Ήταν μια φορά… “μια φορά” που από το πολύ που τη διηγήθηκαν ακούστηκε τόσες φορές…που έγινε πραγματικότητα.
«Σ’ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως οπού οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλάβουν… Σ’ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά… Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό… μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψαριά όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πρασίνου λαμπύριζαν διαρκώς …Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα. Και οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και γυμνές μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ’ το νερό… Αλλά η οργή είναι τυφλή – ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ’ το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε… Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι δικό της αλλά της θλίψης… Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να περιμένει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και- χωρίς καμία βιασύνη – ή, καλυτέρα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη. Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί. Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φόρες συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.»
Jorge Bucay, «Ιστορίες να σκεφτείς»