Αιχμάλωτοι δεν είμαστε, αλλά πολλές φορές νιώθουμε αλυσοδεμένοι.
Φρουρούς δεν έχουμε, αλλά πολλές φορές νιώθουμε φυλακισμένοι.
Λογοκρισία δεν έχουμε, αλλά πολλές φορές νιώθουμε πως πρέπει να μετράμε τα λόγια μας.
Εγκληματίες δεν είμαστε, αλλά πολλές φορές νιώθουμε υπόλογοι για κάτι.
Ελεύθεροι είμαστε, αλλά πολλές φορές νιώθουμε σκλάβοι.
Της καθημερινότητας, των υποχρεώσεων, του χρόνου, των άλλων, του ίδιου μας του εαυτού.
Χρόνος, δουλειά, σπίτι, υποχρεώσεις, κόσμος, συναναστροφές. Πολλά για να κάνουν έναν άνθρωπο, εμάς δηλαδή, να νιώθει δέσμιος κι ας μην τον κρατάει κανένας. Να νιώθει ότι περιορίζεται, ότι καταπιέζεται, ότι καταπατείται.
Η σκλαβιά της ελευθερίας.
Του ανθρώπου που είναι ελεύθερος αλλά νιώθει υπόδουλος.
Που νιώθει να πνίγεται, να ασφυκτιά, να “πρέπει”.
Του ανθρώπου που δεν θέλει να “πρέπει”.
Του ανθρώπου που θέλει να “μπορεί”.
Να μπορεί να κλείσει μια μέρα το τηλέφωνο του χωρίς να πρέπει να το έχει ανοιχτό.
Του ανθρώπου που θέλει να μπορεί μια μέρα να μην απαντήσει σε κανένα τηλέφωνο, σε κανένα μήνυμα.
Του ανθρώπου που θέλει να μπορεί μια μέρα να μην πάρει κανένα τηλέφωνο και να μην στείλει κανένα μήνυμα.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να μην ανοίξει τον υπολογιστή και να μην διαβάσει, να μην στείλει, να μην απαντήσει κανένα μέιλ.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να ξυπνήσει, να σηκωθεί από τον καθρέφτη και να “κατεβάσει τον διακόπτη”. Να μην κάνει τίποτα. Να χορεύει με το βρακί στο σαλόνι τα αγαπημένα του τραγούδια, να ξαπλώσει στον καναπέ και να κοιτάει το ταβάνι, να ξαπλώσει μπρούμυτα στο πάτωμα και να διαβάζει το αγαπημένο του βιβλίο.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να οδηγήσει μακριά με το αυτοκίνητο του. Να ανοίξει το παράθυρο, να βγάλει το χέρι έξω από το παράθυρο και να νιώθει το χέρι του να πηγαίνει κόντρα στον άνεμο σαν να προσπαθεί να τον πιάσει. Κι ας μην μπορεί κανείς να πιάσει τον άνεμο. Αυτό θέλει να μπορεί ο άνθρωπος. Για μια μέρα, για λίγο, για όσο, να μην μπορεί να τον πιάσει και να τον βρει κανένας. Να μην τον αναζητήσει κανένας, να μην μπορεί να του ζητήσει τίποτα κανένας. Να είναι σαν τον άνεμο θέλει ο άνθρωπος. Άπιαστος. Άυλος.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να περπατήσει ξυπόλητος στην άμμο. Να νιώσει με τα γυμνά του πόδια την άμμο,τον κάθε της κόκκο ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του. Να περπατήσει δίπλα στην θάλασσα και πότε να βάζει τα πόδια του μέσα στο νερό και πότε να περπατάει πάνω στην καυτή άμμο.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να χαθεί από όλα και από όλους. Ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό. Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να υπάρχει χωρίς να πρέπει να υπάρχει για κάποιο λόγο, για κάποιον άλλο. Παρά μόνο για τον ίδιο του τον εαυτό.
Του ανθρώπου που θέλει μια μέρα να μπορεί να νιώσει ελεύθερος. Γιατί ακόμα κι αν δεν τον κρατάει κανένας, εκείνος νιώθει δέσμιος. Και ίσως τελικά και να είναι.