Το ότι οι άνθρωποι -αλλά και τα περισσότερα ανώτερα θηλαστικά- είναι ικανοί να αντιλαμβάνονται, να συναισθάνονται και να βιώνουν τα αισθήματα της χαράς ή του πόνου που αισθάνεται ένα τρίτο πρόσωπο είναι μια κοινότοπη διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία.
Λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η κατανόηση των νευροεγκεφαλικών μηχανισμών στις οποίες βασίζεται και των βιοψυχολογικών αναγκών που ικανοποιεί αυτή η σχεδόν μαγική ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε, και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο, τις εσωτερικές και προσωπικές εμπειρίες των άλλων. Αυτή η αδιαφανής και μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένη βιολογική μας ικανότητα, η οποία περιγράφεται από τους ειδικούς ως «ενσυναίσθηση», αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης των νευροεπιστημών. Χάρη σε αυτόν τον διεπιστημονικό τομέα έρευνας -που περιλαμβάνει τη νευρολογία, τη νευροβιολογία, τη νευροψυχολογία και κάποιες γνωσιακές επιστήμες- αρχίζουμε να κατανοούμε τις νευροφυσιολογικές προϋποθέσεις και τις ψυχοβιολογικές λειτουργίες του φαινομένου της ενσυναίσθησης.
Αν, όπως επιβεβαιώνουν οι πιο πρόσφατες έρευνες, η «ενσυναίσθηση», δηλαδή η μη συνειδητή και συνεπώς η μη λεκτική ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε νοητικά τα προσωπικά βιώματα των συνανθρώπων μας, αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις όχι μόνο της κοινωνικής μας ζωής, αλλά και της βιολογικής επιβίωσής μας ως κοινωνικών όντων, τότε θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μας: να είναι δηλαδή εγγεγραμμένη στα λειτουργικά νευρωνικά κυκλώματα της πολύπλοκης μηχανής του νου που βρίσκεται μέσα στο κρανίο μας.
Ολα τα ευγενή μας συναισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη και ο έρωτας- εξαρτώνται από αυτή την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του είδους μας για ενσυναίσθηση. Για παράδειγμα, η Μαρία, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι τριών ετών, βρίσκεται στην παιδική χαρά και βλέπει τον Γιώργο, ένα άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαραχτικά επειδή έπεσε από την κούνια. Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει κι αυτή τα κλάματα και αμέσως μετά να του προσφέρει την αγαπημένη της κούκλα για να τον παρηγορήσει. Και θα ήταν μεγάλο σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες εκδηλώσεις ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων αφορούν μόνο τα νήπια. Πώς όμως θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτή την ευχέρεια των περισσότερων ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να βιώνουν οι ίδιοι τις εμπειρίες και τα συναισθήματα των άλλων;
Οι σημερινοί νευροεπιστήμονες και οι εξελικτικοί ψυχολόγοι υιοθέτησαν την έννοια «empathy», η οποία ορθά αποδίδεται στα ελληνικά ως «ενσυναίσθηση» και όχι βέβαια ως «εμπάθεια» ή ως «συμπάθεια», έννοιες που έχουν εντελώς διαφορετική σημασία. Στην προσπάθειά μας να ορίσουμε αυτή τη μάλλον ασαφή και σκοτεινή έννοια ανατρέξαμε σε ένα σύγχρονο Λεξικό Ψυχολογίας. Εκεί βρήκαμε τον ακόλουθο ορισμό: «Η ικανότητα ενός ατόμου να κατανοεί και να συμμερίζεται τα συναισθήματα, τις σκέψεις, και τις ανησυχίες ενός άλλου ανθρώπου “σαν να” ήταν αυτός ο άλλος, διατηρώντας όμως την ακεραιότητά του» (βλ. Λεξικό Ψυχολογίας, εκδ. Τόπος, 2008). Μολονότι, σχετικά ακριβής, αυτός ο ορισμός περιορίζει την ενσυναίσθηση σε ένα τυπικά ανθρώπινο ψυχολογικό φαινόμενο, παραβλέποντας το γεγονός ότι έχει συχνά διαπιστωθεί σε όλα τα ανώτερα θηλαστικά· και επιπλέον παραλείπει κάθε αναφορά στο πώς αυτή η νοητική λειτουργία αναδύεται πάντα μέσα από συγκεκριμένους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς.
