε την «Academia Platonica» στη Φλωρεντία. Από τότε, ο όρος Ακαδημία χρησιμοποιείται γενικά για να δηλώσει το πανεπιστήμιο, το κολέγιο ή τον κύκλο λογίων.

Αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις: O Καντ στην εισαγωγή του στην Κριτική του καθαρού Λόγου διακρίνει τις «κρίσεις» (δηλαδή τις προτάσεις), σύμφωνα με τη σχέση υποκειμένου και κατηγορήματος (αυτού που λέγεται για το υποκείμενο). Αναλυτικές κρίσεις είναι εκείνες όπου το κατηγόρημα περιέχεται ήδη στον ορισμό του υποκειμένου, για παράδειγμα, «Όλα τα σώματα είναι εκτατά» ή «Ο εργένης είναι άγαμος». Οι συνθετικές κρίσεις, αντίθετα, δίνουν επιπλέον πληροφορίες για το υποκείμενο ως γνώση που αποκτάται από την εμπειρία, για παράδειγμα, «Όλα τα σώματα έχουν βάρος» ή «Ο Αμαζόνιος έχει μήκος περισσότερο από 4.000 μίλια».

Αξίωμα (αρχ. ελλ.: αξίωμα = αυταπόδεικτη αρχή, αξιόω= θέτω ως αληθές). Γενική δήλωση που η ίδια δεν αποδεικνύεται, αλλά αποτελεί τη βάση για την απόδειξη άλλων δηλώσεων. H γεωμετρία του Ευκλείδη, για παράδειγμα, βασίζεται σε αξιώματα, ενώ υπάρχουν ακόμη και αξιώματα της λογικής (π.χ. μια δήλωση δεν μπορεί να είναι συγχρόνως αληθής και ψευδής). Στις φυσικές επιστήμες, αξίωμα είναι η επαληθευμένη από την εμπειρία δήλωση, που όμως δεν μπορεί να αποδειχτεί.

Άρνηση: H ακύρωση μιας δήλωσης. Στη διαλεκτική του Χέγκελ, η αντίθεση είναι η άρνηση της θέσης. H σύνθεση προκύπτει με τη σειρά της από την άρνηση της αντίθεσης, επομένως και από την «άρνηση της άρνησης».

Αρχιμήδειο σταθερό σημείο: Νοερό ακίνητο σημείο στήριξης έξω από τα όρια της Γης (ή του οποιουδήποτε συστήματος), και κατ’ επέκταση βάση της γνώσης πέρα από κάθε δυνατή αμφιβολία, από όπου μπορεί να υποστηριχτεί ή να υπονομευτεί κάθε άλλη γνώση. O όρος προέρχεται από τη φράση του Έλληνα μαθηματικού και μηχανικού Αρχιμήδη (287-212 π.X.): «Βρείτε μου ένα σταθερό σημείο για να σταθώ, και εγώ θα κινήσω τη Γη».

Βούληση: Βούληση είναι γενικά η ικανότητα του ατόμου να αποφασίζει αν θα δράσει ή όχι σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Μια πλήρης πράξη της βούλησης συνίσταται από 1) το κίνητρο να δράσει το άτομο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο· 2) την προσωπική του επιθυμία- 3) την πραγματική πράξη της βούλησης. O Καντ όρισε τη βούληση ως την αιτιότητα της λογικής, ως την ικανότητα να ενεργεί το άτομο σύμφωνα με αρχές. Χρησιμοποίησε τον όρο «ελεύθερη βούληση» για την επιθυμία που είναι απαλλαγμένη από την υποκειμενική αυθαιρεσία. O Σοπενχάουερ, υποστηρικτής της βουλησιαρχίας, είδε τη βούληση ως τη θεμελιώδη αρχή του είναι-η βούληση βρίσκεται ως ανεξάρτητη κινητήρια δύναμη της συνείδησης υπεράνω της σκέψης και του συναισθήματος

Γ-Δ

Γνωσιολογία/γνωσιοθεωρία. Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις δυνατότητες, τις πηγές, τα είδη και τις μεθόδους απόκτησης της γνώσης.

Γενεαλογία: H μελέτη των καταβολών και της καταγωγής. Στη στενότερη της έννοια, η γενεαλογία είναι η θεωρία της ανθρώπινης καταγωγής- στην ευρύτερη της έννοια, περιγράφει τις θεμελιώδεις σχέσεις ανάμεσα στις αλληλένδετες κατά την ιστορική τους εξέλιξη ιδέες, όπως έκανε, για παράδειγμα, ο Νίτσε, στο έργο του Γενεαλογία των Ηθών.

Γεωκεντρισμός, ηλιοκεντρισμός:H άποψη, που ίσχυε μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα, ότι η Γη είναι το κέντρο του σύμπαντος ονομάζεται γεωκεντρική. O Κοπέρνικος εισηγήθηκε την ηλιοκεντρική άποψη, σύμφωνα με την οποία ο Ήλιος είναι το κέντρο του πλανητικού συστήματος.

Διαλεκτική (αρχ. ελλ.: διαλέγειν = τέχνη της συζήτησης): H λογική της αντίφασης- μέθοδος της φιλοσοφίας. Ήδη από τους Ελεάτες (Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα), αλλά και αργότερα με τον Σωκράτη, η διαλεκτική θεωρούνταν η τέχνη της αναζήτησης της αλήθειας με μέσο το διάλογο. Για τον Πλάτωνα, η διαλεκτική είναι γνώση που προκύπτει από αντίθετες γνώμες. O Καντ περιέγραψε τη διαλεκτική ως τη «λογική των φαινομένων», την τέχνη που κάνει το ψέμα να μοιάζει με αλήθεια. Χρησιμοποίησε τη διαλεκτική ως μέθοδο για την αποκάλυψη σοφιοτειών. Για τον Φίχτε (θεωρία της επιστήμης) και τον Χέγκελ (επιστήμη της λογικής), διαλεκτική ήταν η μορφή σκέψης που περιλαμβάνει αντίφαση (άρνηση) μιας σκέψης ή την ιδέα καθεαυτήν. H διαλεκτική τους μέθοδος δείχνει πώς η οποιαδήποτε έννοια (θέση) μπορεί να μετατραπεί στην αντίθετη της (αντίθεση) και πώς από την αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις δύο αναδύεται μια ανώτερη έννοια (σύνθεση), η οποία θα έχει επίσης την ίδια τύχη.

Δομισμός (λατ. structura = δομή): Επιστημονική μέθοδος (στη γλωσσολογία, στις λογοτεχνικές σπουδές, στην ανθρωπολογία, στην ψυχανάλυση) που επιχειρεί να στηρίξει τη λειτουργία των στοιχείων σε κάποιο περιεκτικό όλο από την ολική δομή το συστήματος. O Δομισμός αναλύει τη συμβολική και τη γλωσσική διαδοχή που θεωρεί ότι εξυπηρετούν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Δυνατότητα (λατ. potentia): Οι σχολαστικοί με τον όρο potentia εννοούσαν την ουσία ενός υπάρχοντος πράγματος. Σύμφωνα με την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στη δύναμη και στην ενέργεια, η potentia ήταν η έμφυτη δυνατότητα μέσα στην ουσία του πράγματος να πετύχει μια ύπαρξη κατάλληλη για αυτό.

Διαφωτισμός: Ευρωπαϊκό πνευματικό κίνημα του 18ου αιώνα, που επιδίωκε να απελευθερωθεί από τις ιδέες που του είχαν παραδώσει οι μεσαιωνικές και εκκλησιαστικές αυθεντίες. Χαρακτηρίζεται από την πίστη στην πρόοδο, η οποία θα έλθει μέσω της άσκησης του ορθού λόγου, και από την απόρριψη της παράδοσης του σκοταδισμού και της αυθεντίας. Άσκησε σκληρή κριτική στις κοινωνίες της εποχής και προετοίμασε το έδαφος για τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Διαφωτισμός πολέμησε την Εκκλησία και υπερασπίστηκε τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ενώ ο Καρτέσιος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι αυτό που βοηθούσε το Λόγο να ανακαλύψει την αλήθεια ήταν η ακτινοβόλα δύναμη του θεού, για το Διαφωτισμό αυτός που καθορίζει τη λογική και πολιτική τάξη του κόσμου ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος. Οι κορυφαίοι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού ήταν, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϊ και ο Χιουμ· στη Γαλλία, οι εγκυκλοπαιδιστές Ντιντερό, Nτ Αλαμπέρ, Μοντεσκιέ, Ρουσώ’ στη Γερμανία, ο Βολφ (WoIf), ο Λέσινγκ και ο Καντ. O Καντ όριζε το Διαφωτισμό ως «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητα, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος» και παρότρυνε: «Sapere aude» (Τόλμα να γνωρίζεις!). Ωστόσο, με την εμπιστοσύνη τους στον Εμπειρισμό, στη λογική και στην εξελικτική πρόοδο της κοινωνίας, οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού διέτρεχαν τον κίνδυνο να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή ανωριμότητας, τυφλής, δηλαδή, πίστης στο καθολικό κύρος της επιστήμης.

Δικαιώματα. Ηθικές ιδιότητες που αποδίδονται στα μέλη μιας κοινωνίας πολιτών, αλλά και γενικότερα σε όλους τους ανθρώπους (καθολικά ή οικουμενικά δικαιώματα), και ισοδυναμούν με την αξίωση για μια συγκεκριμένη μεταχείριση. Νοούνται ως αρνητικά, όταν επιβάλλουν την προστασία από οποιαδήποτε παρέμβαση που απειλεί τη ζωή, την ελευθερία ή την ιδιοκτησία, και ως θετικά, όταν σημαίνουν την ύπαρξη δυνατοτήτων που πρέπει να υποστηριχθούν και να υποβοηθηθούν. Ορισμένοι φιλόσοφοι μιλούν για "φυσικά" δικαιώματα που διαθέτουν οι άνθρωποι από τη γέννηση τους, ενώ άλλοι δέχονται την ύπαρξη δικαιωμάτων μόνο ως αποτέλεσμα ρητής ή σιωπηρής πολιτικής συμφωνίας.

Δομή. Σύστημα στοιχείων οργανωμένων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απαρτίζουν ένα όλο με εσωτερική συνοχή και αυτοτέλεια. Στο πλαίσιο της δομής το μερικό προσδιορίζεται απόλυτα από το γενικό, ενώ και η παραμικρή μεταβολή στο επιμέρους επηρεάζει άμεσα το σύνολο.

Δυϊσμός. Μεταφυσική θεωρία συμφωνά με την οποία η πραγματικότητα περιλαμβάνει δυο θεμελιώδεις υποστάσεις, ουσίες ή οντότητες, το πνεύμα και την ύλη, και όσον αφορά τον άνθρωπο, την ψυχή (ή τον νου) και το σώμα.

Ε

Εγκυρότητα. Ιδιότητα της δομής ενός παραγωγικού επιχειρήματος στο οποίο, όταν όλες οι προκείμενες είναι αληθείς, το συμπέρασμα είναι και αυτό αναγκαία αληθές (δεν μπορεί ποτέ να είναι ψευδές).

Εμπειρία. Η επίδραση της πραγματικότητας στον νου μέσω των αισθήσεων.

Εμπειρισμός. Η γνωσιολογική θεωρία συμφωνά με την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης α ρήοή γνώση του κόσμου. Όλη η γνώση μας για την πραγματικότητα προέρχεται από την εμπειρία και παρέχεται μέσω των αισθήσεων (Λοκ, Μπέρκλεϋ, Χιουμ, Μιλ). Το αντίθετο του εμπειρισμού είναι ο ορθολογισμός.

Επαγωγή. Σε αντίθεση με την παραγωγή, είναι η κίνηση από το επιμέρους στο γενικό, από το παρατηρημένο στο μη παρατηρημένο, από το γνωστό στο άγνωστο, μια γενίκευση από την εμπειρία. Το πρόβλημα της επαγωγής συνίσταται στο ότι δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι πως το μη παρατηρημένο θα είναι όμοιο με το παρατηρημένο και στο ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν. Γι’ αυτό και το συμπέρασμα ενός επαγωγικού επιχειρήματος δε συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες. Η λύση του προβλήματος της επαγωγής προϋποθέτει πως η φύση χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και ό,τι συμβαίνει στη φύση μια φορά θα συμβαίνει πάλι σταθερά κάτω από τις ίδιες σχέσεις.

Επιστημολογία. Η φιλοσοφία των επιστημών. Στην αγγλική γλώσσα ο όρος σημαίνει γενικότερα τη γνωσιολογία.

Επιχείρημα. Ένα σύνολο προτάσεων (των προκειμένων) που επιτρέπουν να οδηγηθούμε λογικά σε μια άλλη πρόταση (το συμπέρασμα). Σε ένα παραγωγικό επιχείρημα οδηγούμαστε συνήθως από το γενικό στο επιμέρους, και το συμπέρασμα, όταν το επιχείρημα είναι έγκυρο, συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες" σε ένα επαγωγικό επιχείρημα οδηγούμαστε συνήθως από το επιμέρους στο γενικό, και το συμπέρασμα δε συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες.

Εποπτεία. Στη γνωσιολογία του Καντ οι εποπτείες είναι οι άμεσες, ενιαίες παραστάσεις που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας. Αυτές περιέχουν το πολλαπλό εμπειρικό υλικό, το οποίο έχει ήδη μεταβληθεί σε μια πρώτη επεξεργασία, πριν έλθει σε επαφή με τις κατηγορίες, τις νοητικές λειτουργίες που διαμορφώνουν παραστάσεις ενός βαθύτερου επιπέδου, τις έννοιες. Οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας, χάρη στις οποίες το ακατέργαστο εμπειρικό υλικό υφίσταται μια πρώτη επεξεργασία, είναι ο χώρος και ο χρόνος.

Είδος-γένος. Όταν το πλάτος μιας έννοιας εμπεριέχεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης, τότε η ευρύτερη έννοια λέγεται γένος και η στενότερη είδος.

Εποχή, α) Στους αρχαίους σκεπτικούς είναι η αναστολή της κρίσης, της διατύπωσης γνώμης, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα να υποστηριχθεί μία από τις αντιτιθέμενες -και εξίσου αληθοφανείς- απόψεις, β) Στη φαινομενολογία είναι η τοποθέτηση "μέσα σε παρένθεση" του κόσμου, η οποία δε σημαίνει ούτε απόρριψη ούτε αποδοχή της ύπαρξης του.

