«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»
«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ”απόλυτα εντάξει” πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«”Να ονειρεύεσαι …” μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι …
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να ‘χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι …
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω …;
Έχει κι άλλο …
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»
«Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα. »
«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»