Τα μολυσματικά συναισθήματα
Για να κατανοήσουμε πώς η σύγχρονη νευροεπιστήμη επιχειρεί να εξηγήσει αυτό το αινιγματικό βιο-ψυχολογικό φαινόμενο, θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά την άποψη της Frederique de Vignemont, διακεκριμένης γνωσιακής νευροψυχολόγου, η οποία έχει από καιρό επικεντρώσει τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στη μελέτη των μηχανισμών της ανθρώπινης ενσυναίσθησης του πόνου.
Οπως συστηματικά υπογραμμίζει σε πρόσφατα δημοσιευμένα κείμενά της, το συναίσθημα του πόνου είναι διττής φύσεως: πρόκειται για μια εμπειρία αισθητηριακή και ταυτόχρονα συναισθηματική. Σε ένα τυπικά νευρολογικό-αισθητηριακό επίπεδο ανάλυσης οι άνθρωποι αισθάνονται την ένταση του πόνου σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματός τους. Σχεδόν παράλληλα, σε ένα συναισθηματικό – ψυχολογικό επίπεδο ανάλυσης, ο πόνος βιώνεται ως δυσάρεστο συναίσθημα. Συνεπώς, ό,τι οι ειδικοί περιγράφουν ως η «μήτρα του πόνου» περικλείει, από νευροφυσιολογικής απόψεως, δύο διακριτά εγκεφαλικά δίκτυα που ενεργοποιούνται παράλληλα όταν πονάμε: ένα αισθητηριακό και ένα συναισθηματικό.
Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας όταν βλέπουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να σφαδάζει από τον πόνο ή ένα παιδάκι να κλαίει απαρηγόρητο; Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι όχι απλώς αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο τους, αλλά, ώς έναν βαθμό, βιώνουμε προσωπικά τον πόνο τους. Πώς όμως είναι δυνατόν να βιώνουμε ή να μοιραζόμαστε το συναίσθημα ενός άλλου προσώπου;
Η νευροεπιστήμη άρχισε να λύνει το αίνιγμα της ενσυναίσθησης
Μόνο τα τελευταία χρόνια, χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των νευροεπιστημών, αρχίζουμε να κατανοούμε τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την ανάδυση αυτών των αξιοπερίεργων «ψυχολογικών» μας ικανοτήτων. Για παράδειγμα, από τις πρωτοποριακές έρευνες πάνω στους «νευρώνες – καθρέπτες» προκύπτει ότι η θέα και μόνο του πόνου των άλλων ενεργοποιεί αυτά τα νευρωνικά κυκλώματα που μας επιτρέπουν να βιώνουμε τις συναισθηματικές συνέπειες του πόνου των άλλων μολονότι δεν ασκούνται πάνω στο σώμα μας τα «πραγματικά» αίτια του πόνου.
Χάρη σε πιο πρόσφατες νευροψυχολογικές αναλύσεις των αισθημάτων του πόνου, μεταξύ των οποίων και οι μελέτες της Frederique de Vignemont, αποσαφηνίστηκαν οι διαφορές μεταξύ της ενσυναίσθησης, της συμπάθειας και της μολυσματικής δράσης των αλγογόνων αισθημάτων. Για παράδειγμα, μόλις ο Κωστάκης εμβολιάζεται στην παιδική κλινική, αρχίζει να κλαίει. Η νοσοκόμα που του κάνει την ένεση νιώθει συμπάθεια, δηλαδή κατανοεί τι αισθάνεται το παιδί, αλλά δεν βιώνει τα αισθήματά του, διαφορετικά θα της ήταν αδύνατον να κάνει καλά τη δουλειά της! Ενώ η μητέρα του παιδιού βιώνει προσωπικά τον πόνο του Κωστάκη, χάρη στη σχέση ενσυναίσθησης που υπάρχει ανάμεσά τους. Αντίθετα, η Μαρία, η μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, στο θέαμα του αδελφού της που κλαίει σπαραχτικά, παγώνει λες και υποβάλλουν την ίδια σε εμβολιασμό. Σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για τη μολυσματική δράση του πόνου: πρόκειται για μια εγωκεντρική και σχεδόν αυτιστική αντίδραση στον πόνο των άλλων.
Ενώ η ενσυναίσθηση και η συμπάθεια αποτελούν ένα άνοιγμα στα συναισθήματα των άλλων, η μολυσματική δράση του πόνου είναι εσωστρεφής· αφού ως ψυχολογική αντίδραση επικεντρωνόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό όταν βρισκόμαστε απέναντι στον πόνο ενός τρίτου προσώπου.
Σπύρος Μανουσέλης Ελευθεροτυπία