Εγκυκλοπαίδεια (αρχ. ελλ. εγκύκλιος= κυκλικός, παιδεία = διδασκαλία): H καθολική παιδεία των σοφιστών, που συνίστατο από γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, αριθμητική, μουσική, γεωμετρία και αστρονομία. H εγκυκλοπαίδεια σήμερα επιδιώκει να παράσχει γραπτή περίληψη της γνώσης. To 1751, ο Ντιντερό και ο Ντ’ Αλαμπέρ, μαζί με 142 συγγραφείς («εγκυκλοπαιδιστές»), καταπιάστηκαν με τη συστηματική συγκέντρωση όλης της ανθρώπινης γνώσης, σχέδιο που το 1772 κατέληξε στην Encyclopedie ou dictionnaire raisonne des sciences, des arts et des metiers.

Είναι (αρχ. ελλ.: ον, ουσία λατ.: esse, ens): To νόημα αυτών των αμφιλεγόμενων βασικών εννοιών της φιλοσοφίας είναι: (1) ύπαρξη, (2) ταυτότητα και (3) η λογική σχέση μεταξύ δύο όρων, την οποία εκφράζει το συνδετικό ρήμα «είναι». O Παρμενίδης ήταν από τους πρώτους που όρισαν το είναι ως μονιμότητα, μη-παροδικότητα, σε αντιδιαστολή με το φαινόμενο, που γεννιέται και χάνεται. Για τον Ηράκλειτο, αντίθετα, δεν υπήρχε μόνιμο είναι, το είναι ισοδυναμούσε με το γίγνεσθαι. Για τον Αριστοτέλη, το είναι ήταν η ύπαρξη του όντος. H Οντολογία συνήθως αντιλαμβάνεται το είναι ως ύπαρξη των πραγμάτων καθεαυτό. H υπαρξιακή οντολογία του Χάιντεγκερ, από την άλλη πλευρά, συλλαμβάνει το είναι καθεαυτό όχι ως κάτι που είναι, αλλά ως «διαδικασία αποκάλυψης» {Ent-bergungsgeschehen) αυτού που είναι.

Έλλαμψη Ως φως της γνώσης, η έλλαμψη ανήκει στην παράδοση της δυτικής εικονοποιίας του φωτός, όπου η γνώση της αλήθειας συνδέεται με ένα λαμπερό καθαρό φως. H επιστημολογία του Ιερού Αυγουστίνου ταυτίζει την κατανόηση της θεϊκής αλήθειας με την έλλαμψη, την εισροή φωτός.

Ελληνιστική περίοδος. H περίοδος της κλασικής αρχαιότητας, από τον 4ο αι. π.X. έως την άνοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε στην ανατολική Μεσόγειο με προσμίξεις αραβικών, περσικών και ρωμαϊκών στοιχείων.

Εμπειρία (αρχ. ελλ. εμπειρία- λατ. experientia): Γνώση του επιμέρους. O Αριστοτέλης όρισε την εμπειρία ως την ικανότητα να αναγνωρίζουμε και να κρίνουμε τα πράγματα σωστά. H προϋπόθεση για κάθε εμπειρία είναι η μνήμη. Χρειάζονται πολλές αναμνήσεις για να δημιουργηθεί η ικανότητα του σχηματισμού γενικών εννοιών πάνω στη βάση ατομικών εμπειριών. Στη σύγχρονη εποχή (πβ. Εμπειρισμός) η εμπειρία θεωρείται η βάση της επιστημονικής γνώσης. O Φράνσις Μπέικον χρησιμοποίησε τον όρο «experientia» με τη σημασία της εκμετάλλευσης, εννοώντας τη διαδικασία μάθησης, τη μέθοδο για την παραγωγή γενικών δηλώσεων. Οι εμπειριστές (π.χ. ο Λοκ) ταύτισαν την εμπειρία με την αντίληψη. O Λοκ διέκρινε την εξωτερική εμπειρία (το αίσθημα), την καταχώριση στοιχείων του εξωτερικού κόσμου διαμέσου των αισθήσεων, από την εσωτερική εμπειρία (τον αναστοχασμό), τον «εσωτερικό βίο» του ανθρώπου που είναι προσιτός στη νοητική ικανότητα. O Καντ συνήθως ταύτιζε την εμπειρία με την εμπειρική γνώση. Για τη Φαινομενολογία, το σημαντικό είναι η σχέση της εμπειρίας με τον πρακτικό κόσμο ζωής, γιατί αποτελεί τη βάση για όλες τις επιστημονικές δηλώσεις και τη γνώση.

Εμπειρισμός (αρχ. ελλ. εμπειρία): H επιστημολογική και φιλοσοφική σκοπιά που βλέπει την εμπειρία ως τη μοναδική πηγή γνώσης. Για τους αντιπροσώπους του κλασικού Εμπειρισμού (Χομπς, Λοκ, Χιουμ) δεν υπήρχαν έμφυτες ιδέες – το περιεχόμενο της συνείδησης οφείλεται στις αισθητηριακές εμπειρίες που μπορούσαν να ταξινομηθούν στην εμπειρική γνώση σύμφωνα με τις αρχές τις ομοιότητας και της αιτιότητας. Ομοίως, οι θεμιτές επιστημονικές μέθοδοι για τους εμπειριστές είναι η παρατήρηση και το πείραμα. (Βλ. Αισθησιαρχία.)

Ενέργεια (αρχ. ελλ. = δραστηριότητα, πραγματικότητα, πραγματοποίηση): Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ενέργεια είναι η αρχή που πραγματώνει το δυνάμει. Με το παράδειγμα του δασκάλου και του μαθητή, εξηγεί τη σχέση ανάμεσα στη δύναμιν (κίνηση, ικανότητα) και στην ενέργεια. O δάσκαλος, μεταδίδοντας γνώσεις, αλλάζει την ικανότητα μάθησης του μαθητή, αν, βέβαια ο τελευταίος διαθέτει ικανότητα μάθησης. Όσο ο μαθητής δεν χρησιμοποιεί τη γνώση που έχει αποκτήσει, παραμένει ένας δυνάμει «γνωρίζων». Μόνο αν ο μαθητής θέσει σε εφαρμογή αυτή τη γνώση θα γίνει ενέργεια αυτή η δραστηριότητα. Ορίζεται ως η πραγμάτωση αυτών των πλευρών της δυνάμεως, της ικανότητας να έχει κάποιο αποτέλεσμα, της δυνατότητας.

Εντελέχεια (αρχ. ελλ. εντελέχεια = εν τέλος έχειν): Έκφραση που παραπέμπει στον Αριστοτέλη, που διακήρυττε ότι κάθε ον περιέχει ήδη μέσα του το σκοπό της εξέλιξης του, όπως, για παράδειγμα, ο σπόρος έχει ως σκοπό το πλήρως ανεπτυγμένο φυτό. H πρώτη εντελέχεια ενός έμβιου οργανισμού είναι, για τον Αριστοτέλη, η ψυχή. O Λάιμπνιτς περιέγραψε τις μονάδες ως εντελέχειες, καθώς ο σκοπός της πραγμάτωσης τους περιέχεται μεσάτους.

Επαγωγή: Σε αντιδιαστολή με την παραγωγή, η επιστημονική μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων που αφορούν γενικούς κανόνες από επιμέρους περιπτώσεις.

Επικούρισμός: H διδασκαλία και ο τρόπος ζωής που πρότεινε ο Επίκουρος (341-270 π.X.), όπου η ευδαιμονία και η ζωή ηδονής θεωρούνται το υπέρτατο αγαθό. Για την επίτευξη αυτού του αγαθού, ο Επίκουρος συνιστούσε μια ζωής αποχώρησης και πολιτικής αποχής.

Επιστημολογία (αρχ. ελλ. επιστήμη = γνώση, κατανόηση): H θεωρία της γνώσης. H επιστημολογία είναι ένας από τους βασικούς κλάδους της φιλοσοφίας· ενδιαφέρεται για τα ερωτήματα που αφορούν την πηγή των νοημάτων, των αρχών, των μεθόδων και των περιορισμών της γνώσης. H φιλοσοφική επιστημολογία (σε αντίθεση με την φιλοσοφία της επιστήμης) αμφισβητεί υποχρεωτικά το κύρος της ισχύουσας επιστημονικής γνώσης. Εφόσον, σύμφωνα με την παράδοση του Καρτέσιου, υπάρχει κάποιο όριο ανάμεσα στο κατανοούν υποκείμενο και το αντικείμενο της κατανόησης, πρέπει αναγκαστικά να υπάρξει συμφωνία για την κατανόηση ως μέσον. Ενώ ο Καντ, στην επιστημολογία του, εξετάζει τη μεταφυσική γνώση, που υποτίθεται ότι είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία, ο Φίχτε θέτει το ερώτημα αν είναι καν δυνατή η επιστήμη. Ανάλογα με την ερμηνεία αυτών των προϋποθέσεων, η επιστημολογία παραμένει μέχρι σήμερα χωρισμένη σε λογικές, ψυχολογικές και υπερβατολογικές-φαινομενολογικές σχολές.

Ερμηνευτική: H τέχνη της ερμηνείας και της κατανόησης. Αρχικά, ως βοηθητική επιστήμη της θεολογίας και της νομικής, η ερμηνευτική αναζητούσε κανόνες για την εξήγηση των κανονικών κειμένων. Στη συνέχεια, ο Σλάιερμαχερ παρουσίασε μια περιεκτική θεωρία για την κατανόηση. Στόχος της ερμηνευτικής του μεθόδου ήταν να κατανοεί ο αναγνώστης το συγγραφέα καλύτερα απ’ ό,τι ο συγγραφέας κατανοούσε τον εαυτό του. O αναγνώστης πλησιάζει στο συγκεκριμένο στόχο αν έχει πλήρη γνώση του φιλολογικού και βιογραφικού υποβάθρου του κειμένου. To ζήτημα της «ορθής» ερμηνείας αφορά τις ανθρωπιστικές επιστήμες που ασχολούνται με έργα που μεταβιβάζονται στη γλώσσα. To πρόβλημα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η κατανόηση κάποιου μεμονωμένου τμήματος του κειμένου προϋποθέτει την κατανόηση του συνολικού κειμένου, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατανόηση των μεμονωμένων μερών του (ερμηνευτικός κύκλος). O Γκάνταμερ ήταν εκείνος που, με τη φιλοσοφική καθολική ερμηνευτική του {Αλήθεια και μέθοδος), έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει κατανόηση χωρίς προηγούμενη γνώση. Περιέγραψε την κατανόηση ως τη συγχώνευση διαφορετικών οριζόντων νοήματος.

Ευαισθησία: Στην ιστορία των ιδεών, είναι η ικανότητα ανταπόκρισης στα αισθήματα, ιδιαίτερα στα αισθήματα των άλλων. Ήταν η κύρια ιδέα μιας λογοτεχνικής κυρίως κίνησης, στα τέλη του 18ου αιώνα, που επιδίωκε να δώσει στις αισθητηριακές εντυπώσεις μια ιδιαίτερη σημασία μέσα από την αυξανόμενη εγκατάλειψη των αισθημάτων και των συναισθημάτων. H Αισθητική καθιστά την τέχνη βασικό όχημα για την αισθητικότητα. O Καντ, στην ανθρωπολογία του, διακρίνει την ευαισθησία (Empfindsamkeit) από τον απλό συναισθηματισμό {Empfindelei): η ευαισθησία είναι δύναμη, είναι η δύναμη να επιτρέπει κανείς μια κατάσταση θετικής ή αρνητικής διάθεσης ή ουσιαστικά αποχής από τα συναισθήματα.

Η-Θ-Ι

Ηδονισμός: H θεωρία σύμφωνα με την οποία η απόλαυση και οι ηδονές των αισθήσεων είναι ο στόχος των ανθρωπίνων πράξεων, (βλ. Επικουρισμός.)

Ηθική: Ηθική φιλοσοφία. H ηθική διερευνά τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα των ανθρωπίνων πράξεων. Σε αντίθεση με την αυτόνομη ηθική, η βάσει αρχών ηθική αρνείται ότι τα άτομα έχουν την ικανότητα να σχηματίζουν από μόνα του τις αρχές της συμπεριφοράς τους (ένα παράδειγμα θα ήταν η θεολογική ηθική που εκπροσωπούν οι χριστιανικές επιταγές). H κανονιστική ηθική επιδιώκει να διαμορφώσει καθολικώς δεσμευτικές αξίες και πρότυπα. O Ωφελιμισμός θεωρεί την ωφέλεια και τη μεγιστοποίηση της ευτυχίας τις μόνες ηθικές αρχές. Οι στωικοί υποστήριζαν ότι η ηθική απορρέει από το νόμο της φύσης. O Καντ παρουσίασε αυτήν την ιδέα στην κατηγορική προσταγή του. Αντί για τον καθορισμό του ανθρώπου από τη φύση, πρότεινε την αυτονομία της βούλησης, που συνιστά η ίδια νόμο. Αυτό επιτρέπει στο άτομο να δικαιολογεί τις αιτίες των πράξεων του. H πρακτική ηθική (P. Singer) παρουσιάζει επιλογές για δράση σε προβληματικές καταστάσεις, ειδικά σε εκείνες που προκύπτουν από την τεχνολογική πρόοδο στην ιατρική.

Θεμελιωτισμός (θεμελιοκρατία). Θεωρία σχετική με την αιτιολόγηση των πεποιθήσεων μας. Σύμφωνα με αυτήν, η αιτιολόγηση (και κατ’ επέκταση η γνώση) πρέπει να στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια. Ειδικότερα, ο θεμελιωτισμός δέχεται πως οι πεποιθήσεις μας διακρίνονται σε βασικές και σε μη βασικές και, ενώ οι δευτέρες συνάγονται από τις πρώτες, δε συμβαίνει ποτέ το αντίστροφο.

