Όσκαρ Ουάιλντ: Ο αφοσιωμένος φίλος

Υπόθεση του κειμένου: Ο μικρούλης Χανς νιώθει ευτυχισμένος φροντίζοντας τον κήπο του και έχοντας ως καλύτερο φίλο του έναν πλούσιο μυλωνά. Ο μυλωνάς όμως εκμεταλλεύεται τον αφελή Χανς, που τον υποχρεώνει να του κάνει διάφορες δουλειές και ο ίδιος δεν του προσφέρει τίποτα παρά μόνο θεωρίες για τη φιλία. Ένα βράδυ με κακοκαιρία, ο μυλωνάς στέλνει τον Χανς χωρίς φανάρι να ειδοποιήσει το γιατρό, γιατί το παιδί του αρρώστησε και ο Χανς στο γυρισμό πνίγηκε. Στην κηδεία ο μυλωνάς έμεινε τελείως ασυγκίνητος, αν και ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για το τραγικό ατύχημα.

img10_11

Κάποιο πρωί, ένας γέρος Νεροπόντικας ξεμύτισε από τη φωλιά του. Είχε δυο λαμπερά μάτια σαν χάντρες και σκληρά γκρι μουστάκια, ενώ η ουρά του έμοιαζε περισσότερο με τρυπάνι. Τα παπάκια που κολυμπούσαν στη λίμνη έμοιαζαν με σμήνος κίτρινων καναρινιών, ενώ η μητέρα τους, που ήταν ολόλευκη με κόκκινα πόδια, τα μάθαινε πώς να κολυμπούν στο νερό με το κεφάλι ψηλά.

«Δεν θα σας δεχθούν ποτέ στην υψηλή κοινωνία, αν δεν μάθετε να κολυμπάτε με το κεφάλι ψηλά», έλεγε συνεχώς η μητέρα τους, δείχνοντάς τους πώς να το κάνουν σωστά.

Αλλά τα παπάκια δεν της έδιναν καμία σημασία. Ήταν τόσο μικρά και δεν καταλάβαιναν καν τη σημασία του να είναι κανείς μέλος της κοινωνίας.

«Τι ανυπάκουα παιδιά!», είπε ο γέρος Νεροπόντικας. «Τους αξίζει πραγματικά να πνιγούν».

«Αυτό που λες δεν είναι σωστό», αποκρίθηκε η μαμά Πάπια. «Ο καθένας πρέπει να κάνει μια αρχή και οι γονείς πρέπει να έχουν υπομονή».

«Α, εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από αισθήματα γονιών», είπε ο Νεροπόντικας. «Δεν είμαι βλέπεις, οικογενειακός τύπος. Εδώ που τα λέμε, δεν παντρεύτηκα ποτέ και ούτε σκοπεύω να το κάνω. Καλή είναι η αγάπη, αλλά η φιλία είναι καλύτερη. Και μάλιστα, δεν ξέρω τίποτα σε ολόκληρο τον κόσμο που να είναι τόσο ευγενικό ή σπάνιο όσο μια πιστή φιλία».

«Και ποιες πιστεύεις ότι είναι οι υποχρεώσεις ενός πιστού φίλου;» ρώτησε ένας πράσινος Σπίνος που καθόταν σε μια ιτιά και άκουγε τη συζήτηση.

«Ναι, αυτό ακριβώς θέλω να μάθω κι εγώ», είπε η Πάπια και κολύμπησε μέχρι την άκρη της λίμνης με το κεφάλι ψηλά, ώστε να δίνει και το καλό παράδειγμα στα παιδιά της.

«Τι χαζή ερώτηση!» φώναξε ο Νεροπόντικας. «Αυτό που περιμένω από τον πιστό μου φίλο είναι να είναι πλήρως αφοσιωμένος σ’ εμένα φυσικά».

«Κι εσύ τι θα δώσεις γι’ αντάλλαγμα;» ρώτησε το μικρό πουλάκι, ταλαντευόμενο σ’ ένα ασημένιο δαχτυλίδι και χτυπώντας τα μικρά φτερά του.

«Δεν σε καταλαβαίνω», απάντησε ο Νεροπόντικας.

«Θα σου διηγηθώ μια ιστορία για να καταλάβεις τι εννοώ», απάντησε ο Σπίνος.

«Είναι μια ιστορία για μένα;» ρώτησε ο Νεροπόντικας. «Αν ναι, θα ήθελα πολύ να την ακούσω γιατί μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια».

«Είναι κατάλληλη για σένα», απάντησε ο Σπίνος. Και με ένα πέταγμα προσγειώθηκε στην όχθη της λίμνης και άρχισε να διηγείται την ιστορία του Αφοσιωμένου Φίλου.

