Νικολό Μακιαβέλι: Η διαδρομή του

Ο Μακιαβέλι, φλωρεντίνος πολιτικός και και στοχαστής, αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της πολιτικής ιστορίας, ενώ το εξαιρετικό εγχειρίδιό του ο Ηγεμών, η απλή, ρεαλιστική πραγματεία για την πολιτική συμπεριφορά και την εφαρμογή της εξουσίας, με το πέρασμα των αιώνων, έχει αντιμετωπιστεί ποικιλοτρόπως.

Ο Νικολό Μακιαβέλι θεωρείται μία από τις μεγάλες μορφές σύγχρονων αναλυτών της πολιτικής εξουσίας. Η εξέλιξη της προσωπικότητάς του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην οικογένειά του. Ο πατέρας του, Bernardo ήταν δικηγόρος και είχε μια μικρή προσωπική βιβλιοθήκη που περιελάμβανε βιβλία από την ελληνική και ρωμαϊκή φιλοσοφία και μεγάλο αριθμό βιβλίων για την ιταλική ιστορία, κάτι που δεν άφησε ασυγκίνητο το νεαρό Νικολό και του έδωσε την ευκαιρία να λάβει μια καλή μόρφωση. Ο πατέρας του πέθανε το 1500, ενώ η μητέρα του Nelly Bartolomea είχε πεθάνει το 1496.

Ως στοχαστής, ο Μακιαβέλι ανήκε σε μια ολόκληρη σχολή διανοουμένων της Φλωρεντίας που ασχολούνταν με την εξέταση των πολιτικών και ιστορικών προβλημάτων.

Τα πολιτικά γραπτά του Μακιαβέλι έγιναν ευρύτερα γνωστά κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Το 1564 θεωρήθηκαν επικίνδυνα και μπήκαν στον κατάλογο της Εκκλησίας με τα επισήμως απαγορευμένα βιβλία. Τα γνωστότερα έργα του είναι: Discorsi Sopra La Prima Deca Di Tito Livio (1531), η Mandrake (1528) ένα σατιρικό έργο και ο Ηγεμών (1532, Il Principe), σύμφωνα με το οποίο όλα τα μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να διατηρηθεί η εξουσία.

Το βιβλίο του ο Ηγεμών καταδικάστηκε από τον Πάπα και οι απόψεις του δημιούργησαν το μακιαβελικό επίθετο που είναι συνώνυμο με τους πολιτικούς ελιγμούς που χαρακτηρίζονται από πονηριά, διπροσωπία ή κακή πίστη. Το βιβλίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αυτή η ερμηνεία της σκέψης του Μακιαβέλι είναι τώρα υπό αμφισβήτηση με το αιτιολογικό ότι δεν λαμβάνει υπόψη κανένα άλλο έργο του εκτός από τον Ηγεμόνα, ενώ δεν συνεκτιμάται η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία, όταν συντάχθηκε το έργο.

Ζωή και σταδιοδρομία

Ο Μακιαβέλι γεννήθηκε στη Φλωρεντία σε μια αρκετά γνωστή, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα εύπορη, μεσοαστική οικογένεια της οποίας τα μέλη κατείχαν παραδοσιακά σημαντικές θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αν και ένα μικρό μόνο μέρος από τα νεανικά του χρόνια έχει καταγραφεί, είναι γνωστό ότι ως παιδί, ο Μακιαβέλι διδάχτηκε λατινικά και γρήγορα έγινε εξαιρετικός μεταφραστής των αρχαίων κλασσικών.

Σε νεαρή ηλικία έγινε μαθητής του φημισμένου δασκάλου Λατινικών, Paolo da Ronciglione. Πιθανολογείται ότι φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, και μια σύντομη ματιά στην προσωπικότητά του, αποκαλύπτει ότι έλαβε μια εξαιρετική παιδεία επάνω στις ανθρωπιστικές σπουδές.