Θετικισμός. Ως γνωσιολογικός όρος ο θετικισμός δηλώνει τη σχολή εκείνη που δέχεται ότι η πραγματική γνώση παρέχεται μόνο από τις επιστήμες και ειδικότερα τις φυσικές. Είναι η τάση να περιοριστεί η φιλοσοφία στην πραγματική εμπειρία, στα θετικά δεδομένα, και να απομακρυνθεί από γενικές μεταφυσικές έννοιες και προβλήματα για τις αρχές όλων των πραγμάτων. Ο θετικισμός παρουσιάστηκε ως ιδιαίτερο φιλοσοφικό ρεΰμα μέσα από το έργο του Ογκΰστ Κοντ (βλ. και νεοθετικισμός, Κύκλος της Βιένης).

Θεωρία αλληλεπίδρασης. Η δυϊστική θεωρία την οποία ανέπτυξε ο Ντεκάρτ, συμφωνά με την οποία ο άνθρωπος συνίσταται από δυο υποστάσεις ή ουσίες, την ψυχή/πνεύμα/νου και το σώμα, που αλληλεπιδρούν.

Θεωρία αξιοπιστίας. Θεωρία αιτιολόγησης πεποιθήσεων, σύμφωνα με την οποία αιτιολογημένες είναι εκείνες οι πεποιθήσεις που αποκτώνται μέσα από μια αξιόπιστη νοητική διαδικασία και η διαδικασία αυτή ορίζεται από τη συνήθη ικανότητα της να οδηγεί σε αληθείς πεποιθήσεις.

Θεωρία διπλής όψης ή δυο όψεων. Θεωρία που αφορά τις σχέσεις νου/σώματος και πνεύματος/ύλης. Σύμφωνα με αυτήν, τα ανθρώπινα όντα -αλλά και άλλα όντα με συνειδητή εμπειρία- αποτελούν ενιαίες υποστάσεις ή έχουν ενιαία ουσία, η οποία όμως εμφανίζεται με δύο όψεις, την πνευματική και την υλική. Στην προσπάθεια μας να εξηγήσουμε τη σχέση αυτών των όψεων δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε ή να θεωρήσουμε δευτερεύουσα τη μία ή την άλλη από αυτές τις όψεις, να "αναγάγουμε" τη μία στην άλλη.

Θεοδικία: O Λάιμπνιτς προσπάθησε με τη Θεοδικία του (1710) να απαντήσει στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένας παντοδύναμος, γεμάτος αγάπη θεός να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού και της δυστυχίας στον κόσμο. H λέξη σήμερα αναφέρεται σε κάθε παρόμοια με αυτήν προσπάθεια. O Λάιμπνιτς θεωρούσε ότι η μη τελειότητα του κόσμου ήταν αναγκαίο κακό. O κόσμος μας είναι «ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους», όπου το κακό δεν πρέπει να θεωρείται ελάττωμα, αλλά ευκαιρία για την επίτευξη της τελειότητας.

Θετικισμός: Επιστημονική και φιλοσοφική τοποθέτηση κατά την οποία η γνώση βασίζεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένα δεδομένα, στην αισθητηριακή αντίληψη και στην εμπειρία, ενώ η μεταφυσική απορρίπτεται εντελώς. O Κοντ σκιαγράφησε τις αρχές του Θετικισμού στο έργο του Λόγος πάνω στο θετικό πνεύμα (Discours sur I’esprit positif, 1844). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, μόνο τα γεγονότα μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως αντικείμενα της θετικής επιστήμης. O Θετικισμός δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά για τη δια-υποκειμενική βεβαιότητα και την ενοποιητική γνώση που αποκτάται με έγκυρες θεωρίες. Για το Θετικισμό, το είναι δεν ταυτίζεται με τη συνείδηση, αλλά μάλλον η ανθρώπινη γνώση είναι σχετική και ατελής.

Θεωρία της επιστήμης: Κλάδος της φιλοσοφίας και της επιστημολογίας, μετα-θεωρία, αφού το αντικείμενο της είναι η ίδια η επιστήμη και οι μέθοδοι της. Στους στόχους της συγκαταλέγονται η ανάπτυξη μιας γενικώς έγκυρης έννοιας της επιστήμης και η ενδελεχής εξέταση των μεθόδων που χρησιμοποιεί όσον αφορά την ορθότητα, την αξιοπιστία και τη συνέπεια τους.

Ιδεαλισμός, α) Με την έννοια αυτή δηλώνεται στη μεταφυσική η άρνηση της ανεξάρτητης από το πνεύμα ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου. Είναι η διδασκαλία κατά την οποία η αληθινή πραγματικότητα συνίσταται από υπερβατικές ιδέες (Πλάτων), ή σύμφωνα με την οποία το επιμέρους εγώ ή το υπερβατολογικό εγώ (υπερβατολογικός ιδεαλισμός) στηρίζει οντολογικά ή και δημιουργεί τα αντικείμενα της σκέψης μας (Μπέρκλεϋ, Φίχτε). Ο γερμανικός ιδεαλισμός δημιουργήθηκε μέσα από την κριτική φιλοσοφία του Καντ με τα μεταφυσικά συστήματα των Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Χέγκελ χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντικειμενικός ιδεαλισμός (για τη σκέψη του Χέγκελ και ο όρος απόλυτος ιδεαλισμός), ενώ για τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ και του Φίχτε χρησιμοποιείται ο όρος υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο Καντ έχει προτείνει τον όρο νπερβατολογικός ιδεαλισμός για τη δική του ιδιότυπη σύνθεση ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Ο υπερβατολογικός του ιδεαλισμός έχει ερμηνευτεί και ως άρνηση της νομιμότητας της παραδοσιακής θεώρησης του κόσμου υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ως ενός συνόλου πραγμάτων καθεαυτό, β) Με τον όρο ιδεαλισμός δηλώνεται και η οντολογική προτεραιότητα της συνείδησης (του νου) έναντι του Είναι (συνόλου υλικών πραγμάτων και σχέσεων). Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αντιδιαστέλλεται συνήθως προς τον ρεαλισμό, ενώ ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο ιδεαλισμός με τη σημασία β προς τον υλισμό. Σύμφωνα με την ευρύτερη φιλοσοφική του έννοια, ο Ιδεαλισμός περιγράφει κάθε επιστημολογική σκοπιά που βλέπει τα πράγματα ως σύνθετα από ιδέες ή τη φιλοσοφία που βλέπει τον κόσμο της ανθρώπινης αντίληψης ως κόσμο φασμάτων, πίσω από τον οποίο υπάρχει κάποιος μη-γνώσιμος «κόσμος καθεαυτόν». Βασισμένος στην πλατωνική θεωρία των ιδεών, που βλέπει τις ιδέες ως την αληθινή πραγματικότητα, ο Ιδεαλισμός έφτασε να κυριαρχεί στη φιλοσοφία των Μεσαίωνα. O Καρτέσιος ήταν ο πρώτος που ανύψωσε το σκεπτόμενο δεκτικό «Εγώ» σε υπέρτατη αρχή της φιλοσοφίας. O Μπέρκλεϋ διατυπώνει ως εξής τον Ιδεαλισμό: το να υπάρχει κάτι ταυτίζεται με το να είναι αντιληπτό {Esse est percipi). Από την άλλη πλευρά, ο Καντ θεώρησε δεδομένη την ύπαρξη ενός πράγματος καθεαυτό που δεν είναι προσιτό στην αντίληψη μας· αντίθετα, μπορούμε να βλέπουμε τα πράγματα μόνο όπως εμφανίζονται και όχι όπως είναι πραγματικά. O Φίχτε, με τη θεωρία του για το απόλυτο Εγώ, ριζοσπαστικοποίησε τον Ιδεαλισμό. Για τον απόλυτο Ιδεαλισμό του Χέγκελ, η σκέψη και οι ιδέες συνιστούν τη μοναδική αλήθεια και πραγματικότητα.

Ιδεολογία. Σύστημα από ιδέες και αξίες που εκφράζουν την εικόνα του κόσμου, τη "συνείδηση" που έχει μια κοινωνική ομάδα ή τάξη, μια κοινωνία ή και ολόκληρος ο κόσμος. Είναι ένα μέσο για τη σταθεροποίηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο πνεύμα (τέχνη, φιλοσοφία, δίκαιο, ηθική) και στην κοινωνική πραγματικότητα, ένα μέσο για τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων και για την παρώθηση τους στην πράξη. Στον Μαρξ η ιδεολογία είναι μάλλον "ψευδής συνείδηση", δηλαδή μια παραπλανημένη εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας (ιδεολογικό εποικοδόμημα σε σχέση με την κοινωνική βάση).

Ιδέες (αρχ. ελλ. από το θέμα ιδίου ρ. ορώ = βλέπω): Με την ειδική, πλατωνική τους έννοια, οι ιδέες είναι τα αιώνια, αμετάβλητα αρχέτυπα των πραγμάτων, που το μόνο που μπορούν είναι να καταχωρισθούν οτο νου. Οι ιδέες συμβολίζουν την πραγματική ύπαρξη· έτσι, για τον Πλάτωνα, η αληθινή αρετή εκφράζεται με την υπέρτατη ιδέα του αγαθού, που είναι αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε με τις πράξεις μας. Τα πράγματα, στο βαθμό που είναι τα είδωλα των ιδεών, συμμετέχουν μόνο {μέθεξις) στις ιδέες. Για τον Καντ και τους Γερμανούς ιδεαλιστές, οι ιδέες είναι έννοιες του Λόγου, το αντικείμενο των οποίων δεν μπορεί ο άνθρωπος να το συναντήσει στην εμπειρία. O όρος χρησιμοποιήθηκε και από τους αγγλόφωνους φιλοσόφους με μία από τις κοινές του έννοιες, για να δηλώσει δηλαδή την εικόνα ενός πράγματος στο μάτι του μυαλού, που μπορεί επίσης να προκληθεί από την απουσία του πράγματος καθεαυτό βάσει της εμπειρίας και της μνήμης.

Κ-Λ

Κατηγορίες, α) Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι τα γενικότατα εκείνα σχήματα στα οποίαμπορούν να υπαχθούν λογικά τα όντα και να προσδιοριστούν από αυτά. β) Σύμφωνα με τον Καντ, είναι οι προεμπειρικές (a priori) μορφές λειτουργίας της νόησης, χάρη στις οποίες οργανώνεται και αξιοποιείται το υλικό της εμπειρίας.

Κατηγορική προσταγή. Βασική αρχή της καντιανής ηθικής. Σύμφωνα με αυτήν, το υποκείμενο της πράξης πρέπει να πράττει έτσι, ώστε να μπορεί να θέλει ο γνώμονας της πράξης του να χρησιμεύσει ως καθολικός νόμος και να μεταχειρίζεται την ανθρωπότητα στο πρόσωπο του και στο πρόσωπο των άλλων πάντοτε ως (αυτό-)σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο.

Κύκλος της Βιένης. Κύκλος φιλοσόφων και μαθηματικών που σχημάτισε ο Μόριτς Σλικ, προκειμένου να εγκαθιδρύσει μια νέα φιλοσοφία επιστημονικά θεμελιωμένη (βλ. νεοθετικισμός). Η φιλοσοφική θεώρηση του κύκλου της Βιένης εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από μια συγκεκριμένη θετικιστική ερμηνεία του Tractatus Logico- Fhilosophicus του Βίτγκενστάϊν.

Κυνική φιλοσοφία. Η σχολή των κυνικών, μία από τις επονομαζόμενες σωκρατικές σχολές, θεμελιώθηκε (μετά τον θάνατο του Σωκράτη) από τον Αντισθένη (444-368 π.Χ.) στο γυμνάσιο Κυνόσαργες (απ’ όπου η σχολή πήρε την ονομασία της). Η διδασκαλία που αναπτύχθηκε στη σχολή αφορούσε κυρίως την πρακτική ηθική. Άλλοι κυνικοί φιλόσοφοι ήταν ο Διογένης και ο Κράτης.

Καθόλου, πρόβλημα των: To πρόβλημα των καθόλου βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μακρόχρονης φιλοσοφικής διαμάχης, που φαίνεται ήδη από τη διαφωνία ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη σχετικά με το κατά πόσον οι γενικοί όροι (τα καθόλου) έχουν κάποια πραγματικότητα. Οι σχολαστικοί διασπάστηκαν, εξαιτίας αυτού του ζητήματος, σε ρεαλιστές και νομιναλιστές. Οι πρώτοι, μεταξύ αυτών ο Γουλιέλμος του Σαμπώ, υποστήριζαν ότι τα καθόλου όχι μόνο υπήρχαν, αλλά προηγούνταν των πραγμάτων (universalia ante res)-οι νομιναλιστές, μεταξύ αυτών ο Ροσκελίνος, υποστήριζαν ότι η πραγματικότητα συνίστατο μόνο στα ατομικά πράγματα, ενώ οι γενικοί όροι ήταν απλώς ονόματα των πραγμάτων που τους αποδόθηκαν εκ των υστέρων {universalia post res). H προσωρινή σύνθεση των δύο απόψεων επιχειρήθηκε από τον Αβελάρδο, που μετέφερε τα καθόλου μέσα στα ίδια τα πράγματα {universalia in rebus), σύμφωνα με την οποία, υπάρχει μια καθολικώς ανθρώπινη πραγματικότητα μέσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα (όχι έξω από αυτά) που αντιστοιχεί στον όρο «ανθρώπινο ον».

Κατηγορίες (αρχ. ελλ.: κατηγορείν = αποδίδω κάποια ιδιότητα): Έννοιες ύπαρξης. Όρος που εισήχθη από τον Αριστοτέλη για τα διάφορα είδη δήλωσης που μπορούν να γίνουν για κάτι. O Αριστοτέλης διέκρινε δέκα κατηγορίες {ουσία, ποιόν, ποσόν, προς τι, πού, πότε, κείσθαι, ποιείν, πάσχειν, έχειν), ενώ ο Πλάτων μόνο τέσσερις {ταυτότητα, διαφορά, στάση και κίνηση). Για τον Καντ, οι κατηγορίες ήταν και ορισμοί αντικειμένων και a priori μορφές της γνώσης, δηλαδή νοητικές έννοιες, που τις αντλούσε από τα δυνατά είδη κρίσης. Έτσι, κατέληξε σε δώδεκα διαφορετικές κατηγορίες, που τις χώρισε σε τέσσερις ομάδες.

Κατηγορική προσταγή: Γενική αρχή συμπεριφοράς την οποία ο Καντ, στην Κριτική του πρακτικού Λόγου, διατύπωσε ως εξής: «Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις αυτή να γίνει καθολικός νόμος».