«Μια φορά κι έναν καιρό», ξεκίνησε να λέει ο Σπίνος, «ζούσε ένας καλός και τίμιος άνθρωπος που τον έλεγαν Χανς».

«Είχε κάτι το ιδιαίτερο;» ρώτησε ο Νεροπόντικας.

«Όχι», απάντησε ο Σπίνος, «νομίζω ότι δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, πέρα από την καλή του καρδιά και το γελαστό, στρογγυλό πρόσωπό του. Ζούσε μόνος του σ’ ένα πολύ μικρό σπιτάκι στην εξοχή και κάθε μέρα δούλευε στον κήπο του. Σ’ όλη την εξοχή δεν υπήρχε κήπος τόσο όμορφος όσο ο δικός του. Εκεί άνθιζαν γαρύφαλλα διαφόρων ποικιλιών, ραδίκια και μαργαρίτες.

Υπήρχαν επίσης κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα, λιλά κρόκοι και βιολέτες χρυσές, μωβ και λευκές. Κολομβίνες και λευκά ανθάκια, μαντζουράνες και άγριος βασιλικός, πασχαλίτσες και το λουλούδι του φωτός, ασφόδελοι και νάρκισσοι άνθιζαν και ωρίμαζαν με τον ρυθμό τους καθώς περνούσαν οι μήνες, παίρνοντας το κάθε λουλούδι τη θέση του άλλου, έτσι ώστε υπήρχαν πάντα όμορφα πράγματα για να δεις και ευχάριστες μυρωδιές για να μυρίσεις.

Ο μικρός Χανς είχε πολλούς καλούς φίλους, αλλά ο πιο αφοσιωμένος ήταν ο μεγαλόσωμος Χιου, ο Μυλωνάς. Μάλιστα, ο πλούσιος Μυλωνάς ήταν τόσο αφοσιωμένος στον μικρό Χανς, ώστε δεν υπήρχε μέρα που να περάσει από τον παραμυθένιο κήπο και να μη φύγει με μια μεγάλη ανθοδέσμη ή με μια χούφτα γλυκά βότανα ή δίχως να γεμίσει τις τσέπες του με δαμάσκηνα και κεράσια, αν ήταν η περίοδος καρποφορίας.

«Οι αληθινοί φίλοι πρέπει να μοιράζονται τα πάντα» συνήθιζε να λέει ο Μυλωνάς, ενώ ο μικρός Χανς συμφωνούσε και χαμογελούσε και ένιωθε πολύ περήφανος που είχε έναν φίλο με τόσο ευγενείς ιδέες. Καμιά φορά, βέβαια, οι γείτονες παραξενεύονταν που ο πλούσιος Μυλωνάς δεν έδινε ποτέ τίποτα στον μικρό Χανς ως αντάλλαγμα, γιατί ήξεραν ότι έχει πάνω από εκατό σακιά αλεύρι αποθηκευμένα στον μύλο του και έξι παχουλές αγελάδες και ένα μεγάλο κοπάδι με μαλλιαρά πρόβατα. Ο Χανς όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά. Αυτό που του έδινε μεγαλύτερη χαρά ήταν να ακούει τον φίλο του να μιλάει για
την ανιδιοτέλεια της αληθινής φιλίας.

Κάθε μέρα λοιπόν ο μικρός Χανς δούλευε στον κήπο του. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, του καλοκαιριού και του φθινοπώρου ήταν πολύ ευτυχισμένος. Όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας, δεν είχε φρούτα ή λουλούδια για να πουλήσει στην αγορά και υπέφερε από το κρύο και την πείνα. Συχνά αναγκαζόταν να κοιμηθεί δίχως φαγητό, παρά μόνο με μερικά ξερά αχλάδια ή μια χούφτα σκληρούς ξηρούς καρπούς. Ο καημένος ο Χανς τον χειμώνα ένιωθε μεγάλη μοναξιά, γιατί ο φίλος του ο Μυλωνάς δεν ερχόταν ποτέ να τον

«Δεν είναι σωστό να πάω να δω τον μικρό Χανς για όσο διαρκεί το χιόνι’» συνήθιζε να λέει ο Μυλωνάς στη γυναίκα του
«γιατί όταν οι άνθρωποι έχουν προβλήματα, πρέπει να τους αφήνουμε στην ησυχία τους και όχι να τους ενοχλούμε με
επισκέψεις. Αυτή τουλάχιστον είναι η αντίληψή μου για τη φιλία και είμαι σίγουρος πως έχω δίκιο. Έτσι, λοιπόν, θα
περιμένω μέχρι να έρθει η άνοιξη και τότε θα τον επισκεφτώ, και θα μπορεί κι αυτός να μου προσφέρει ένα μεγάλο καλάθι χρυσάνθεμα, κι αυτό θα τον κάνει τόσο ευτυχισμένο».