Από την είσοδο του στη δημόσια ζωή, με το διορισμό του ως δεύτερου καγκελαρίου της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας, αρχίζουμε να σχηματίζουμε μια πλήρη και ακριβή εικόνα για τη ζωή του. Για τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια, ο Μακιαβέλι συμμετέχει σε έντονες διπλωματικές δραστηριότητες για λογαριασμό της Φλωρεντίας, και ταξιδεύει προς τα μεγάλα κέντρα της Ιταλίας, καθώς και στο βασιλικό δικαστήριο της Γαλλίας. Έχουμε πλήθος επιστολών και περιστασιακά γραπτά που μαρτυρούν τις πολιτικές του υποχρεώσεις, καθώς και το ιδιαίτερο ταλέντο που είχε σε αναλύσεις προσωπικοτήτων και θεσμών.

Η Φλωρεντία βρισκόταν υπό την καθοδήγηση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης από το 1484, όταν η οικογένεια των Μεδίκων και οι υποστηρικτές τους είχαν εκδιωχθεί από την εξουσία. Στο διάστημα αυτό, ο Μακιαβέλι είχε εξέχοντα ρόλο δίπλα στον υπουργό Piero Soderini. Το 1512, ωστόσο, με τη βοήθεια των ισπανικών στρατευμάτων, οι Μεδίκοι νίκησαν τις ένοπλες δυνάμεις της δημοκρατικής κυβέρνησης και την διέλυσαν. Ο Μακιαβέλι ήταν άμεσο θύμα της αλλαγής του πολιτικού καθεστώτος: είχε τοποθετηθεί αρχικά σε ένα είδος εσωτερικής εξορίας και, όταν υπήρξε υπόνοια ότι συνωμοτεί εναντίον των Μεδίκων το 1513, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για αρκετές εβδομάδες. Η απομάκρυνσή του από το πολιτικό σκηνικό τον βρήκε στο αγρόκτημα του έξω από τη Φλωρεντία και τον έκανε να στραφεί προς τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις και να γράψει λογοτεχνικές πραγματείες αλλά και θεατρικά έργα.

Ο «Ηγεμόνας»

Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Μακιαβέλι καταπιάστηκε με τη συγγραφή ήταν η ελπίδα του ότι τα βιβλία του θα τον βοηθούσαν να επανέλθει στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας. Αυτόν τον σκοπό ο Μακιαβέλι δεν τον πέτυχε, αλλά ένα τουλάχιστον από αυτά τα έργα ξεπέρασε κατά πολύ τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες του συγγραφέα του και του χάρισε την αθανασία. Ο Ηγεμόνας (Il principe), που γράφτηκε το 1513, επρόκειτο, τους κατοπινούς αιώνες, να καταστεί το εγκόλπιο αμέτρητων πολιτικών ανδρών αλλά και στοχαστών γενικότερα και να ασκήσει βαθιά επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις όλων των εποχών.

Ο Ηγεμών ήταν προϊόν μιας ιδιάζουσας κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο συγγραφέας του, ο οποίος μεταξύ άλλων, επεδίωκε να ανακτήσει την θέση του και την επιρροή που ασκούσε στην κυβέρνηση της Φλωρεντίας. Εξάλλου πολλοί από τους συναδέλφους του στη δημοκρατική κυβέρνηση είχαν επιστρέψει στις υπηρεσίες τους και υπό την εξουσία των Μεδίκων. Αρχικά ο Ηγεμών γράφτηκε για να παρουσιαστεί στον Giuliano de΄Medici που μπορούσε πιθανότητα να κατανοήσει την αξία ενός τέτοιου έργου αλλά ύστερα από το θάνατό του το βιβλίο πήγε στα χέρια του Lorenzo de΄Medici, ο οποίος δεν φαίνεται να ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το περιεχόμενό του, όταν ήρθε στα χέρια του το 1516.