Κοπερνίκεια επανάσταση: Με τη στενότερη έννοια, η επανάσταση στην κοσμολογία ήταν το αποτέλεσμα της αντικατάστασης από τον Κοπέρνικο του γεωκεντρικού σύμπαντος από το ηλιοκεντρικό σύμπαν. Κατ’ επέκταση, είναι το αποτέλεσμα κάθε ριζοσπαστικής διανοητικής αλλαγής. Έτσι, ο Καντ έβλεπε τη θεωρία του ότι ο «γνωρίζων» επιβάλλει τις νοητικές του δομές στα αντικείμενα της γνώσης ως κοπερνίκεια επανάσταση στη φιλοσοφία.

Κυνική Σχολή: Σχολή φιλοσοφίας που ίδρυσε ο Αντισθένης (444-368 π.X.). Οι κυνικοί ζούσαν σύμφωνα με το ιδεώδες μιας απολύτως ελεύθερης ύπαρξης, περιφρονώντας όλες τις αξίες του πολιτισμού και τις έννοιες της ιδιοκτησίας. H σημερινή χρήση του όρου παραπέμπει στην αδιαφορία για τις κοινωνικές συμβάσεις και στις προκλητικές διακηρύξεις τους.

Λειτουργισμός. Θεωρία για τη φύση των νοητικών και γενικότερα των ψυχικών φαινομένων, εμπνευσμένη από το πρότυπο του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εκείνο που ονομάζουμε ψυχή, πνεύμα ή νου δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των λειτουργιών επεξεργασίας "εισερχόμενων δεδομένων" (εισροές: input), δηλαδή αισθητηριακών ερεθισμάτων, και "παραγωγής αντιδράσεων" (εκροές: output) του οργανισμού, δηλαδή των συμπεριφορικών του εκδηλώσεων και πράξεων.

Λογική. Η λογική θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεχωριστός κλάδος της φιλοσοφίας, αλλά για τους περισσότερους φιλοσόφους αποτελεί κυρίως το όργανο της ορθής νόησης που είναι απαραίτητο όχι μόνο για κάθε μορφή φιλοσοφικής δραστηριότητας, αλλά και για όλες τις επιστήμες. Στην εποχή μας η συμβολική λογική, που προσπαθεί να "τυποποιήσει" και να μεταγράψει σε συμβολική γλώσσα όλες τις μορφές της έγκυρης επιχειρηματολογίας, αποτελεί κλάδο των μαθηματικών. H Λογική είναι η θεωρία του συλλογισμού. Ως η επιστήμη των συνθηκών της τυπικής ορθότητας και συστηματικότητας της σκέψης, η λογική παγιώνει κανόνες για την εξαγωγή συμπερασμάτων από δηλώσεις. Στη φιλοσοφία έχουν εμφανιστεί τέσσερα βασικά συστήματα λογικής. (1) H τυπική λογική όπως την ανέπτυξε ο Αριστοτέλης, την επεξεργάστηκαν οι στωικοί και την εξέλιξαν περαιτέρω οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα, με έμφαση στο συλλογισμό, βασιζόταν σε τέσσερις κύριες αρχές: α) το νόμο της ταυτότητας, β) το νόμο της αντίφασης, γ) το νόμο του αποκλειόμενου τρίτου και δ) την αρχή του αποχρώντος λόγου. (2) H υπερβατολογική λογική του Καντ, που επιδιώκει να προσδιορίσει τις έννοιες των αντικειμένων ως συνθήκες δυνατής γνώσης. (3) H διαλεκτική λογική του Χέγκελ, που παρουσίασε τη λογική του νου με βάση τη διαλεκτική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης και ιστορίας. (4) H μαθηματική λογική, που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον Λάιμπνιτς και η οποία επιδιώκει να παρουσιάσει εννοιολογικές σχέσεις με σαφή σύμβολα σύμφωνα με το πρότυπο των μαθηματικών συμβόλων και με αυτά να λειτουργήσει αλγεβρικά.

Λόγος, α) Ο νους, το "μυαλό", το "πνεύμα", β) Η συλλογιστική ικανότητα της ψυχής, με την οποία αυτή τακτοποιεί, οργανώνει και αξιοποιεί τα νοήματα της. γ) Η γλωσσική έκφραση-προφορική ή γραπτή- των νοημάτων. Είναι η κεντρική αξία-έννοια της ελληνική φιλοσοφίας. Ο ορθός λόγος είναι το σύνολο των ανώτερων νοητικών ικανοτήτων. O Λόγος θεωρείται, αφενός, η παρουσίαση της αλήθειας με συστηματική μορφή και, αφετέρου, (με τον Ηράκλειτο και τους στωικούς) ο «νους» του σύμπαντος, που συνενώνει όλες τις ιδέες μέσα του. Τέλος, για το Χριστιανισμό, ο Λόγος είναι ο Λόγος και η δημιουργική δύναμη του Θεού.

Λεβιάθαν: Θαλάσσιο τέρας από το Βιβλίο του Ιώβ. Στο ομώνυμο έργο του (1651), ο Τόμας Χομπς επέλεξε τον Λεβιάθαν ως σύμβολο της πανίσχυρης κρατικής εξουσίας. Παρουσίασε τη θεωρία ότι οι άνθρωποι μεταβιβάζουν τα ατομικά τους δικαιώματα σε ένα ρυθμιστικό σώμα, δηλαδή το παντοδύναμο κράτος, που αναχαιτίζει τις προσπάθειες των ατόμων να αποκτήσουν την εξουσία.

Μ-Ν

Μεταφυσική ή οντολογία. Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας που διερευνά τη βαθύτερη υφή της πραγματικότητας και προσπαθεί να οδηγήσει σε μια γενική θεώρηση του τι υπάρχει πραγματικά.

Μονισμός. Η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι υπάρχει μία και μόνη ουσία στο σύμπαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η θεωρία του Σπινόζα για την ουσία, που την ταυτίζει με τον Θεό ή τη φύση, και η θεωρία του Χέγκελ για την απόλυτη ιδέα. Γενικά, μονιστική είναι κάθε θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη μίας και μοναδικής αρχής ή υπόστασης, είτε αυτή είναι υλική (υλισμός) είτε πνευματική (ιδεαλισμός).

Μαρξισμός: H σοσιαλιστική θεωρία που εισηγήθηκε ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) αντλώντας στοιχεία από τη διαλεκτική του Χέγκελ και τον Υλισμό του Φόυερμπαχ. Εξαιτίας των οικονομικών αντιφάσεων ανάμεσα στην άρχουσα τάξη (τους καπιταλιστές) και στην εξαθλιωμένη εργατική τάξη (το προλεταριάτο), ο Μαρξισμός προφήτευσε ταξική σύγκρουση, από την οποία με διαλεκτική αναγκαιότητα θα αναδυόταν μια αταξική κοινωνία.

Μεθοδική αμφιβολία: H συστηματική αμφισβήτηση μη επαληθευμένων παραδοχών, προκειμένου να φτάσει κανείς σε έναν απολύτως έγκυρο πυρήνα της αλήθειας που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία. O Καρτέσιος χρησιμοποίησε τη μεθοδική αμφιβολία για να φτάσει στη βεβαιότητα της ίδιας του της ύπαρξης (βλ. συνείδηση).

Μεταμοντερνισμός: H συγκεκριμένη έννοια ενέχει τη σημασία των πρόσφατων θεωρητικών τοποθετήσεων στη σύγχρονη φιλοσοφία. Πρόκειται για τον όρο που χρησιμοποίησε ο Z. Φ. Λυοτάρ. Οι μεταμοντερνιστές φιλόσοφοι απορρίπτουν την έννοια της αντικειμενικής επιστημολογίας και θεωρούν την ανθρώπινη γνώση ιστορικώς καθοριζόμενη και τυχαία. Μεταμοντέρνο είναι το έργο του Λυοτάρ, του Ντεριντά και του Φουκώ.

Μεταφυσική (αρχ. ελλ. μετά + φύσις = πίσω από τη φύση): Όρος που καλύπτει ένα μεγάλο αριθμό φιλοσοφικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένων της οντολογίας, της κοσμολογίας και της φιλοσοφικής θεολογίας. O όρος «Μεταφυσική» (που προέρχεται από το «μετά τα φυσικά») χρησιμοποιήθηκε αρχικά για 14 βιβλία του Αριστοτέλη που ταξινομήθηκαν μετά τα Φυσικά του. Αυτή η εκδοτική ταξινόμηση συμφωνούσε με την αριστοτελική πορεία προς τη γνώση, δηλαδή από αυτό που ήταν με τις αισθήσεις αντιληπτό προς το υπεραισθητό-σύμφωνα, όμως, με τον αριστοτελικό ορισμό της μεταφυσικής ως της επιστήμης των πρώτων αιτίων, ουσιαστικά ανήκει στο ξεκίνημα της φιλοσοφίας. Εξετάζει την ύπαρξη πάνω και υπεράνω από τη φύση, την ύπαρξη των πραγμάτων που υπάρχουν. Μέσα από το γνήσια μεταφυσικό ερώτημα σχετικά με τους λόγους της ύπαρξης, η μεταφυσική φτάνει, εκτός των άλλων, στο ερώτημα για τον Θεό ως το ύψιστο ον που υπάρχει.

Μηδενισμός: H θέση της άρνησης. O Μηδενισμός αμφισβητεί τη δυνατότητα και τη χρησιμότητα κάθε γνώσης και το κύρος κάθε αλήθειας ή ηθικής αξίας. O Αυγουστίνος ονόμαζε εκείνους που δεν πίστευαν σε τίποτα «nihilisti» (από το λατινικό nihil, μηδέν). Αργότερα, οι αιρετικοί που είτε δεν πίστευαν σε τίποτα είτε είχαν εσφαλμένες πεποιθήσεις ήταν γνωστοί ως «Nihilianista». O Νίτσε αντιλαμβανόταν το Μηδενισμό ως κατάσταση κενότητας, ως απαξίωση των υπέρτατων αξιών.

Μονάδες: Στη φιλοσοφία μονάδα είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για το απλό, το άτμητο. Για τον Πλάτωνα, μονάδες είναι οι αμετάβλητες ιδέες. O Επίκουρος και ο Δημόκριτος τις αντιλαμβάνονταν ως άτομα. Οι μονάδες είναι ο πυρήνας της φιλοσοφίας του Λάιμπνιτς. Στη Μοναδολογία του (1714), τις αντιλαμβάνεται ως άυλα κέντρα δύναμης που στρέφονται ενάντια στον εαυτό τους και που συνιστούν την ουσία του κόσμου.

Μύθος: O όρος μύθος περιλαμβάνει τη συνολική παράδοση μιας πολιτισμικής κοινότητας όπως αυτή περιέχεται σε ιστορίες και αφηγήσεις για τους θεούς και τους ήρωες ή (συνήθως) για ανθρωπομορφικές δυνάμεις της φύσης. Ενώ ο λόγος αναπαριστά την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι, ο μύθος δεν διεκδικεί κυριολεκτική αλήθεια. O Πλάτων αντιλαμβανόταν το μύθο ως επισφαλή παιδική γνώση μιας προηγούμενη εποχής, ένα είδος προδρόμου της φιλοσοφίας.

Νεοθετικισμός (λογικός θετικισμός – λογικός εμπειρισμός). Ανανεωμένος θετικισμός μέσω της χρήσης της μαθηματικής λογικής και της φιλοσοφίας της γλώσσας (Σλικ- Κάρναπ) – βλ. Κύκλος της Βιέννης.

Νομιναλισμός (ονοματοκρατία). Η λέξη προέρχεται από το λατινικό nomen, που σημαίνει όνομα. Στη σχολαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα ήταν η άποψη που υποστήριζε ότι οι γενικές έννοιες δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τη νόηση μας, αλλά είναι απλώς ονόματα που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα αληθινά υπαρκτό. Έτσι, οι νομιναλιστές απέρριπταν την πλατωνική θεωρία των ιδεών. Ο Γουίλιαμ Όκαμ είναι από τους γνωστότερους νομιναλιστές της εποχής αυτής.

Νους. Το σύνολο των ανώτερων πνευματικών λειτουργιών της ανθρώπινης ψυχής που χρησιμοποιείται κατά συνεκδοχή για να δηλώσει την ψυχή ή το πνεύμα, γενικά. Για τον Αναξαγόρα (500-428 π.X.), ο νους είναι κατευθυντήρια, ρυθμιστική αρχή του κόσμου. O Πλάτων με τον όρο «νους» εννοεί τη «σκεπτόμενη ψυχή»’ ο Αριστοτέλης, την ανθρώπινη ικανότητα για αισθητηριακή αντίληψη και τη διάνοια.

Ντετερμινισμός (από το λατινικό deternino = ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω). Μεταφυσική αρχή σύμφωνα με την οποία τα φαινόμενα καθορίζονται από ακριβείς συνθήκες ύπαρξης, με αποτέλεσμα τα ίδια αίτια να προκαλούν πάντοτε τα ίδια αποτελέσματα. Όλα τα συμβάντα καθορίζονται αναγκαστικά από προγενέστερα συμβάντα. Οι φιλόσοφοι μιλούν συχνά για διάφορες μορφές ντετερμινισμού: λογικό, θεολογικό, φυσικό, βιολογικό, ιστορικό, οικονομικό κτλ. Κατά τον φυσικό ντετερμινισμό, η σταθερή σχέση αιτίου-αποτελέσματος μπορεί να διατυπωθεί με επιστημονικούς νόμους, που καθιστούν δυνατή την πρόβλεψη των φαινομένων. Ο ντετερμινισμός φαίνεται να προκαλεί πρόβλημα για την ανθρώπινη ελευθερία.

Νεοπλατωνισμός: Φιλοσοφική σχολή της ύστερης αρχαιότητας (3ος-5ος αι. μ.X.), που ιδρύθηκε από τον Πλωτίνο. Ανανέωσε και ανέπτυξε τη διδασκαλία του Πλάτωνα. Για το Νεοπλατωνισμό, όλα τα «κατώτερα» επίπεδα του είναι εκπηγάζουν ιεραρχικά από τα ανώτερα επίπεδα (υποστάσεις) και τελικά από το Ev, χωρίς αυτό να χάνει καθόλου από την ουσία του.