«Είσαι πολύ συμπονετικός» του απαντούσε η γυναίκα του και καθόταν στην άνετη πολυθρόνα δίπλα από τη μεγάλη
φωτιά. «Πραγματικά, πολύ συμπονετικός. Μου αρέσει τόσο πολύ να σ’ ακούω να μιλάς για τη φιλία! Είμαι σίγουρη ότι ούτε και ο ίδιος ο ιερέας δεν θα μπορούσε να λέει τόσο όμορφα πράγματα όπως εσύ αν και μένει σ’ ένα τριώροφο σπίτι και φορά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο».
«Όμως γιατί δεν καλούμε τον Χανς στο σπίτι μας;» είπε μια μέρα ο μικρότερος γιος του Μυλωνά. «Αν έχει προβλήματα
ο φτωχός Χανς, εγώ μπορώ να του δώσω το μισό μου φαΐ και θα του δείξω και τα λευκά μου κουνελάκια!»

«Τι ανόητος που είσαι!» φώναξε νευριασμένος ο Μυλωνάς. «Ειλικρινά δεν γνωρίζω τη χρησιμότητα του να σε
στέλνουμε στο σχολείο. Μου φαίνεται ότι εκεί δεν μαθαίνεις τίποτα. Γιατί αν ο μικρός Χανς έρθει εδώ στο σπίτι μας και δει
τη ζεστή μας φωτιά, το πλούσιο δείπνο μας και το μεγάλο βαρέλι με το κρασί, μπορεί να ζηλέψει. Και η ζήλια είναι το χειρότερο πράγμα γιατί μπορεί να καταστρέψει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και εγώ δεν θα επιτρέψω με τίποτα να καταστραφεί η ευγενική καρδιά του Χανς. Είμαι ο καλύτερός του φίλος και θα τον προστατεύω πάντοτε από επικίνδυνους πειρασμούς. Εξάλλου, αν ο Χανς έρθει εδώ, μπορεί να μου ζητήσει να του δώσω αλεύρι με πίστωση κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Άλλο πράγμα είναι το αλεύρι και άλλο πράγμα είναι η φιλία, δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε ποτέ. Γιατί οι λέξεις συλλαβίζονται διαφορετικά και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει αυτό».

«Πόσο όμορφα μιλάς!» είπε η γυναίκα του Μυλωνά και του έβαλε ακόμα ένα ποτήρι μπίρα. «Νιώθω πραγματικό δέος.
Σαν να βρίσκομαι στην εκκλησία».

Πολλοί άνθρωποι έχουν καλή συμπεριφορά» αποκρίθηκε ο Μυλωνάς ‘‘αλλά πολύ λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να μιλούν ωραία. Και το να μιλάς ωραία είναι πολύ πιο δύσκολο και πολύ πιο ευγενικό επίσης» πρόσθεσε και κοίταξε αυστηρά στην άλλη άκρη του τραπεζιού τον μικρό του γιο, που ντροπιασμένος έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει πάνω από το τσάι του. Βέβαια, ήταν πολύ μικρός και γι’ αυτό πρέπει να τον συγχωρέσουμε.

«Αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας σου;» ρώτησε ο Νεροπόντικας.

«Όχι βέβαια», απάντησε ο Σπίνος. «Αυτή είναι μόνο η αρχή».

«Ε, τότε είσαι πολύ πίσω, φίλε μου», είπε ο Νεροπόντικας. «Κάθε καλός παραμυθάς στις μέρες μας αρχίζει με το τέλος
και μετά πηγαίνει στην αρχή και καταλήγει στη μέση της ιστορίας. Αυτή είναι η νέα μέθοδος. Το άκουσα που το έλεγε
τις προάλλες ένας κριτικός σ’ έναν νεαρό, καθώς περπατούσαν στις όχθες της λίμνης. Μιλούσε με μεγάλη σιγουριά και είμαι
βέβαιος ότι είχε δίκιο, γιατί φορούσε μεγάλα γυαλιά και το κεφάλι του ήταν φαλακρό. Κι όποτε έλεγε κάτι ο νεαρός,
εκείνος απαντούσε «Ουφ» με αποδοκιμασία. Αλλά συνέχισε με τη δική σου ιστορία, Μ’ αρέσει πολύ αυτός ο Μυλωνάς.
Τρέφω κι εγώ τα ίδια ευγενή ιδανικά μ’ αυτόν κι έτσι τον έχω συμπαθήσει πολύ».

«Λοιπόν», συνέχισε ο Σπίνος, «όταν ο χειμώνας πέρασε και οι πρίμουλες άρχισαν να ανοίγουν τα ωχρά κίτρινα αστέρια
τους, ο Μυλωνάς είπε στη γυναίκα του ότι θα επισκεπτόταν τον μικρό Χανς».