Πιστεύοντας ότι «τον κόσμο τον κατοικούσαν πάντοτε ανθρώπινες υπάρξεις που είχαν πάντοτε τα ίδια πάθη», ο Μακιαβέλι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από την Ιστορία και από την επικαιρότητα ήταν δυνατόν να εξαχθούν γενικοί κανόνες πολιτικής επιστήμης, οι οποίοι θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους πολιτικούς άνδρες στην επιδίωξη των σκοπών τους. Αδιαφορώντας για λεπτομέρειες που τις θεωρούσε άχρηστες, ο Μακιαβέλι εισήγαγε νέα, ρεαλιστική κατανόηση του ψυχολογικού παράγοντα και των άλλων δυνάμεων που λειτουργούν στην πολιτική. «Το χάσμα ανάμεσα στο πώς θα έπρεπε να ζει κανείς και στο πώς πραγματικά ζει» έγραφε ο Μακιαβέλι «είναι τόσο μεγάλο, ώστε ο άνθρωπος που αμελεί αυτό που πραγματικά γίνεται προς χάριν αυτού που θα έπρεπε να γίνεται παίρνει τον δρόμο προς την αυτοκαταστροφή και όχι προς την αυτοσυντήρηση». Επιτυχημένος ηγεμόνας, κατά τον Μακιαβέλι, είναι ο προικισμένος με αρετή (virtu, με τη σημασία της δύναμης και της ικανότητας προσαρμογής) και αυτός που ξέρει να αδράχνει τις ευκαιρίες που του προσφέρει η τύχη. Ο επιτυχημένος ηγεμόνας καθοδηγείται όχι από το θρησκευτικό δόγμα ή από τα ηθικά παραγγέλματα, αλλά από την αυστηρά ωφελιμιστική επιλογή των μέσων που είναι κατάλληλα για τους σκοπούς του. Μπορεί να χειραγωγεί τους νόμους που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά και να διαμορφώνει την πορεία των γεγονότων, σύμφωνα με τα σχέδιά του.

Πρότυπο ο Καίσαρ Βοργίας

Πρότυπο του Μακιαβέλι για τον Ηγεμόνα του υπήρξε ο Καίσαρ Βοργίας, ο μισητός σε όλη την Ιταλία διοικητής των παπικών στρατευμάτων, ο θεωρούμενος τέρας λαγνείας και σκληρότητας. Ο Μακιαβέλι τον είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια διπλωματικών αποστολών (1502-1503), την εποχή που ο Καίσαρ Βοργίας προσπαθούσε, με τη βοήθεια του πάπα Αλεξάνδρου Στ´, του οποίου ήταν νόθος γιος, να δημιουργήσει δικό του πριγκιπάτο στην Κεντρική Ιταλία. Ο Μακιαβέλι βρισκόταν στη Σενιγκάλια, όταν ο Καίσαρ Βοργίας διέπραξε το στυγερότερο από τα εγκλήματα που του αποδίδονταν, δολοφονώντας τους αντιπάλους του, που τους είχε καλέσει εκεί με το πρόσχημα ότι ήθελε να συμφιλιωθεί μαζί τους.

Ο Ηγεμόνας απέκτησε θερμούς θαυμαστές, μεταξύ των οποίων πολλές ιστορικές προσωπικότητες όλων των εποχών, όπως ο Ερρίκος H´ ή ο Ζαν-Ζακ Ρουσό αλλά και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Επέσυρε όμως και σφοδρές επικρίσεις για κυνισμό, καιροσκοπισμό και πανουργία, και οι κατακριτέες απόψεις αυτού του βιβλίου συμπυκνώνονται στον τόσο αρνητικό όρο μακιαβελισμός, τον οποίο έπλασαν οι Γάλλοι και με τον οποίο κανένας πολιτικός δεν θα ήθελε να τον συσχετίζουν. Ο Ηγεμόνας περιλήφθηκε στον Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Το 1520, έχοντας εξασφαλίσει την προστασία του καρδιναλίου Ιουλίου των Μεδίκων (κατοπινού πάπα Κλήμεντος Z´), ο Μακιαβέλι άρχισε πάλι να υπηρετεί σε δημόσιες θέσεις. Οι θέσεις αυτές δεν ήταν σπουδαίες, αλλά ήταν αρκετές για να τον κάνουν ανεπιθύμητο, ως συνεργάτη των Μεδίκων αυτή τη φορά, στους δημοκράτες που τους ανέτρεψαν τον Μάιο του 1527. Απογοητευμένος όσο ποτέ, ο Μακιαβέλι ύστερα από έναν μήνα πέθανε στη Φλωρεντία από πάθηση του στομάχου.

www.capital.gr – Βήμα