Νομιναλισμός (λατ. nomen = όνομα): Φιλοσοφική θεωρία που συνδέεται πρωτίστως με το Σχολαστικισμό. Υποστηρίζει ότι οι γενικοί όροι (τα καθόλου) στην πραγματικότητα είναι απλώς ονόματα που δίνονται στα πράγματα, χωρίς δική τους πραγματικότητα. Οι νομιναλιστές αποτελούσαν τη μία πλευρά στις μεσαιωνικές συζητήσεις για το πρόβλημα των καθόλου.

Ντεϊσμός (λατ. deus = θεός): Σύστημα φυσικής θεολογίας σύγχρονο του Διαφωτισμού. Αναγνώριζε τον θεό ως δημιουργό και αιτία του κόσμου, αλλά όχι ως ον που παρεμβαίνει στις υποθέσεις του κόσμου, είτε με θαύματα ή εξ αποκαλύψεως.

Ο-Π-Ρ

Ον. α) Αυτό που έχει αντικειμενική ύπαρξη, β) Όλα όσα υπάρχουν γενικά, η αντικειμενική πραγματικότητα συνολικά, γ) Αυτό που υπάρχει πραγματικά και μάλιστα διαφοροποιείται από τα φαινόμενα των οποίων αποτελεί αιτία ύπαρξης.

Οντολογία. Η επιστήμη του όντος, ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με το ον. Μπορεί να θεωρηθεί επιμέρους κλάδος της μεταφυσικής, αν και συχνά οι δύο όροι χρησιμοποιούνται σαν να ήταν συνώνυμοι. Είναι η θεωρία της ύπαρξης ή των γενικών εννοιών της ύπαρξης. Οι φιλοσοφικές οντολογίες αποτελούν μέρος της μεταφυσικής ξεκινώντας από τους προσωκρατικούς και φτάνοντας στον Καντ και τον Χέγκελ. Η οντολογία θέτει το ερώτημα σχετικά με τη θέση που καταλαμβάνει το ον στο όλο σκηνικό των πραγμάτων. Στη φαινομενολογική οντολογία του Χούσερλτο είναι του «όντος» γίνεται για πρώτη φορά κατανοητό ως «αυτό που δείχνει τον εαυτό του». Στην ανάλυση της ύπαρξης του Χάιντεγκερ, το είναι {Daseiri) διακρίνεται από τα άλλα «όντα» {das Seinde), γιατί είναι εκείνο που στο είναι του ενδιαφέρεται για το ίδιο το είναι. O Χάιντεγκερ αντιλαμβάνεται τη στοιχειώδη οντολογία ως ερμηνευτική επιστήμη της ύπαρξης που διεξάγει έρευνα μέσα στο νόημα του είναι.

Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός), α) Γνωσιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία διαθέτουμε ουσιώδη a priori γνώση του κόσμου. Η πραγματική γνώση του κόσμου μάς παρέχεται από τον λόγο ή τον νου και όχι από τις αισθήσεις (Πλάτων, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Χέγκελ). Αντίθετο του είναι ο εμπειρισμός, β) Χαρακτηριστικό της στάσης ζωής και κάθε επιμέρους τοποθέτησης που δίνει έμφαση στη λογική και υποβαθμίζει το συναίσθημα. O Ορθολογισμός περιλαμβάνει κάθε φιλοσοφική θέση που αντλεί τη γνώση κυρίως από την ορθολογική σκέψη. Έρχεται έτσι σε αντίθεση με τον Εμπειρισμό και την Αισθησιαρχία, γιατί επιδιώκει να εδραιώσει ανεξάρτητα από την εμπειρία ένα καθολικό σύστημα εννοιών, κρίσεων και συμπερασμάτων κατά το πρότυπο των μαθηματικών. Ορθολογιστικές τάσεις υπήρχαν ήδη στη φιλοσοφία των Ελεατών και του Πλάτωνα. O Ορθολογισμός είναι ο κλασικός τρόπος σκέψης του Διαφωτισμού (Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτς).

Ορισμός. Έκφραση που μας δίνει την ακριβή σημασία μιας λέξης. Παλαιότερα γινόταν διάκριση ανάμεσα σε ονοματικούς και πραγματικούς ορισμούς. Ο ονοματικός ορισμός εξηγεί απλώς τη σημασία ενός όρου σύμφωνα με τη χρήση του στη γλώσσα. Ο πραγματικός ορισμός δίνει την κοινή δομή ή τα κοινά ουσιώδη χαρακτηριστικά όλων των πραγμάτων που ονομάζονται με αυτόν τον όρο. Κατά τον Αριστοτέλη, ο επιτυχής ορισμός ενός πράγματος αποδίδει την ουσία του.

Ουσία. α) Κάτι που υπάρχει αντικειμενικά και εξαιτίας του οποίου αποκτούν νόημα τα γνωρίσματα που το προσδιορίζουν. Κάτι που μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από κάτι άλλο ή διαθέτει οντολογική προτεραιότητα. Για τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται συχνά στη νεοελληνική γλώσσα ο όρος υπόσταση, β) Η βασική ιδιότητα ενός όντος που το κάνει να είναι αυτό που είναι: "Κατάλαβα […] πως ήμουν μια υπόσταση που όλη η ουσία ή η φύση της δεν ήταν παρά η σκέψη" (Ντεκάρτ). γ) Κάτι σταθερό και αιώνιο που βρίσκεται πίσω από τα αισθητά και αποτελεί τη μεταφυσική αρχή τους. Κατά τον Πλάτωνα, λόγου χάριν, ουσία των όντων είναι οι ιδέες.

Ουτοπία. Ιδανική εικόνα πολιτείας που κείται στο μέλλον ή καμιά φορά και στο παρελθόν ("χαμένος παράδεισος"). Παραδείγματα ουτοπίας είναι η "πολιτεία" του Πλάτωνα, η "Νέα Ατλαντίδα" (1621) του Φρ. Μπέικον, η "Πολιτεία του Ήλιου" (1623) του Καμπανέλα.

Όργανον: O Αριστοτέλης αναφέρεται στη διάνοια λέγοντας πως είναι το όργανο της ψυχής· αργότερα, Όργανον ονομάστηκε συνολικά το έργο που εκπόνησε πάνω στη λογική. O Φράνσις Μπέικον, στο βιβλίο του Νέον Όργανον (1620), παρουσίασε μια αναλυτική, επαγωγική μέθοδο επιστημονικής ανακάλυψης που αντλεί τις έννοιες και τα αξιώματα της από τα ίδια τα πράγματα.

Ουμανισμός: Κίνημα της ιταλικής Αναγέννησης που χαρακτηριζόταν από το ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές. Από τους πρώτους κορυφαίους εκπροσώπους του ήταν ο Πετράρχης και ο Βοκκάκιος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στράφηκε ενάντια στα δογματικά δεσμά του Σχολαστικισμού. Οι ουμανιστές επιδίωκαν μέσα από την αναβίωση και τη διατήρηση του γλωσσικού πολιτισμού της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, και, με πολύπλευρη πνευματική και καλλιτεχνική παιδεία, να προσφέρουν στον άνθρωπο μια πολύτιμη και μεγαλοπρεπή ύπαρξη. Διαπρεπείς ουμανιστές ήταν επίσης ο Μισέλ ντε Μονταίν και ο Έρασμος του Ρότερνταμ.

Ουσία: O Καρτέσιος αντιλαμβανόταν την ουσία ως εκείνο η ύπαρξη του οποίου δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο. To συγκεκριμένο κριτήριο το πληροί αυστηρά μόνο ο θεός ή, υπό προϋποθέσεις, το σκεπτόμενο πράγμα {res cogitans) και το εκτατό πράγμα {res extensa). O Σπιζόνα δεχόταν ότι θεός είναι η μόνη ουσία που περιέχει τα πάντα. Για τον Καντ, η ουσία ήταν μια έννοια που μονίμως ενυπήρχε στο υποκείμενο a priori (βλ. κατηγορίες) και αναγκαία για να θεωρηθεί δεδομένη η διάρκεια ενός πράγματος.

Παράδοξα. Λογικά προβληματικές προτάσεις. Σε παράδοξα οδηγούμαστε συνήθως όταν από έναν αριθμό προκείμενων προτάσεων που θεωρούνται όλες αληθείς καταλήγουμε, με έγκυρα επιχειρήματα, σε αντιφατικά συμπεράσματα.

Πραγματισμός. Η διδασκαλία κατά την οποία η αλήθεια συνίσταται στην πρακτική ωφέλεια και στη λειτουργικότητα της μέσα στη ζωή. Έτσι, η σκέψη, κάθε κοσμοθεωρία και φιλοσοφία, βρίσκει τα κριτήρια της αξίας και της αλήθειας μόνο στις δυνατότητες της πρακτικής χρησιμότητας τους: "ό,τι είναι καρπώσιμο, αυτό μόνο είναι αληθινό". Γνώση και σκέψη είναι γι’ αυτό όργανα για την πρακτική ζωή, έκφραση της ίδιας της πειραματιζόμενης φύσης. Εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο Περς, ο Τζέιμς, ο Ντιούι κ.ά.

Προεμπειρικός (συνώνυμο του a priori) Το επίθετο αυτό χαρακτηρίζει τα στοιχεία που δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά προϋπάρχουν στη νόηση είτε ως έμφυτες ιδέες είτε ως "δομές", σύμφωνα με τις οποίες αυτή λειτουργεί καθώς επεξεργάζεται το εμπειρικό υλικό.

Προφανές (το λατινικό evidentia). Γνωστικό στοιχείο που επιβάλλεται στη νόηση ως κάτι αυταπόδεικτο και αποσπά τη συγκατάθεση της χωρίς να απαιτείται λογική διαδικασία.

Πανθεϊσμός: To δόγμα ότι ο θεός περιλαμβάνει τα πάντα. O όρος επινοήθηκε από τον Τζ. Τόλαντ (J. Toland) το 1705′ καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στον θεό και στη δημουργία και βλέπει τον θεό σε όλα τα πράγματα.

Παραγωγή: H απόδειξη του μερικού με βάση το γενικό’ η παραγωγή με λογικά συμπεράσματα μιας νέας πρότασης από άλλες προτάσεις. Βλ. Συλλογισμός. (Βλ. Επαγωγή.)

Παράδοξο: Στην αρχαιότητα, παράδοξο ήταν η ασυμβίβαστη με τη γενική κατανόηση των πραγμάτων δήλωση, η οποία ήταν άρα ένας (φαινομενικά) παραλογισμός. Έτσι, το περίφημο παράδοξο του Ζήνωνα με τον Αχιλλέα και τη χελώνα βασιζόταν στο γεγονός ότι μια άπειρη σειρά κινήσεων δεν τερματίζεται ποτέ. Άλλο παράδοξο σύμφωνα με τους στωικούς είναι το εξής: «Μόνον ο σοφός είναι πλούσιος»· λύνεται όμως αν ο «πλούσιος» οριστεί όχι ως αυτός «που κατέχει πολλά» αλλά ως αυτός «που δεν χρειάζεται τίποτα». Στη λογική, τα παράδοξα είναι αντιφατικές προτάσεις που δεν λύνονται, όπως, για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες», που την είπε κάποιος Κρητικός, ή η περίφημη δήλωση του Σωκράτη Ev οίδα ότι ουδέν οίδα, «Γνωρίζω μόνο ότι δεν γνωρίζω τίποτα». To πρόβλημα με αυτές τις δηλώσεις είναι πρόβλημα αυτοαναφοράς.

Παράσταση: H εικόνα κάποιου αντικειμένου στη συνείδηση που μπορεί να παραχθεί ακόμη και εν τη απουσία του αντικειμένου και το οποίο βασίζεται στην αισθητηριακή εμπειρία και στη μνήμη. O Χούσερλ διέκρινε τη δραστηριότητα της παράστασης από τις εικόνες τις παράστασης, και αυτές τις διέκρινε από τα αντικείμενα της παράστασης στα οποία αναφέρεται η παράσταση.

Περιπατητική Σχολή: Φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Αριστοτέλης και ονομάστηκε έτσι από τον Περίπατο στο Λύκειο. Στους περιπατητικούς φιλόσοφους συγκαταλέγονταν ο Θεόφραστος, ο Εύδημος και ο Αριστόξενος.

Πράγμα καθεαυτό (γερμ. Ding an sich): Κάτι ανεξάρτητο από τη συνείδηση μας. θεμελιώδης έννοια της επιστημολογίας. Στην προκαντιανή φιλοσοφία, ο όρος αναφερόταν σε οτιδήποτε απαλλαγμένο από κάθε αισθητηριακή αντίληψη, προσιτό μόνο στην καθαρή σκέψη. Στην καντιανή Κριτική του καθαρού Λόγου, το πράγμα καθεαυτό παρέμενε κατ’ αρχήν απρόσιτο στην ανθρώπινη γνώση- μπορούσε μόνο να «νοηθεί». Έτσι, η έννοια κατέληξε, και για τον Καντ, να αποτελεί μεθοδολογικό πρόβλημα. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα που συνεπώς προκύπτουν είναι τα εξής: Πώς είναι δυνατόν κάτι που δεν μπορεί να γνωσθεί, να μπορεί υποθετικά να νοηθεί; Πώς είναι δυνατόν το πράγμα καθεαυτό να είναι αποδεκτό με κάποια λογική έννοια όταν αυτό είναι απρόσιτο σε κάθε συνείδηση;

Πραγματικότητα: Πραγματική ύπαρξη ανεξάρτητη από τη σκέψη. Στη μεταφυσική, πραγματικότητα είναι αυτό που αντικειμενικά βρίσκεται πίσω από την παράσταση. Για τον Καντ, η πραγματικότητα είναι μία από της κατηγορίες της ποιότητας.

Πραγματισμός: Φιλοσοφικό σύστημα που θεμελίωσαν ουσιαστικά ο Πηρς, ο Τζέιμς και ο Ντιούι και το οποίο ελέγχει και αξιολογεί θεωρίες σύμφωνα με την πρακτική σημασία τους για τις ανθρώπινες πράξεις. Για τον Πραγματισμό, η σημασία μιας έννοιας εξαρτάται από τη συνολική δυνατή συμπεριφορά που μπορεί να προκύψει από αυτή σε διάφορες περιστάσεις. Κάτι θεωρείται «αληθές», αν είναι επαληθεύσιμο και πραγματοποιήσιμο και αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα.