«Τι καλή καρδιά που έχεις!» αναφώνησε η γυναίκα του. «Πάντα σκέφτεσαι τους άλλους. Μην ξεχάσεις να πάρεις και το
μεγάλο καλάθι για τα λουλούδια».
Έτσι λοιπόν ο Μυλωνάς, αφού έδεσε με μια μεγάλη αλυσίδα όλα τα πανιά του ανεμόμυλου, κατηφόρισε στον
λόφο με το καλάθι στο χέρι.

«Καλημέρα, μικρέ μου Χανς» είπε ο Μυλωνάς.

«Καλημέρα» απάντησε ο Χανς και ακούμπησε κάτω την τσάπα του, μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Πώς πέρασες τον χειμώνα;» τον ρώτησε ο Μυλωνάς.

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που ρωτάς» αποκρίθηκε ο Χανς. «Πέρασα πολύ δύσκολες στιγμές, αλλά τώρα που ήρθε
η άνοιξη είμαι και πάλι χαρούμενος. Όλα τα λουλούδια μου πηγαίνουν καλά».

«Συχνά μιλούσαμε για σένα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, Χανς» είπε ο Μυλωνάς «και αναρωτιόμασταν πώς τα βγάζεις
πέρα».

«Καλοσύνη σου» είπε ο Χανς. «Φοβήθηκα ότι με έχεις ξεχάσει».

«Χανς, μένω έκπληκτος μ’ αυτό που μου λες» είπε ο Μυλωνάς. «Η φιλία δεν ξεχνά ποτέ. Αυτό είναι που την κάνει
τόσο υπέροχη. Φοβάμαι, όμως, ότι εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις την ποίηση της ζωής. Κι εδώ που τα λέμε, πόσο
υπέροχες δείχνουν οι πρίμουλες σου!»

«Πράγματι, είναι πανέμορφες» είπε ο Χανς. «Και είμαι πολύ τυχερός που έχω τόσες πολλές. Θα τις πάω στην αγορά
να τις πουλήσω στην κόρη του Δημάρχου και με τα λεφτά θα πάρω πίσω το καρότσι μου».

«Θα πάρεις πίσω το καρότσι σου; Εννοείς ότι το πούλησες; Τι ανοησία!»

«Ε… βλέπεις» μουρμούρισε ο Χανς «αναγκάστηκα να το κάνω. Ο χειμώνας ήταν άσχημος για μένα και δεν είχα λεφτά
να αγοράσω ούτε ψωμί. Έτσι, πρώτα πούλησα τα ασημένια μανικετόκουμπα του κυριακάτικου παλτού μου, μετά την
ασημένια μου αλυσίδα, έπειτα τη μεγάλη πίπα και στο τέλος πούλησα το καρότσι. Αλλά τώρα θα τα πάρω όλα πίσω».

«Χανς» είπε ο Μυλωνάς «θα σου δώσω το δικό μου καρότσι. Δεν είναι βέβαια και σε πολύ καλή κατάσταση. Για την
ακρίβεια η μία πλευρά του είναι σπασμένη και κάτι δεν πάει καλά με τους τροχούς, παρόλα αυτά όμως θα σου το δώσω.
Ξέρω πόσο γενναιόδωρο είναι αυτό κι ότι πολλοί θα το θεωρούσαν μεγάλη ανοησία, όμως εγώ δεν είμαι σαν τους
άλλους. Πιστεύω ότι η γενναιοδωρία είναι η ουσία της φιλίας και, εξάλλου, έχω αγοράσει ένα καινούριο καρότσι για μένα.
Ναι, οπότε μπορείς να ησυχάσεις, καλέ μου φίλε, θα σου δώσω εγώ το καρότσι μου».

«Είσαι πολύ γενναιόδωρος» είπε ο μικρός Χανς, και το γλυκό του πρόσωπο έλαμψε μεμιάς. «Άλλωστε μπορώ εύκολα να το επισκευάσω, μια κι έχω αρκετές ξύλινες σανίδες στο σπίτι».

«Ξύλινες σανίδες!» αναφώνησε ο Μυλωνάς. «Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι για την οροφή του αχυρώνα μου. Υπάρχει μια μεγάλη τρύπα και, αν δεν τη φτιάξω σύντομα, θα βραχεί το καλαμπόκι μου. Τι τύχη που το ανέφερες! Είναι εντυπωσιακό πώς μια καλή πράξη πάντα γεννά μια άλλη. Σου έδωσα το καρότσι μου και τώρα θα μου δώσεις τις ξύλινες σανίδες. Βέβαια, το καρότσι αξίζει πολύ περισσότερο από τις σανίδες, αλλά η αληθινή φιλία δεν κοιτάει ποτέ τέτοια πράγματα. Φέρε τις σανίδες αμέσως, θα δουλέψω σήμερα κιόλας στον αχυρώνα μου».

