Όταν σταματάμε να παραπονιόμαστε για τα βάσανα και συνεχίζουμε, παρά τις δυσκολίες, τον δρόμο μας, εφαρμόζουμε αυτό που στη σύγχρονη εποχή ονομάζεται «προσαρμοστικότητα».
Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που μίλησαν για προσαρμοστικότητα ήταν η ψυχολόγος Έμι Γουέρνερ, που το 1955 μελέτησε τη συμπεριφορά των παιδιών του Καουάι όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού αυτού της Χαβάης ζούσε στο κατώφλι της φτώχειας. Πολλά παιδιά μεγάλωναν στους κόλπους οικογενειών με πατέρες αλκοολικούς ή σημαδεμένους από ψυχικές παθήσεις και την ανεργία.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά που μεγάλωναν σε αντίξοες συνθήκες, η Γουέρνερ αντιλήφθηκε πως τα δύο τρίτα ανέπτυσσαν καταστροφικές ή ανεύθυνες προσωπικότητες: εφηβικές εγκυμοσύνες, εφηβικός αλκοολισμός και ανεργία στην ενήλικη ζωή. Το άλλο τρίτο όμως δεν υπέκυψε σ’ αυτό το τοξικό περιβάλλον και μπόρεσε να βρει τον δρόμο του σε προσωπικό και εργασιακό επίπεδο. Τα παιδιά αυτής της τελευταίας ομάδας ονομάστηκαν «προσαρμοστικά».
Αυτό που χαρακτηρίζει το προσαρμοστικό άτομο είναι η προσπάθειά του να προοδεύσει και να παλέψει για τους στόχους του μέσα σε εχθρικό περίγυρο. Αντί να υιοθετήσει την γκρίνια, προσπαθεί να χτίσει ένα μέλλον στα μέτρα του.
«99 Μαθήηματα σοφίας για μια ευτυχισμένη ζωή, εδώ και τώρα», Άλλαν Πέρσυ, εκδ. Πατάκη