Προσωκρατικοί: Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι πριν από τον Σωκράτη η σκέψη των οποίων χρακτήρισε τη μετάβαση από το μύθο στο λόγο. Σε αυτούς συγκαταλέγονται: (1) οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), που ζητούσαν να μάθουν για την πρωτογενή ουσία που υποστηρίζει όλες τις υπάρχουσες οντότητες· (2) ο Ηράκλειτος, που αντιλαμβανόταν το είναι ως διαρκές γίγνεσθαι· (3) ο Παρμενίδης και η Ελεατική Σχολή, σύμφωνα με την οντολογία των οποίων οι υπάρχουσες οντότητες χαρακτηρίζονταν από μη-μεταβλητότητα- (4) ο Πυθαγόρας, που πίστευε ότι η υπέρτατη αρχή είναι ο αριθμός- (5) οι ατομικοί φιλόσοφοι· (6) οι θεωρίες περί στοιχείων του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα και (7) οι σοφιστές.

Ρεαλισμός (λατ. res = πράγμα): Όρος που σημαίνει γενικά ανεξάρτητη ύπαρξη και παραπέμπει σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές θεωρίες: α) Σε αντίθεση προς τον ιδεαλισμό, δηλώνει τη θεωρία ότι υπάρχει ένας κόσμος πραγμάτων που δεν εξαρτούν την ύπαρξη τους από κάποιο πνεύμα που τα αντιλαμβάνεται, β) Σε αντίθεση προς τον νομιναλισμό δηλώνει τη θεωρία ότι υπάρχουν πραγματικά οι αφηρημένες οντότητες ή οι καθολικές έννοιες, που αντιστοιχούν στους γενικούς όρους της γλώσσας μας. Στην τέχνη ο ρεαλισμός είναι ένα γενικό επανερχόμενο χαρακτηριστικό, αλλά και ένα ιδιαίτερο ιστορικό κίνημα, που το συναντούμε στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Σε αντίθεση προς τον ρομαντισμό, ο ρεαλισμός ως τεχνική αλλά και ως θεωρία δηλώνει την "επιθυμία και την τάση της τέχνης να προσεγγίσει την πραγματικότητα": να μιμηθεί ακριβώς την εξωτερική και ιστορική εμπειρία, να φαίνεται αληθινή. O Ρεαλισμός στη φιλοσοφία συνεχίζει την πλατωνική θεωρία των ιδεών και δέχεται ότι οι γενικοί όροι (τα καθόλου) προηγούνται των πραγμάτων και ότι παρουσιάζονται έξω από τη συνείδηση ως αιώνιες ιδέες στον θεό και έμφυτες στον ανθρώπινο νου. Ως μία από τις κύριες θέσεις του Σχολαστικισμού, ο Ρεαλισμός έρχεται σε αντίθεση με το Νομιναλισμό. Στη νεότερη φιλοσοφία, ο Ρεαλισμός υποστηρίζει την επιστημονική άποψη ότι υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από εμάς, την οποία μπορούμε να γνωρίσουμε με την αισθητηριακή αντίληψη.

Res cogitans, res extensa (λατ. σκεπτόμενο πράγμα, εκτατό πράγμα): H σωματική και η νοητική ήταν για τον Καρτέσιο δύο διαφορετικές ουσίες {res)- διέκρινε την υλική, εκτατή ουσία από την άυλη, μη εκτατή ουσία (δυϊσμός ουσίας). Αυτή η διάκριση οδηγεί στο δυϊσμό νου και σώματος, σύμφωνα με τον οποίο η ψυχή καθοδηγεί το σώμα σαν ένα «φάντασμα στη μηχανή».

Ρητορική: H θεωρία της τέχνης του λόγου. O σοφιστής Γοργίας υπερασπίζεται τη ρητορική ενάντια στον Σωκράτη, θεωρώντας την τέχνη της συζήτησης, ενώ ο Πλάτων την απορρίπτει ως μη φιλοσοφική τέχνη της κολακείας. O Αριστοτέλης έβαζε τη ρητορική, ως τη θεωρία της πειστικής επιχειρηματολογίας, δίπλα στις θετικές επιστήμες. O Κοΐντιλιανός συστηματοποίησε τη ρητορική, βλέποντας τη ρητορική αγωγή ως ηθικό καθήκον. O Αυγουστίνος ήλπιζε να προωθήσει την ερμηνεία και τη διακήρυξη των Γραφών μέσω της ρητορικής. To Μεσαίωνα, η ρητορική ήταν μία από τις ελευθέριες τέχνες (μαζί με τη γραμματική και τη λογική).

Σ-Τ

Σολιψισμός (από το λατινικό solus= μόνος και ipse= αυτός). Κατά τον σολιψισμό, που αποτελεί μια ακραία μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού, το μόνο πράγμα που υπάρχει αναμφισβήτητα για το σκεπτόμενο υποκείμενο είναι η συνείδηση του με τα περιεχόμενα της.

Σοσιαλισμός. Η πολιτική θεωρία και ιδεολογία σύμφωνα με την οποία βασική επιδίωξη μιας κοινωνίας πρέπει να είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, νοούμενη ως απάλειψη των ανισοτήτων. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και -σύμφωνα με το κομμουνιστικό πολιτικό πρότυπο- με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τον κεντρικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, με απώτερο σκοπό τη διαμόρφωση μιας αταξικής κοινωνίας.

Στρουκτουραλισμός. Αυτό που χαρακτηρίζεται συνήθως στρουκτουραλισμός δεν είναι μια εδραιωμένη σχολή, όπως λόγου χάριν ο στωικισμός ή ο επικουρισμός. Είναι ένα ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε από τις εργασίες του Φερντινάν ντε Σοσύρ και συνεχίστηκε με τις έρευνες της σύγχρονης γλωσσολογίας, που έδινε έμφαση στη δομική ανάλυση και στη μελέτη των συστηματικών σχέσεων μεταξύ των γλωσσικών σημείων. Στη Γαλλία ανέπτυξαν αυτό το κίνημα ο Κλοντ Λεβί-Στρος στην εθνολογία, ο Ζακ Λακάν στην ψυχανάλυση, ο Λουί Αλτουσέρ στον μαρξισμό και ο Μισέλ Φουκό στην επιστημολογία. Ο στρουκτουραλισμός στη φιλοσοφία παρουσιάζεται ως αντιανθρωπισμός, ο άνθρωπος δεν είναι πια "το μέτρο όλων των πραγμάτων", αλλά προϊόν δομών. Συμπερασμού, κανόνες. Κανόνες για την κατασκευή έγκυρων επιχειρημάτων, που μας οδηγούν στη συναγωγή συμπερασμάτων από κάποιες προκείμενες προτάσεις με καθορισμένη δομή.

Συμπεριφορισμός (μπιχεβιορισμός). Η θεωρία συμφωνά με την οποία όλα τα πνευματικά,νοητικά ή ψυχικά φαινόμενα δε φανερώνουν την ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης υπόστασης ή ουσίας, αλλά συνίστανται απλώς σε εκδηλώσεις τρόπων συμπεριφοράς.

Συνεκτικισμός. Η θεωρία αιτιολόγησης των πεποιθήσεων σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βασικών και μη βασικών πεποιθήσεων, αλλά οι πεποιθήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα σύνολο, που δε διαθέτει οποιαδήποτε θεμέλια και τα μέλη του οποίου αλληλοϋποστηρίζονται (το αντίθετο του είναι ο θεμελιωτισμός). Ανάλογη είναι και η θεωρία της αλήθειας ως συνοχής προτάσεων.

Σχετικισμός. Είναι η φιλοσοφική θεωρία συμφωνά με την οποία η αλήθεια, το νόημα των εννοιών ή/και οι αξίες είναι σχετικές προς ένα άτομο, μια κοινωνία, έναν πολιτισμό ή μια ιστορική περίοδο. Οι φιλόσοφοι κάνουν συχνά διάκριση ανάμεσα σε γνωσιολογικό, εννοιολογικό και ηθικό σχετικισμό.

Σημειολογία/Σημειωτική: H θεωρία των σημείων. H Σημειολογία διερευνά τα γλωσσικά συστήματα. O Πηρς και ο Σωσύρ διατύπωσαν τις τρεις ουσιώδεις δυνατότητες αναφοράς για τα σημεία: 1) συντακτική: οι σχέσεις των σημείων μεταξύ τους’ 2) σημαντική: η σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου- 3) ερμηνευτική/ πραγματική: η σχέση γλωσσικού σημείου και ερμηνεύοντος.

Σκεπτικισμός: O φιλοσοφικός Σκεπτικισμός δημιουργεί καθολική ή μερική αμφιβολία για τη δυνατότητα απόκτησης αληθινής γνώσης. Εκτός από τους σοφιστές Πρωταγόρα και Γοργία, στους πιο γνωστούς σκεπτικούς συγκαταλέγεται ο Πύρρων ο Ηλείος. O ηθικός Σκεπτικισμός του αρνούνταν κάθε αξιολογική κρίση, επειδή πίστευε ότι στην αλήθεια τίποτα δεν μπορεί να είναι δίκαιο ή άδικο.

Σοφιστές: Αρχικά, ο όρος «σοφιστής» σήμαινε αυτόν που αγωνιζόταν να αποκτήσει σοφία. Τον 5ο αιώνα π.X., ο όρος χρησιμοποιήθηκε για μια ομάδα Ελλήνων φιλοσόφων (μεταξύ αυτών, ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Ιππίας) που ως περιπλανώμενοι δάσκαλοι δίδασκαν φιλοσοφία και ρητορική, κατά κανόνα επ’ αμοιβή.

Στωικοί: Σχολή φιλοσοφίας που ίδρυσε το 300 π.X. ο Ζήνων ο Κιτιεύς και πήρε το όνομα της από κάποια Στοά δίπλα στην αθηναϊκή αγορά, όπου συνήθως γίνονταν οι συναντήσεις. Οι στωικοί πίστευαν ότι το γίγνεσθαι και η φθορά του κόσμου ήταν κάτι προκαθορισμένο σύμφωνα με το σχέδιο του θεϊκού λόγου. To ιδανικό τους ήταν να διάγει ο άνθρωπος λογικό βίο σε συμφωνία με τη φύση, απαλλαγμένο από πάθη και συναισθήματα.

Συλλογιστική: Σύστημα κανόνων για τυπικά λογικά συμπεράσματα που το καθιέρωσε ο Αριστοτέλης και το ανέπτυξαν οι σχολαστικοί. H συλλογιστική εξετάζει τι είδους έγκυρα συμπεράσματα υπάρχουν. O συλλογισμός συνίσταται από τουλάχιστον δύο προκείμενες και ένα συμπέρασμα. H διάκριση ανάμεσα σε ποιότητα και ποσότητα επιφέρει τα τέσσερα δυνατά είδη προκείμενης: γενική καταφατική (όλα τα χ είναι ψ), τη γενική αποφατική (κανένα χ δεν είναι ψ) τη μερική καταφατική (μερικά χ είναι ψ) και τη μερική αποφατική (μερικά χ δεν είναι ψ).

Συνείδηση/ Συνειδητότητα: H επίγνωση της (πνευματικής ή νοητικής) ύπαρξης του ανθρώπου. O όρος είναι κατανοητώς ποικιλοτρόπως από τους φιλοσόφους, αλλά γενικά σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να συλλαμβάνει αντικείμενα με το νου. Περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο της αισθητηριακής αντίληψης, τα αισθήματα, τα συναισθήματα, τη βούληση και τη σκέψη. O όρος οφείλει τη σημερινή του έννοια στον Καρτέσιο- στη Μεθοδική Αμφιβολία του, συνείδηση είναι η επίγνωση του αμφιβάλλοντος ότι η αμφιβολία του είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Για τον Καρτέσιο αυτή η βεβαιότητα του Εγώ αποτελεί τη βάση για τις έννοιες της ύπαρξης και της γνώσης. Με την έννοια της «υπερβατολογικής συνείδησης», ο Καντ εισηγήθηκε τη σχέση ανάμεσα στην αυτεπίγνωση και στην ενότητα των αντικειμένων της εμπειρίας: το υποκείμενο έχει επίγνωση της ταυτότητας του και των μεταβαλλόμενων νοητικών καταστάσεων, αλλά και της ενότητας κάποιου αντικειμένου που μπορεί να θεαθεί με διαφορετικούς τρόπους. Για τον Καντ, η «υπερβατολογική συνείδηση» είναι η βασική προϋπόθεση για τη δυνατότητα γνώσης. H Φαινομενολογία του Χούσερλ ορίζει τη συνείδηση ως συνείδηση που κατευθύνεται πάντα προς κάποιο αντικείμενο και, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι «εμπρόθετη». Όλη η πραγματικότητα είναι έτσι μόνο στο βαθμό που σχετίζεται με μια αντιληπτή, σκεπτόμενη και ενθυμούμενη συνείδηση. Για τον Χούσερλ, ο κόσμος αντιστοιχεί στις πράξεις της συνείδησης.

Σχολαστικισμός: H φιλοσοφία των σχολών του Μεσαίωνα (9ος-13ος αι.). Για το Σχολαστικισμό, η φιλοσοφία ήταν θεραπαινίδα της θεολογίας, καθήκον της ήταν να εδραιώσει τη χριστιανική πίστη με τη βοήθεια της αριστοτελικής και της νεοπλατωνικής διδασκαλίας. Οι σχολαστικές μέθοδοι περιελάμβαναν την ανάγνωση, και το σχολιασμό του κειμένου, και κατόπιν τη συζήτηση, κατά την οποία ελεγχόταν η ορθότητα των προτεινόμενων θέσεων μέσω συλλογισμών. H αλήθεια, σύμφωνα με τους σχολαστικούς φιλοσόφους (γνωστούς και ως «σχολαστικούς δασκάλους»), μπορούσε να βρεθεί μόνο μέσω των εκκλησιαστικών αυθεντιών.