«Αμέσως» φώναξε ο μικρός Χανς κι έτρεξε στο υπόστεγο να φέρει τις σανίδες.

«Μμμ… δεν είναι και πολύ μεγάλες» είπε ο Μυλωνάς καθώς τις κοιτούσε «και φοβάμαι ότι, αφού επισκευάσω την οροφή, δεν θα μείνουν άλλες για να φτιάξεις το καρότσι. Φυσικά, δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Αφού, λοιπόν, σου έδωσα το καρότσι μου, είμαι σίγουρος ότι θέλεις να μου δώσεις κι εσύ λίγα λουλούδια ως αντάλλαγμα. Πάρε το καλάθι και φρόντισε να το γεμίσεις μέχρι πάνω».

«Μέχρι πάνω;» είπε ο μικρός Χανς λυπημένος, γιατί ήταν πράγματι ένα πολύ μεγάλο καλάθι και ήξερε ότι, αν το γέμιζε
μέχρι πάνω, δεν θα έμεναν καθόλου λουλούδια για την αγορά και ήταν πολύ αγχωμένος να πάρει πίσω τα ασημένια του
μανικετόκουμπα.

«Νομίζω πως» συνέχισε ο Μυλωνάς «δεν είναι και σπουδαίο πράγμα να σου ζητώ λίγα λουλούδια, αφού σου έδωσα το καρότσι μου. Μπορεί να έκανα λάθος, αλλά πίστευα ότι στη φιλία, στην αληθινή φιλία, δεν υπάρχει κανένας εγωισμός».

«Αγαπημένε μου φίλε, καλύτερέ μου φίλε» φώναζε ο μικρός Χανς, «όλα τα λουλούδια του κήπου μου είναι δικά σου. Καλύτερα να έχω τη συμπάθειά σου, παρά τα ασημένια μανικετόκουμπά μου» φώναξε ο μικρός Χανς κι έτρεξε αμέσως να γεμίσει το καλάθι του Μυλωνά με τις ομορφότερες πρίμουλες του κήπου του.

«Αντίο, μικρέ μου Χανς» είπε ο Μυλωνάς, καθώς ανηφόριζε στον λόφο με τις σανίδες στον ώμο και το μεγάλο καλάθι στο χέρι.

«Αντίο» είπε ο μικρός Χανς κι άρχισε να σκάβει με χαρά, γιατί σκεφτόταν το καρότσι.

Την επόμενη μέρα ο Χανς έδενε λίγο αγιόκλημα στη βεράντα του, όταν άκουσε τη φωνή του Μυλωνά απ’ τον δρόμο. Πήδηξε απ’ τη σκάλα, έτρεξε στον κήπο και κοίταξε πάνω από τον φράχτη. Ο Μυλωνάς κατέφτανε μ’ ένα μεγάλο σακί αλεύρι στην
πλάτη.

«Καλέ μου Χανς» είπε ο Μυλωνάς «θα σε πείραζε να κουβαλήσεις αυτό το σακί αλεύρι στην αγορά για μένα;»
«Αχ, λυπάμαι τόσο πολύ» είπε ο Χανς «αλλά έχω πολλή δουλειά σήμερα. Έχω όλο αυτό το αγιόκλημα να δέσω και όλα μου τα λουλούδια να ποτίσω και όλο το χορτάρι να κόψω».

«Νομίζω ότι δεν είναι πολύ φιλικό ν’ αρνείσαι, αν σκεφτείς ότι εγώ θα σου δώσω το καρότσι μου».

«Όχι, μην το λες αυτό! Δεν θα σε απογοήτευα με τίποτα στον κόσμο» φώναξε ο μικρός Χανς κι έτρεξε να φορτώσει το μεγάλο σακί στην πλάτη του.

Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα και στον δρόμο υπήρχε πολλή σκόνη. Πριν φτάσει τον έκτο μιλιοδείκτη, ο καημένος ο Χανς ήταν κουρασμένος και ήθελε να σταματήσει κάπου για να ξεκουραστεί. Παρ’ όλη την κούραση όμως, συνέχισε με γενναιότητα και κατάφερε επιτέλους να φτάσει στην αγορά. Αφού περίμενε κάμποση ώρα εκεί, πούλησε τελικά το σακί με το αλεύρι σε πολύ καλή τιμή και γύρισε σπίτι αμέσως, γιατί φοβόταν πως, αν αργοπορούσε, μπορεί να συναντούσε κλέφτες.

