Η ισλαμική συμβολή στην επιστήμη

Οι Άραβες μέσω των επιδρομών που έκαναν τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα αναδείχθηκαν σε μεγάλη στρατιωτική και κατακτητική δύναμη στην Μεσόγειο αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και έναν πολιτισμό στηριζόμενο στην διδασκαλία και τις αξίες του Ισλάμ. Το εύρος της αυτοκρατορίας των Αράβων σε συνδυασμό με την θρησκευτική ανεκτικότητα απέναντι σε Χριστιανούς και Εβραίους στην Βυζαντινή Ανατολή και στην Λατινική Δύση αποτέλεσαν τρόπο τινά ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους δύο χριστιανικούς κόσμους με την διάσωση, διάδοση και μεταλαμπάδευση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από το Βυζάντιο στην Δύση.islam1

«Η Ελληνική γνώση πέρασε στα χέρια των Αράβων επιστημόνων που, αφού την αφομοίωσαν, την ανέπτυξαν ακόμα περισσότερο». Οι Άραβες της Ανατολής κατά τον 9ο και 10ο αιώνα μελέτησαν και μετέφρασαν στα Αραβικά, Ελληνικά κυρίως αλλά και Περσικά και Ινδικά επιστημονικά έργα, τα οποία και διέδωσαν σε όλον τον αραβικό κόσμο. Οι Άραβες της Ισπανίας από τα μέσα του 10ου αιώνα μετέφεραν τις αραβικές μεταφράσεις όλων αυτών των έργων στη Δύση μεταφράζοντας αρχικά οι ίδιοι στα λατινικά. Μετά την αναχαίτιση των Μουσουλμάνων από την Ισπανία και την Σικελία των 11ο αιώνα «η Χριστιανική Ευρώπη έγινε κάτοχος των μεγάλων κέντρων αραβικής μάθησης» αναλαμβάνοντας το έργο της μετάφρασης με την βοήθεια Αράβων και Εβραίων.

Οι Άραβες δεν ήταν μόνο ικανοί μεταφραστές και διακινητές γνώσεων αλλά ανέπτυξαν και ίδιοι πρωτότυπη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη παρουσιάζοντας σημαντικά επιστημονικά επιτεύγματα. Σημαντικοί Άραβες επιστήμονες κατέχουν διακεκριμένο ρόλο στην Ευρωπαϊκή Επιστήμη όπως οι Αβικέννας (Ibn Sina, 980-1037) στην Ιατρική, ο Αβερρόης (Ibn Rushd, 1126-1198) στην φιλοσοφία και την αστρονομία, ο Al Farabi, ο Al Kvarizmi στα μαθηματικά ως δημιουργός της Άλγεβρας και πολλοί άλλοι. Μεταφράζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους φιλόσοφους και επιστήμονες κατανόησαν και μπόρεσαν να παράσχουν ιατρικές, θεραπευτικές και φαρμακολογικές γνώσεις. Επίσης ανέπτυξαν ναυτικές και χαρτογραφικές δεξιότητες ενώ σημαντικότερη υπήρξε η συμβολή τους στην αστρονομία. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε επίσης η ενασχόληση τους με τα μαθηματικά (αστρολάβος, άβακας, δεκαδικό σύστημα, άλγεβρα), την οπτική, ακόμα δε την μαγεία και την αλχημεία. Σύμφωνα με τον Lindberg η επένδυση των Αράβων στην μετάφραση δεν ήταν για να δημιουργήσουν γνώση με σκοπό να ωφελήσουν, αλλά ως αυτοσκοπός για την «ένταξή τους στον υψηλότερο πνευματικά πολιτισμό της εποχής τους»

Μία σημαντική ισλαμική συμβολή στην ανάπτυξη των επιστημών αναπτύχθηκε στον κλάδο της αστρονομίας που θεωρείτο και η πλέον ανεπτυγμένη επιστήμη την Μεσαιωνική εποχή. Ισλαμιστές αστρονόμοι προχώρησαν σε σημαντικές αστρονομικές μελέτες. «Στόχος πολλών Αράβων αστρονόμων, από το Ιράν ως την Ανδαλουσία, ήταν ο μετασχηματισμός του πτολεμαικού γεωκεντρικού συστήματος, χωρίς όμως να προχωρήσουν στο ηλιοκεντρικό». Στηριζόμενοι στην μελέτη της Μεγίστης Σύνταξης του Πτολεμαίου (την Αλμαγέστη κατ’ αυτούς) οι ισλαμιστές αστρονόμοι ερεύνησαν την αστρονομία, έκριναν ότι έχριζε διορθώσεων και βελτιώσεων τις οποίες και προσπάθησαν να κάνουν τόσο με την σύνταξη πλανητικών πινάκων, μελετών (σχετικά με τις κινήσεις Ήλιου-Σελήνης, με την μετάπτωση των Ισημεριών) και μοντέλων όσο και με την ανάπτυξη οργάνων παρατήρησης.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο για την υλοποίηση αυτού του μετασχηματισμού όπως παρατηρεί και ο Ασημακόπουλος υπήρξε το γεγονός ότι οι Άραβες χρησιμοποίησαν παρατηρησιακά δεδομένα προκειμένου να το επιτύχουν, ακριβώς όπως και ο Κοπέρνικος (1473-1543) χρόνια αργότερα. Κύριος εκπρόσωπος της προσπάθειας αυτής ήταν Αβερρόης, που έγινε γνωστός στον δυτικό κόσμο λόγω του σχολιασμού που έκανε στα έργα του Αριστοτέλη. Ο Αβερρόης προσπάθησε ανεπιτυχώς να λύσει το πρόβλημα της πραγματικής κίνησης των πλανητών ακολουθώντας την μεθοδολογία του σχολιασμού των κειμένων του Αριστοτέλη αλλά και χρησιμοποιώντας παρατηρησιακά δεδομένα.

Η αποτυχία του Αβερρόη αλλά και άλλων Αράβων φιλοσόφων να προχωρήσουν να προχωρήσουν στις επιστήμες έχει να κάνει κυρίως με τις απαγορεύσεις, τους φραγμούς που έθετε η ισλαμική θρησκεία σε οτιδήποτε δεν συμβάλει στην διάδοση της. Τα ιδρύματα ανώτατης παιδείας στο Ισλάμ, τα madras, τα οποία είναι θρησκευτικά ιδρύματα, δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε αυτόνομους θεσμούς, όντας μόνιμα κηδεμονευμένοι από τις θρησκευτικές αρχές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επίσημο πρόγραμμα σπουδών που να προάγει τις επιστήμες. Ο Ασημακόπουλος παρουσιάζει και άλλη μία αδυναμία του ισλαμικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ηδιδασκαλία στηριζόταν στην ανάπτυξη επιχειρηματολογίας με σκοπό την κατάδειξη αδυναμιών και όχι στην παραγωγή γόνιμων και νέων συνθέσεων κάτι που συνέβη με τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, «που αναντίρρητα ήταν η πιο σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα».

[1] Guedj D.,Το θεώρημα του παπαγάλου, μτφρ. Μιχαηλίδης Τ., Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999, σ. 99

[2] Grant E., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Σαρίκας Ζ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004, σ.22.

[3] Lindberg D., Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Μαρκολέφας Η., Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2003, σ.242

[4] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Η Ιστορία και η θεωρία των Επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ.53

[5] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ο.π

[6] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ο.π

[7] Nicholas D., H εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, μτφρ. Μ. Τζιανζτή, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 500

Πηγή