Σχολή της Φρανκφούρτης: Σχολή σκέψης που ενδιαφέρεται για την κριτική της κοινωνίας και της επιστήμης, και ονομάστηκε έτσι από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας που ιδρύθηκε εκείτο 1923. O Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ, που υπήρξαν μέλη της, με την «κριτική θεωρία» τους σχετίζονται με το πρόγραμμα ανάλυσης των κοινωνικών δομών της εξουσίας. Με τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο αποκάλυψαν τη συγκεκαλυμμένη επιδίωξη της εξουσίας από το Διαφωτισμό και τη στροφή του προς το μύθο, θεωρώντας συγχρόνως την ίδια τους τη θεωρία αποτέλεσμα της τυφλότητας που επέβαλε ο Διαφωτισμός. O Μαρκούζε και ο Χάμπερμας ανήκαν επίσης στην παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης.

Ταυτολογία. Στη νεότερη λογική ταυτολογία είναι μια συνθέτη πρόταση που είναι πάντοτε αληθής λόγω της δομής της, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψευδός των προτάσεων που την αποτελούν. Προτάσεις που αντίστοιχα είναι πάντοτε ψευδείς λέγονται (αυτό-)αντιφάσεις. Τελολογία: H θεωρία ότι τα συμβάντα, οι ανθρώπινες πράξεις, οι ιστορικές διαδικασίες και τα φυσικά φαινόμενα έχουν όλα κάποιον σκοπό (τέλος). Ενώ για τον Ηράκλειτο ο λόγος και για τον Πλάτωνα οι ιδέες είναι ο υπέρτατος σκοπός ή στόχος, ο Αριστοτέλης και οι σχολαστικοί πίστευαν ότι τα πράγματα περιέχουν μέσα τους το σκοπό ή το στόχο τους.

Υ-Φ-Ω

Υλισμός. Η θέση σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι η μοναδική πραγματικότητα στην οποία ανάγονται όλα τα άλλα (γνώση, ιδεολογία, συνείδηση). Αντίθετες έννοιες του υλισμού είναι η αϋλοκρατία, ο σπιριτουαλισμός, ο ιδεαλισμός. Ο Υλισμός είναι η φιλοσοφική θεωρία σχετικά με την ύλη (ή τις υλικές διαδικασίες) ως βασική αιτία όλης της ύπαρξης και όλων των φαινομένων της συνείδησης. Πάτους υλιστές, η ύλη είναι η μόνη καθολική ουσία. Όλες οι εξηγήσεις μπορούν να αναφέρονται στους επιστημονικούς νόμους σχετικά με την ύλη. Στην κλασική αρχαιότητα, οι ατομικοί φιλόσοφοι (Δημόκριτος, Επίκουρος, Λεύκιππος) ήταν οι πρώτοι υλιστές. O Υλισμός λαμβάνει νέα ώθηση στο Διαφωτισμό από τον Ντιντερό, τον Λα Μετρί και τον Ολμπάκ. O Μαρξ αντιλαμβανόταν τον Υλισμό διαφορετικά, θεωρούσε ότι η ύπαρξη και η συνείδηση έχουν διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, δια της οποίας η ανθρώπινη συνείδηση είναι πρωτίστως προϊόν της ανθρώπινης υλικής ύπαρξης, δηλαδή της διαδικασίας παραγωγής στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι κάθε στιγμή.

Υπαρξισμός. Είναι η φιλοσοφία για την ύπαρξη και το είναι. O Υπαρξισμός επιδιώκει να αποκαταστήσει τη σχέση ανάμεσα στο αφηρημένως σκέπτεσθαι και στη συγκεκριμένη εμπειρία του Εγώ και του κόσμου του ατόμου. Αυτή η επίγνωση του Εγώ δημιουργείται σε οριακές καταστάσεις όπως είναι ο φόβος, η ενοχή και ο θάνατος. Οι κύριοι εκπρόσωποι του Υπαρξισμού είναι ο Κίρκεγκωρ, ο Γιάσπερς και ο Χάιντεγκερ (οντολογία). Στη Γαλλία, ο όρος «existentialisme» δηλώνει φιλοσοφικά κινήματα που, αντίθετα από την ουσιοκρατία, δέχονται το προβάδισμα της ύπαρξης έναντι της ουσίας. Στο βιβλίο To είναι και το μηδέν, ο Σαρτρ εξήγησε ότι αυτό το προβάδισμα σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, αντιμετωπίζει τον εαυτό του, εμφανίζεται στον κόσμο, και στη συνέχεια ορίζει αναλόγως τον εαυτό του. Φιλοσοφική θεωρία που πιστεύεται πως διαμορφώθηκε αρχικά μέσα από τη σκέψη του Κίρκεγκορ. Γι’ αυτήν προέχει η συγκεκριμένη ύπαρξη σε σχέση με το Είναι. Είναι η φιλοσοφία που θέτει στο κέντρο όχι πράγματα, έννοιες ή ιδέες, αλλά τον πραγματικό,ξεχωριστό άνθρωπο που υπάρχει, τον άνθρωπο ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Η υπαρξιστική παράδοση, που κατάγεται από τον Αυγουστίνο και τον Πασκάλ, οδηγεί μέσω του Νίτσε, του Γιάσπερς και του Χάιντεγκερ (που καθιέρωσε το 1927 τη λέξη "υπαρξισμός") ως τον Γάλλο Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Ο Σαρτρ θεμελίωσε τη σημαντικότερη γαλλική υπαρξιστική σχολή το 1943 με το Είναι και Μηδέν και το 1946 με το Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός. Το περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί έγινε όργανο αυτής της κατεύθυνσης. Στο κίνημα αυτό ανήκαν η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Αλμπέρ Καμύ.

Ύλη: H άμορφη πρωτογενής ουσία που ο Αριστοτέλης διέκρινε από τις δυνατότητες των μορφών που μπορούσε να πάρει. O Καρτέσιος θεωρούσε την ύλη εκτατή ουσία (res extensa) σε αντιδιαστολή προς τη σκεπτόμενη ουσία (res cogitans). Για την επιστημολογία, η ύλη είναι η πλευρά των πραγμάτων που τα οροθετεί στο χώρο, που τα κάνει αντιληπτά σώματα.

Υπερβατικός, υπερβατολογικός: Στην επιστημολογία, υπερβατολογικό είναι αυτό που υπερβαίνει τα όρια της συνείδησης και της εμπειρίας. O Καντ χρησιμοποιεί τους δύο όρους με διαφορετική σημασία· κατ’ αυτόν, κάτι είναι υπερβατικό αν είναι υπερ-αισθητό, δηλαδή υπερβαίνει την αισθητηριακή εμπειρία και μπορεί να γνωσθεί μόνο μέσω του Λόγου, π.χ. η έννοια της ελεύθερης βούλησης, της ύπαρξης του θεού και της αθανασίας της ψυχής. Χρησιμοποιεί τον όρο «υπερβατολογικός» όταν αναφέρεται στην καθαρή a pr/or/γνώση, τη βασική προϋπόθεση για να μπορούμε να γνωρίζουμε ορθολογικά και να ορίζουμε τα πράγματα έξω από κάθε αισθητηριακή εμπειρία.
Είναι ο βασικός μεθοδολογικός όρος της καντιανής γνωσιοθεωρίας. Υπερβατολογική λέγεται η γνώση που δεν ασχολείται με αντικείμενα αλλά με τον τρόπο της a priori γνώσης των αντικειμένων. Η υπερβατολογική φιλοσοφία έχει ως έργο να ερευνά αν και κατά πόσο είναι δυνατή μια γνώση α priori. Η έννοια αντιδιαστέλλεται προς εκείνη του υπερβατικού.

Υπερβατικός. Οτιδήποτε εκτείνεται πέρα από τα όρια της δυνατής εμπειρίας. Κατά τον Καντ, η υπερβατική γνώση (του θεού, της αθανασίας της ψυχής, της βαθύτερης υφής της πραγματικότητας θεωρημένης καθεαυτήν) δεν είναι δυνατή, αντίθετα με ό,τι πίστευε η παραδοσιακή μεταφυσική. Υπόσταση. Βλ. ουσία.

Φιλελευθερισμός. Η πολιτική θεωρία και ιδεολογία που δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία και στα δικαιώματα που την εκφράζουν. Εξισωτικός χαρακτηρίζεται κάθε φιλελευθερισμός που επιδιώκει τον συνδυασμό ελευθερίας και κάποιας μορφής ισότητας, ως αξίας απαραίτητης για την κοινωνική δικαιοσύνη. Φιλοσοφία του νου. Κλάδος της σύγχρονης φιλοσοφίας που ασχολείται με τα παραδοσιακά μεταφυσικά ζητήματα, τα οποία αφορούν την υφή των νοητικών φαινομένων και τη σχέση ψυχής/πνεύματος και σώματος.

Φυσιοκρατία. Η φιλοσοφική θέση σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα και οι ιδιότητες τους ανήκουν στον φυσικό κόσμο και δεν υπάρχει κάποια υπερφυσική/υπερβατική πραγματικότητα. Νόμιμες είναι μόνο εκείνες οι εξηγήσεις που ανάγονται σε τελευταία ανάλυση στις εξηγήσεις των φυσικών επιστημών. Η θέση αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν υλισμός. Ο φυσικαλισμός παρουσιάζεται ως ακραία μορφή υλισμού, που επιδιώκει την αναγωγή όλων των φαινομένων σε φαινόμενα τα οποία μελετούν οι φυσικές επιστήμες.

Φαινομενολογία: H θεωρία των φαινομένων. H Φαινομενολογία εξετάζει τα περιεχόμενα της συνείδησης, δηλαδή ρωτά πώς παρουσιάζονται τα αντικείμενα της γνώσης. O Χέγκελ αντιλαμβανόταν τη Φαινομενολογία ως τη θεωρία που εξετάζει τα διάφορα στάδια της εκδήλωσης του πνεύματος στην πορεία του προς τη γνώση: ξεκινάει από την αισθητηριακή αφέλεια και, μέσω της ηθικότητας, της τέχνης, της θρησκείας, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, φτάνει στο απόλυτο πνεύμα. Για τον Χούσερλ, η Φαινομενολογία ήταν μεθοδολογική έννοια. Σύμφωνα με το μότο της έρευνας του «Προς τα πράγματα καθεαυτό!», ο στόχος ήταν να αποκτήσει φιλοσοφική γνώση μέσα από την ανάλυση των εμπρόθετων πράξεων της συνείδησης, κοιτώντας αυτό που δίνεται στη στοχαστική-διαλογιστική ματιά (συνείδηση).

Φιλοσοφία της γλώσσας: H φιλοσοφία της γλώσσας εξετάζει τη φύση, τη λειτουργία και τις καταβολές των φυσικών γλωσσών. Με αυτό το σκοπό, εξετάζει τη συνεισφορά της γλώσσας στη σύσταση της πραγματικότητας του κόσμου και της συνείδησης. Για τη φιλοσοφία της γλώσσας, η ομιλία συνίσταται όχι μόνο στην έκφραση του περιεχομένου των σκέψεων και των αντιλήψεων που είναι ανεξάρτητες από τη γλώσσα’ αντίθετα, αυτό το περιεχόμενο είναι πάντα προεικονισμένο. Εκτός από τις βασικές έρευνες του Χούμπολτ (Humboldt) και του Χέρντερ (Herder), η φιλοσοφία της γλώσσας είναι το πεδίο έρευνας της αναλυτικής φιλοσοφίας (Ράσελ, Κάρναπ, Βιτγκενστάιν, Κουάιν).

Ωφελιμισμός. Είναι η φιλοσοφία της ωφέλειας. O Ωφελιμισμός θεωρεί μια πράξη δίκαιη, αν επιφέρει εξίσου μεγάλη ή μεγαλύτερη ωφέλεια και ευτυχία σε κάθε ενδιαφερόμενο από κάθε άλλη πράξη, ενώ τη θεωρεί άδικη, αν δεν την επιφέρει. Έτσι το 1789, ο Μπένθαμ απαίτησε «τη μεγαλύτερη ευτυχία για το μεγαλύτερο αριθμό» ανθρώπων. O Μιλ ομοίως είδε ως στόχο των ανθρωπίνων πράξεων την επίτευξη της ευτυχίας, με τη διαφορά ότι απέδιδε μεγαλύτερη αξία στις πνευματικές απολαύσεις από ό,τι στις σωματικές. Θεωρείται ότι είναι μια Ηθική Θεωρία η οποία αποβλέπει στην ηθική αποτίμηση και καθοδήγηση των πράξεων και των κανόνων που τις διέπουν. Αναπτύχθηκε από τα τέλη του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Κύριοι εισηγητές της ήταν ο Τζερεμυ Μπένθαμ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Η πρώτη συνοπτική διατύπωση των θέσεων του ωφελιμισμού έγινε από τον Μίλ: "Η θεωρία που δέχεται ως θεμέλιο της ηθικής την αρχή της ωφελιμότητας ή της μέγιστης ευτυχίας υποστηρίζει ότι οι πράξεις είναι σωστές στον βαθμό που οδηγούν στην προαγωγή της ευτυχίας και στην ευχαρίστηση και στην απουσία του πόνου, με τη δυστυχία επέρχεται ο πόνος και η στέρηση της ευτυχίας". Έτσι, οι πράξεις κρίνονται από τα αποτελέσματα τους και από το μέγεθος της ευτυχίας που προκύπτει από αυτά, ενώ στόχος είναι η μέγιστη δυνατή ευτυχία για τον μέγιστο κατά το δυνατόν αριθμό ανθρώπων. Οι κυριότερες κριτικές που δέχτηκε ο ωφελιμισμός αφορούσαν τις πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής του (διαπροσωπική μέτρηση της ωφελιμότητας νοούμενης ως μεγιστοποίησης των ηδονών), τις αδικίες που μπορεί να συνεπαγόταν η ευτυχία της πλειονότητας για τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινωνίας (λ.χ. υποτίμηση της σημασίας των ατομικών δικαιωμάτων) και τα περιορισμένα κριτήρια ηθικότητας του (τα αποτελέσματα της πράξης και της υιοθέτησης κανόνων για την πράξη, ενώ παραμερίζονται ως κριτήρια τα κίνητρα και οι σκοποί της).