«Ήταν πραγματικά μια πολύ σκληρή μέρα» μονολόγησε ο μικρός Χανς, καθώς πήγαινε στο κρεβάτι. «Είμαι όμως πολύ
χαρούμενος που δεν αρνήθηκα στον Μυλωνά, γιατί είναι ο καλύτερός μου φίλος. Εξάλλου, θα μου δώσει και το καρότσι
του».

»Νωρίς το επόμενο πρωί, ο Μυλωνάς πήγε να πάρει τα λεφτά του για το σακί με το αλεύρι. Ο μικρός Χανς όμως ήταν τόσο κουρασμένος, που βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι.

«Μα την αλήθεια» είπε ο Μυλωνάς, «είσαι πολύ τεμπέλης. Δεδομένου ότι θα σου δώσω το καρότσι μου, πίστευα ότι θα
δούλευες πιο σκληρά. Η τεμπελιά είναι μεγάλη αμαρτία και δεν θέλω οι φίλοι μου να είναι τεμπέληδες ή νωθροί. Μη με
παρεξηγείς που σου μιλάω ευθέως. Φυσικά, ούτε που θα το σκεφτόμουν να το κάνω, αν δεν ήμουν φίλος σου. Αλλά τι
νόημα έχει η φιλία, αν δεν μπορείς να πεις ακριβώς αυτό που σκέφτεσαι; Όλοι μπορούν να λένε ωραία πράγματα και να προσπαθούν να ευχαριστούν και να κολακεύουν, αλλά ο αληθινός φίλος πρέπει να λέει και τα δυσάρεστα χωρίς να σκέφτεται αν προσφέρει πόνο. Μάλιστα, αν είναι πραγματικά αληθινός φίλος, το προτιμά αυτό, γιατί ξέρε ότι έτσι κάνει καλό».

«Λυπάμαι πολύ» είπε ο μικρός Χανς τρίβοντας τα μάτια του και βγάζοντας το καπέλο του ύπνου, «αλλά ήμουν τόσο
κουρασμένος, που σκέφτηκα να μείνω λίγο παραπάνω στο κρεβάτι και να ακούσω τα πουλιά που κελαηδούν. Ξέρεις ότι,
όταν ακούω το πρωί τα πουλάκια, δουλεύω με μεγαλύτερη όρεξη;»

«Μπράβο» είπε ο Μυλωνάς χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον μικρό Χανς «γιατί θέλω να έρθεις γρήγορα στον μύλο μου
και να επισκευάσεις την οροφή του αχυρώνα για μένα».

Ο καημένος ο Χανς ήθελε τόσο πολύ να δουλέψει στον κήπο του, γιατί εδώ και δυο μέρες δεν είχε προλάβει να ποτίσει
τα λουλούδια του. Όμως δεν ήθελε να αρνηθεί του Μυλωνά, μια και ήταν τόσο καλός φίλος.

«Θα ήταν αγένεια αν σου έλεγα ότι έχω πολλή δουλειά;» ρώτησε δειλά.

«Ε…» απάντησε ο Μυλωνάς «δεν νομίζω ότι σου ζητάω πολλά, αν σκεφτείς ότι θα σου δώσω το καρότσι μου. Αν βέβαια αρνηθείς, θα αναγκαστώ να τη φτιάξω μόνος μου».

«Όχι, όχι με τίποτα!» φώναξε ο μικρός Χανς και, αφού ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πήγε στον αχυρώνα.

Ο μικρός Χανς δούλευε όλη τη μέρα, μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Τότε ήρθε ο Μυλωνάς για να δει πώς τα πήγαινε.

«Έκλεισες όλη την τρύπα, καλέ μου Χανς;» φώναξε χαρούμενος ο Μυλωνάς.

«Είναι σχεδόν έτοιμη» απάντησε ο Χανς κατεβαίνοντας από τη σκάλα.

«Αχ» είπε ο Μυλωνάς «δεν υπάρχει δουλειά τόσο ευχάριστη όσο αυτή που κάνεις για τους άλλους».

«Είναι μεγάλη μου τιμή που σ’ ακούω να μιλάς» απάντησε ο μικρός Χανς, κάθοντας κάτω και σκουπίζοντας τον ιδρώτα
στο μέτωπό του. «Αλλά φοβάμαι ότι εγώ ποτέ δεν θα έχω τόσο όμορφες σκέψεις σαν τις δικές σου».

«Ω, σίγουρα θα έχεις» είπε ο Μυλωνάς «αλλά πρέπει να κουραστείς περισσότερο. Αυτή τη στιγμή βλέπεις μόνο τα αποτελέσματα της φιλίας, κάποια μέρα όμως θα μπορείς και να μιλάς για αυτή».

«Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα μπορέσω;» ρώτησε ο μικρός Χανς.

«Δεν έχω καμία αμφιβολία» απάντησε ο Μυλωνάς. «Τώρα όμως που τελείωσες την οροφή, καλύτερα να πας σπίτι σου να ξεκουραστείς, γιατί αύριο θέλω να πας τα πρόβατά μου για βοσκή στο βουνό».

Ο καημένος ο Χανς φοβόταν να φέρει αντίρρηση. Έτσι, το επόμενο πρωί ο Μυλωνάς κατέφτασε με τα πρόβατά του και ο
Χανς ξεκίνησε για το βουνό. Του πήρε όλη τη μέρα να πάει και να ‘ρθει και, όταν επέστρεψε σπίτι του, ήταν τόσο κουρασμένος, που τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και δεν ξύπνησε παρά το επόμενο πια πρωί.

«Τι υπέροχα που θα περάσω σήμερα στον κήπο μου» είπε και πήγε αμέσως για δουλειά. Όμως δεν κατάφερνε ποτέ να φροντίσει τα λουλούδια του, γιατί ο φίλος του ο Μυλωνάς ερχόταν συνεχώς και του ζητούσε θελήματα ή τον έβαζε να δουλέψει στον μύλο. Ο μικρός Χανς ώρες ώρες ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί φοβόταν ότι τα λουλούδια του θα νόμιζαν ότι τα ξέχασε. Παρηγορούσε όμως τον εαυτό του με τη σκέψη ότι ο Μυλωνάς ήταν ο καλύτερός του φίλος.

«Εξάλλου» συνήθιζε να λέει «θα μου δώσει το καρότσι του και αυτό είναι μια μεγάλη πράξη καθαρής γενναιοδωρίας».
Έτσι, ο μικρός Χανς δούλευε συνέχεια για τον Μυλωνά. Όταν ο Μυλωνάς έλεγε όμορφα πράγματα για τη φιλία, ο Χανς
τα σημείωνε σ’ ένα σημειωματάριο και συνήθιζε να τα διαβάζει τη νύχτα σαν καλός μαθητής. Κάποιο βράδυ, ενώ ο μικρός Χανς καθόταν δίπλα στη φωτιά, άκουσε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ένα τρομερό βράδυ, με τον αέρα να φυσάει τόσο δυνατά γύρω απ’ το σπίτι, που στην αρχή νόμιζε ότι ήταν η καταιγίδα. Όμως ακόμα ένα χτύπημα λίγο αργότερα και άλλο ένα στη συνέχεια του άλλαξαν γνώμη.

«Θα είναι τίποτα φτωχοί ταξιδιώτες» σκέφτηκε κι έτρεξε στην πόρτα. Στην πόρτα στεκόταν ο Μυλωνάς, μ’ ένα φανάρι στο ένα
χέρι κι ένα μπαστούνι στο άλλο.

«Αγαπημένε μικρέ μου Χανς», φώναξε ο Μυλωνάς «έχω μεγάλους μπελάδες. Το παιδί μου έπεσε απ’ τη σκάλα και χτύπησε και πρέπει να πάω αμέσως στον γιατρό. Όμως ο γιατρός μένει τόσο μακριά και είναι τόσο άσχημη νύχτα, που σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να πας εσύ αντί για μένα. Ξέρεις ότι θα σου δώσω το καρότσι μου και νομίζω ότι είναι δίκαιο να κάνεις κι εσύ κάτι για μένα».

«Φυσικά» είπε ο μικρός Χανς. «Είναι τιμή μου που έρχεσαι σ’ εμένα και θα ξεκινήσω αμέσως. Πρέπει όμως να μου δανείσεις το φανάρι σου, γιατί είναι τόσο σκοτεινά έξω, που φοβάμαι μην πέσω σε κανα χαντάκι».

«Λυπάμαι πολύ» απάντησε ο Μυλωνάς «αλλά είναι το καινούριο μου φανάρι και θα ήταν μεγάλη απώλεια για μένα
αν πάθαινε κάτι».

«Δεν πειράζει, θα πάω χωρίς αυτό» είπε ο μικρός Χανς και φόρεσε το γούνινο παλτό και το ζεστό του καπέλο. Τύλιξε ένα
κασκόλ στον λαιμό και ξεκίνησε. Τι τρομερή καταιγίδα που ήταν! Η νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή, που ο Χανς μετά βίας μπορούσε να δει και ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός που με δυσκολία στεκόταν όρθιος. Ωστόσο, ήταν πολύ γενναίος και αφού περπάτησε για περίπου τρεις ώρες, έφτασε στο σπίτι του γιατρού και χτύπησε την πόρτα.

«Ποιος είναι;» φώναξε ο γιατρός βγάζοντας το κεφάλι από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας.

«Ο μικρός Χανς, γιατρέ».

«Τι συμβαίνει, μικρέ Χανς;»

«Ο γιος του Μυλωνά έπεσε απ’ τη σκάλα και χτύπησε κι ο Μυλωνάς θέλει να πας αμέσως σπίτι του».