ΕΠΙΣΗΣ

Α
αγνωστικισμός=είναι αδύνατη η γνώση της ουσίας των πραγμάτων
αισθησιαρχία=γνωρίζουμε την πραγματικότητα μέσω των αισθήσεων
αισθητική=φιλοσοφικός κλάδος ασχολούμενος με την τέχνη και το ωραίο
αισθητικισμός=βλέπει τον κόσμο ως αισθητικό φαινόμενο παραμερίζοντας κάθε άλλο στοιχείο, ήτοι το ωφελιμιστικό,το επιστημονικό, το θρησκευτικό κ.λ.π.
αιτιοκρατία=ο νόμος της αιτιότητας διέπει όλα τα φαινόμενα, υλικά ή πνευματικά
αιτιότητα=κάθε φαινόμενο έχει και μιαν αιτία
ακαταληψία=αποχή από κάθε κρίση για τα πράγματα
ακτιβισμός=προέχει η πρακτική δράση κι όχι η πνευματική σκέψη
αλχημεία=προσπάθεια μεταβολής των κοινών μετάλλων σε ευγενή
αμοραλισμός=απορρίπτει τις ηθικές αξίες
αναρχισμός=αρνείται κάθε εξουσία θεωρώντας την αφύσικη
ανθρωπισμός=αποβλέπει στη διαμόρφωση του ιδανικού ανθρώπου
ανθρωποκεντρισμός=θεωρεί τον άνθρωπο ως κέντρο του κόσμου
ανθρωπολογισμός=η διαμόρφωση των μεταφυσικών ιδεών είναι προ’ι’όν των φυσικών τάσεων και αναγκών των ανθρώπων π.χ. η ιδέα του θεού δεν είναι παρά η ιδανική μορφή του εαυτού τους
ανθρωπομορφισμός=αποδίδει ανθρώπινες ιδιότητες σε πράγματα ή θεούς
αντικειμενισμός=η πραγματικότητα είναι αυθύπαρκτη
αντινατουραλισμός=περιφρονεί τη φύση
αξίωμα=αυταπόδεικτη αλήθεια
αποκρυφισμός=πιστεύει σε μυστικές ή απόκρυφες δυνάμεις
απριορισμός=έμφυτες προεμπειρικές γνώσεις
ασκητισμός=περιφρονεί το σώμα που, ως ακάθαρτο, μολύνει την ψυχή
ατομισμός=προέχει το άτομο, γιατί το σύνολο δεν είναι παρά άθροισμα ατόμων
ατομοκρατία=ο κόσμος αποτελείται από άτομα, ελάχιστα σωματίδια ύλης
αυταρχία=η ανθρώπινη βούληση δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες

Β

βιταλισμός=εξηγεί το φαινόμενο της ζωής βάσει μιας βιολογικής δύναμης που ενυπάρχει σ’ όλους τους οργανισμούς
βουδισμός=η ζωή, της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι ο πόνος, μετά θάνατον ακολουθεί μιαν πορεία μετενσαρκώσεων
βουλησιοκρατία=ο κόσμος διέπεται από μιαν παγκόσμια βούληση που αποτελεί και την αρχή του κόσμου

Γ
  Δ
γίγνεσθαι=εκφράζει τη γένεση, τη μεταβολή και τη φθορά των όντων
δαιμόνιον=εσωτερική φωνή που απέτρεπε τον Σωκράτη από το κακό
δημιουργισμός=ο δημιουργός θεός τοποθετεί την ψυχή στο κυοφορούμενο έμβρυο
διαλεκτική=η αλήθεια ενός θέματος προσεγγίζεται με τη διαλογική μέθοδο
διαλεκτικός υλισμός=η κοινωνική δομή της κοινωνίας μεταβάλλεται συνεχώς λόγω της υφιστάμενης ταξικής πάλης που έχει ως αποτέλεσμα την εκτόπιση του ασθενέστερου από τον ισχυρότερο (θέση-αντίθεση-σύνθεση)
διαρχία=διακρίνει τον κόσμο σε υλικόν και πνευματικό
διαφωτισμός=ιδεολογικό κίνημα που εναντιώθηκε στο φεουδαρχικό κατεστημένο
διεθνισμός=πρεσβεύει τη συνεργασία μεταξύ των εθνών και των λαών
δογματισμός=η προσέγγιση της αλήθειας είναι εφικτή
Ε
εγκυκλοπαιδισμός=τάση για απόκτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων γνώσεων
εγωμονισμός=απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικού κόσμου και δέχεται την ύπαρξη του υποκειμένου μόνον και των παραστάσεών του
εθνικισμός=πιστεύει στην ανωτερότητα ενός έθνους ή λαού
εκλεκτικισμός=κοσμοθεωρία που συντίθεται με τη συρραφή διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων
έκσταση=η συναίσθηση ή ψευδαίσθηση ότι το άτομο αναχωρεί από τον αισθητό κόσμο και μεταβαίνει σε κάποιον άλλο
εμπειριοκριτικισμός=δέχεται το εμπειρικό στοιχείο, απορρίπτει όμως το μεταφυσικό ή απριορικό στοιχείο
εμπειρισμός=γνωρίζουμε τον κόσμο με τις αισθήσεις (εμπειρία)
εμφυτοκρατία=δέχεται την ύπαρξη εμφύτων (apriori) εννοιών και αρχών
ενθουσιασμός=συναισθηματική κατάσταση που βιώνει κανείς, όταν καταλαμβάνεται από ένα ιδανικό, μιαν ιδέα ή θεία έμπνευση
ενισμός=όλα τα όντα αποτελούνται από μία ουσία, από την ίδια ουσία
εννοιοκρατία=οι γενικές έννοιες είναι ανεξάρτητες και δεν αντιστοιχούν σε κάτι πραγματικό
ενορατισμός=η ενόραση είναι ο μοναδικός τρόπος γνώσης της πραγματικότητας
εντελέχεια=κάθε πράγμα έχει μέσα του τον σκοπό του
εξελικτισμός=τίποτε δεν μένει στάσιμο ή αμετάβλητο
επιστημονισμός=έγκυρη είναι μόνο η αλήθεια που αποδεικνύεται από τις εμπειρικές επιστήμες
επιστητό=ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης
εποικοδόμημα=ο πνευματικός πολιτισμός (εποικοδόμημα) βασίζεται στην οικονομική πραγματικότητα (βάση)
ευδαιμονισμός=ύψιστος σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία
Ζ Η Θ
ζωροαστρισμός=εκφράζει τις αντιθέσεις του κόσμου και της ζωής (ανήφορος – κατήφορος, καλό – κακό)
ηδονισμός=ύψιστο αγαθό είναι η αισθησιακή ηδονή
ηθικοκρατία=θεωρεί τις ηθικές ανώτερες απ’ όλες τις άλλες αξίες
θε’ι’σμός=ο θεός ως δημιουργός του κόσμου προνοεί γι’ αυτόν και επεμβαίνει στην πορεία του
θεονομία=ο θεός τοποθέτησε τον ηθικό νόμο στην ψυχή του ανθρώπου
θετικισμός=απορρίπτει ό,τι δεν υποπίπτει στις αισθήσεις (π.χ. ψυχή)
Ι Κ 
ιδεαλισμός=η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου εξαρτάται από μας
ιδεολογία=σύστημα αρχών και αντιλήψεων που ενστερνίζεται μια ομάδα ανθρώπων
ιρρασιοναλισμός=η γνώση αποτελεί προ’ι’όν του αλογικού στοιχείου (πίστης, ενστίκτου, ενόρασης κ.λ.π.)
κλασικισμός= τάση αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
κοινωνιολογισμός=ερμηνεύει τα πολιτιστικά φαινόμενα με βάση την ταξική δομή της κοινωνίας
κομουνισμός=καθεστώς στο οποίο τα μέσα παραγωγής και τα αγαθά είναι κοινά
κομφορμισμός=κάθε άνθρωπος συμπεριφέρεται ή σκέπτεται όπως οι άλλοι
κοσμοπολιτισμός=όλοι οι άνθρωποι αποτελούν μέλη μιας ενιαίας ανθρωπότητας
Μ
μαγεία=δέχεται ότι υπάρχουν πνεύματα, καλά ή κακά, τα οποία μπορεί να επικαλεσθεί κάποιος προς όφελος (= λευκή μαγεία) ή ζημία (μαύρη μαγεία) του συνανθρώπου του
μακρόκοσμος=με τον όρο αυτόν δηλώνεται όλο το σύμπαν (άνθρωπος=μικρόκοσμος)
μανιχα’ι’σμός=δέχεται ότι στον κόσμο διεξάγεται ένας αδιάλειπτος αγώνας μεταξύ φωτός και σύμπαντος και μεταξύ καλού και κακού
μαξιμαλισμός=η επίτευξη σκοπού με χρήση βίας
μαρξισμός=η ιστορική αναγκαιότητα θα επιβάλει τον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών κοινωνιών σε κομουνιστικές
μερισμός=χωρισμός ενός πράγματος στα μέρη από τα οποία συντίθεται
μεταφυσική=κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τα επέκεινα της φύσης (ψυχή, αθανασία ψυχής κ.λ.π.)
μετενσωμάτωση=η ψυχή μετά τον θάνατο του ανθρώπου εισέρχεται σε άλλα σώματα προγόνων ή ζώων μέχρις ότου εξαγνισθεί από τις αμαρτίες
μηδενισμός=αρνείται κάθε αξία
μικρόκοσμος=(βλέπε μακρόκοσμος)
μοιροκρατία=ο θεός (η μοίρα) κατευθύνει τον κόσμο και τον άνθρωπο κατά τη βούλησή του
μονισμός=ο κόσμος προήλθε από μία και μόνη αρχή (π.χ. κατά το Θαλή ο κόσμος προήλθε από το ύδωρ)
Ν
νατουραλισμός=όλα τα φαινόμενα, υλικά και πνευματικά, διέπονται από τους ίδιους νόμους που ισχύουν στη φύση
νοησιαρχία=γνωρίζουμε τον κόσμο με τη νόηση κι όχι με τις αισθήσεις
νομιναλισμός=οι γενικές έννοιες δεν είναι οντότητες, αλλά απλά ονόματα
νομοτέλεια=όλα τα φαινόμενα υπόκεινται σε νόμους και τείνουν προς κάποιο σκοπό
ντε’ι’σμός=ο θεός δημιούργησε τον κόσμο, αλλά δεν επεμβαίνει στην ακολουθούμενη πορεία του
ντετερμινισμός=τα φαινόμενα καθορίζονται ή περιορίζονται από εξωτερικούς παράγοντες (αιτίες)
Ο Π
οικονομισμός=ερμηνεύει τα φαινόμενα με βάση τον οικονομικό παράγοντα
ολοκρατία=το μερικό πρέπει να ερμηνεύεται από το όλο, γιατί αυτό προηγείται του μέρους
ορθολογισμός=γνωρίζουμε τον κόσμο με την νόηση κι όχι με τις αισθήσεις
παμψυχισμός=όλα τα όντα έχουν ψυχή
πανβιταλισμός=όλα τα όντα έχουν ζωή (υλοζωισμός)
πανθε’ι’σμός=ο θεός βρίσκεται μέσα στον κόσμο μας
παραδοσιοκρατία=οι πρώτες γνώσεις των ανθρώπων εμφυτεύθηκαν σ’ αυτούς από τον θεό και μεταδίδονται κληρονομικά
πιθανοκρατία=δέχεται ότι δεν υπάρχει αλήθεια, αλλά πιθανότητα αλήθειας
πνευματισμός=δέχεται την ύπαρξη πνευμάτων και τη δυνατότητα επικοινωνίας μ’ αυτά
πραγματισμός=θεωρεί αληθινό μόνο εκείνο που είναι χρήσιμο
προτυπισμός=ο κόσμος είναι η αντανάκλαση του θεού, του αρχικού προτύπου
πυρρωνισμός=η γνώση της πραγματικότητας είναι ανέφικτη
Ρ  Σ
ρεαλισμός=δέχεται ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα
ρομαντισμός=απορρίπτει τον ορθολογισμό δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα, τη φαντασία και τη μυστικοπάθεια
σκεπτικισμός=αμφιβάλλει για τη δυνατότητα της γνώσης
σοσιαλισμός=ο άνθρωπος φθάνει στην κοινωνική ευημερία με τη αλληλεγγύη και τη συναδελφικότητα κι όχι με τον ατομισμό
σπιριτουαλισμός=δέχεται την ύπαρξη πνευματικών οντοτήτων τόσο στον αισθητό κόσμο όσο και πέραν αυτού
στρουκτουραλισμός=ερευνά τη σχέση των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο
συνειδισμός=δέχεται ότι υπάρχει μόνο η συνείδηση και το περιεχόμενό της , δεν δέχεται την ύπαρξη αντικειμενικού κόσμου
σχεσιοκρατία=μπορούμε να γνωρίσουμε τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων κι όχι τα ίδια τα πράγματα
σχετικισμός=δεν δέχεται τη μία και απολυτη αλήθεια, αλλά την αλήθεια που σχετίζεται με μιαν εποχή, κοινωνία, περίσταση κ.λ.π.
Τ Υ
τελειοκρατία=σκοπός του ανθρώπου είναι να φθάσει στην τελειότητα, στο υπέρτατο ιδανικό
υλισμός=δέχεται την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας που δομείται από την ύλη, δεν δέχεται όμως την ύπαρξη πνευματικών οντοτήτων
υλοζωισμός=(βλέπε πανβιταλισμός)
υλομορφισμός=τα όντα αποτελούνται από ύλη και μορφή
υλοψυχισμός=(βλέπε πανψυχισμός)
υποκειμενισμός=δεν υπάρχει αντικειμενική, αλλά μόνο υποκειμενική αλήθεια
Φ
φετιχισμός=στα πράγματα ενυπάρχει μια υπερφυσική ή μαγική δύναμη, η οποία αποτελεί αντικείμενο λατρείας
φιλοσοφισμός=θεωρεί τη φιλοσοφία αυτάρκη και τη σχέση της με τις επιστήμες εντελώς περιττή
φορμαλισμός=η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στη μορφή κι όχι στο περιεχόμενο
φουνταμενταλισμός ή φονταμενταλισμός=έντονη προσπάθεια για διατήρηση των παραδόσεων
Χ Ω
χριστιανισμός=η εξ αποκαλύψεως θρησκεία της οποίας τα κηρύγματα ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης σοφίας. Η προτροπή π.χ. “αγάπα τον εχθρό σου” δεν θα μπορούσε να βγει από ανθρώπινο στόμα αλλά μόνο από θε’ι’κά χείλη
ωφελιμισμός=οι ανθρώπινες πράξεις πρέπει να αποβλέπουν στο ωφέλιμο ή στο πρακτικώς χρήσιμο