«Εντάξει!» είπε ο γιατρός.

Φόρεσε λοιπόν γρήγορα γρήγορα τις μπότες του, πήρε το άλογο και το φανάρι του και ξεκίνησε αμέσως για το σπίτι του
Μυλωνά, με τον μικρό Χανς να περπατάει πίσω του. Μα η καταιγίδα γινόταν όλο και χειρότερη και η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Ο Χανς δεν μπορούσε να δει ούτε πού πήγαινε ούτε το άλογο του γιατρού. Τελικά, έχασε τον δρόμο
του και, αφού περιπλανήθηκε μέσα στους βάλτους, που ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος καθώς ήταν γεμάτο βαθιές τρύπες,
έπεσε και πνίγηκε.

Το επόμενο πρωί κάποιοι βοσκοί βρήκαν το πτώμα του να επιπλέει στο νερό και το κουβάλησαν στο σπίτι του. Όλοι πήγαν στην κηδεία του μικρού Χανς, με τον Μυλωνά επικεφαλής της πένθιμης πομπής.

«Καθώς ήμουν ο καλύτερός του φίλος», είπε ο Μυλωνάς, «είναι σωστό να έχω την καλύτερη θέση». Έτσι προχώρησε
προς την κεφαλή της πομπής σ’ ένα μακρύ μαύρο παλτό και σκούπιζε πότε πότε τα μάτια του μ’ ένα μεγάλο μαντίλι.

«Ο μικρός Χανς είναι μια μεγάλη απώλεια για όλους μας» είπε ο Σιδεράς, όταν τελείωσε η κηδεία και κάθισαν άνετα όλοι
στο καφενείο, πίνοντας κρασί με μπαχαρικά και τρώγοντας γλυκό κέικ.

«Μεγάλη απώλεια για μένα οπωσδήποτε», απάντησε ο Μυλωνάς «γιατί είχα αποφασίσει να του δώσω το καρότσι μου
και τώρα δεν ξέρω τι να το κάνω. Μου πιάνει πολύ χώρο στο σπίτι και είναι τόσο χαλασμένο, που δεν θα πιάσει τίποτα αν το
πουλήσω. Θα φροντίσω να μη χαρίσω ξανά τίποτα πια. Υποφέρεις τόσο πολύ, όταν είσαι γενναιόδωρος!»

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νεροπόντικας ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής.

«Λοιπόν, αυτό είναι το τέλος», απάντησε ο Σπίνος.

«Και τι απέγινε ο Μυλωνάς;» ρώτησε ο Νεροπόντικας.

«Ω, πραγματικά δεν ξέρω», απάντησε ο Σπίνος, «και σίγουρα δεν με νοιάζει και πολύ».

«Είναι προφανές ότι δεν έχεις καθόλου συμπάθεια στον χαρακτήρα σου», είπε ο Νεροπόντικας.

«Φοβάμαι ότι δεν διακρίνεις το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας», παρατήρησε ο Σπίνος.

«Το ποιο;» ούρλιαξε ο Νεροπόντικας.

«Το ηθικό δίδαγμα».

«Θες να πεις ότι η ιστορία σου έχει ηθικό δίδαγμα;»

«Φυσικά», απάντησε ο Σπίνος.

«Ε, λοιπόν», είπε ο Νεροπόντικας θυμωμένος, «νομίζω πως έπρεπε να μου το είχες πει πριν ξεκινήσεις. Αν το είχες κάνει
νωρίτερα, δεν θα καθόμουν να σ’ ακούσω. Για την ακρίβεια θα είχα πει «Ουφ!», σαν εκείνον τον κριτικό. Όπως και να ‘χει,
μπορώ να το πω τώρα. Ουφ!» φώναξε δυνατά ο Νεροπόντικας και μ’ ένα τίναγμα της ουράς του γύρισε στην τρύπα του.

«Πώς σου φάνηκε ο Νεροπόντικας;» ρώτησε η μαμά Πάπια, που ήρθε κολυμπώντας μερικά λεπτά αργότερα. «Έχει κάποιο δίκιο, αλλά εγώ έχω τα συναισθήματα μιας μητέρας και δεν μπορώ ποτέ να κοιτάξω έναν αμετανόητο εργένη χωρίς να
αναβλύζουν δάκρυα απ’ τα μάτια μου».

«Φοβάμαι ότι τον ενόχλησε η ιστορία μου», αποκρίθηκε ο Σπίνος. «Βλέπεις, του είπα μια ιστορία με ηθικό δίδαγμα».

«Α, αυτό είναι πάντοτε ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα» είπε η Πάπια.
Και συμφωνώ απόλυτα μαζί της.

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄Γυμνασίου