Γαλήνη, ηρεμία, ισορροπία, λέξεις πολύτιμες – λέξεις κλειδιά, κυρίως για τη σημερινή εποχή. Όλοι μιλάμε γι’ αυτές, λίγοι όμως τις βιώνουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αιώνας που πέρασε χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο αιώνας του άγχους, ενώ ο 21ος θεωρείται ότι σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής της κατάθλιψης.
Δεν πρόκειται για μια πεσιμιστική αντίληψη αλλά πρόκειται για ένα συμπέρασμα που προκύπτει από τα δημοσιεύματα της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας. Σημαντικά ποσοστά του γενικού πληθυσμού, κυρίως όμως γυναίκες υποφέρουν από καταθλιπτικά συμπτώματα ή εναλλαγές της διάθεσης, ενώ τα ποσοστά που προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια είναι πραγματικά ανησυχητικά.
Πού οφείλεται
Η κατάθλιψη χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σ΄ αυτή που μπορεί να προκληθεί έπειτα από μια τραυματική εμπειρία (απώλεια αγαπημένου πρoσώπου, εργασίας, αίσθημα απόρριψης, δύσκολη παιδική ηλικία, κακές σχέσεις, οικονομικές δυσκολίες) και στην ενδογενή κατάθλιψη που οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες. Την πρώτη βιοχημική προσέγγιση του θέματος την έκανε ο Ιπποκράτης πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Περιέγραψε τη μελαγχολία και την απέδωσε στην υπερπαραγωγή της «μέλαινας χολής» από όπου και το όνομα μελαγχολία.
Στις καταθλιπτικές διαταραχές όσον αφορά στη Βιοχημεία του εγκεφάλου παρατηρείται έλλειψη νευροδιαβιβαστών κυρίως σεροτονίνης, ντοπαμίνης και νορεπινεφρίνης, δηλαδή χημικών ουσιών που μεταφέρουν μηνύματα από το ένα κύτταρο (νευρώνες) στο άλλο. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις παρατηρείται υπερβολική συγκέντρωση, όπως συμβαίνει στις μανιακές φάσεις που χαρακτηρίζουν τη διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), κατάσταση κατά την οποία το καταθλιπτικό συναίσθημα εναλλάσσεται με υπερβολική έξαρση, ευφορικά συναισθήματα και πολλές φορές ακραίες ενέργειες.
Σκέψεις του τύπου: «κανείς δε με καταλαβαίνει», «δεν είμαι καλός», «η ζωή είναι άδικη», χαρακτηρίζουν τους καταθλιπτικούς ασθενείς, οι οποίοι αισθάνονται τον εαυτό τους ως θύμα και προτιμούν να ρίχνουν τις ευθύνες στους συντρόφους τους, στα παιδιά τους, στους γονείς τους, στην κοινωνία, στον Θεό, στα γεγονότα της ζωής. Αλλά όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο Επίκτητος (1ος αιων. π.Χ) «οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα γεγονότα αλλά από την αντίληψη που έχουν για αυτά».
Τα συμπτώματα
Πρακτικά τώρα τα συμπτώματα της κατάθλιψης ποικίλλουν. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις, τις οποίες επιβεβαιώνει ο γιατρός, και οι οποίες μπορεί να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο ασθενής πιθανά πάσχει από κατάθλιψη.
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης θα μπορούσαν να είναι:
· Απώλεια ενδιαφέροντος για τις καθημερινές δραστηριότητες: ο ασθενής δείχνει μικρή ή ελάχιστη σημασία σε δραστηριότητες που κάποτε απολάμβανε και ακόμη φαίνεται να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για το μέλλον.
· Μελαγχολία: αισθάνεται λυπημένος, αβοήθητος, η ελπίδα έχει χαθεί και συχνά ξεσπά σε κλάματα χωρίς όμως να νιώθει ανακούφιση.
Πέρα όμως από αυτά τα συμπτώματα ο γιατρός που θα διαγνώσει κατάθλιψη προσέχει αν κάποιο από τα παρακάτω συμπτώματα εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας ή μέρα παρά μέρα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες:
· Διαταραχές στον ύπνο: κοιμάται πολύ ή ελάχιστα. Ξυπνά στο μέσο της νύχτας ή νωρίς το πρωί.
· Αξιοσημείωτη μεταβολή του βάρους: μπορεί να παρουσιάσει αυξημένη ή μειωμένη όρεξη και απότομη αύξηση ή απώλεια βάρους.
· Ταραχή ή πολύ αργές κινήσεις: δείχνει τρομαγμένος και με το παραμικρό ενοχλείται ή μπορεί να κάνει τα πάντα σε αργή κίνηση, να απαντά στις ερωτήσεις αργά και μονότονα.
· Χαμηλή αυτοεκτίμηση: αισθάνεται άχρηστος και έχει υπερβολικές ενοχές.
· Σκέψεις θανάτου: σκεφτεται συνεχώς πεσιμιστικά για τον εαυτό του και για το μέλλον. Μπορεί να σκέφτεται συνέχεια τον θάνατο ή ακόμα και τη χειροδικία.
· Κλονισμένη σκέψη ή συγκέντρωση: συμβαίνει συχνά να μην μπορεί να συγκεντρωθεί ή να πάρει αποφάσεις, ενώ παρουσιάζει και προβλήματα μνήμης.
· Απώλεια της λίμπιντο. Μπορεί να παρατηρηθεί δραματική μείωση του ενδιαφέροντος για σεξουαλική επαφή.
· Επίσης η κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από ασαφείς χρόνιες παθήσεις, όπως γενικευμένο κνησμό, θάμπωμα στην όραση, υπερβολική εφίδρωση, ξηροστομία, γαστρεντερικά προβλήματα, πονοκεφάλους και πόνους στη μέση.
«Ο πόνος μπορεί
να είναι αναπόφευκτος. Το να υποφέρει όμως κανείς είναι προαιρετικό
Ανεξάρτητα πάντως από την αιτία που προκάλεσε την κατάθλιψη, αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα διότι πολύ συχνά γίνεται τόσο οδυνηρή κι αβάσταχτη βιωματική εμπειρία, ώστε ο θάνατος πολλές φορές φαντάζει ως λύτρωση. Πολλοί είναι αυτοί που οδηγούνται στην αυτοκτονία, κι αν συνυπολογιστούν οι επιπτώσεις της κατάθλιψης ενός ατόμου στην οικογένεια και στα παιδιά του και σε όλο το κοινωνικό φάσμα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο κοινωνικό πρόβλημα.
Είναι επιτακτική λοιπόν η ανάγκη ενημέρωσης όλων μας για τη συμπτωματολογία της και τον αρνητικό τρόπο σκέψης που αυτή συνεπάγεται, καθώς επίσης και η ανάγκη παραδοχής της ασθένειας και της θεραπείας της. Δυστυχώς όμως είναι λίγοι αυτοί που ζητούν την βοήθεια ενός επαγγελματία.
Η θεραπεία της κατάθλιψης περιλαμβάνει:
· φαρμακευτική αγωγή (αντικαταθλιπτικά φάρμακα ),
· την ψυχοθεραπεία και
· νοσοκομειακή νοσηλεία, αν αυτή κριθεί απαραίτητη.
Έτσι, υπό την παρακολούθηση του ψυχιάτρου, τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα βοηθούν σε πρώτη φάση τον ασθενή να αντιμετωπίσει τον ψυχικό πόνο πιο ήπια, αλλά δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν προσπάθεια συγκάλυψής του. Ο ψυχικός πόνος, σαν κάθε πόνος, έχει τα αίτια ύπαρξής του και πρέπει να βιωθεί, να διδάξει και να μας οδηγήσει σε μια πιο συνειδητή και δημιουργική ζωή. Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η βοήθεια της Ψυχοθεραπείας.
Η κατάθλιψη θεωρείται κυρίως διαταραχή του συναισθηματικού κόσμου και ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή είναι να κάνει τον ασθενή να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και τι την προκάλεσε. Δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες ώστε ο θεραπευόμενος να αισθανθεί ασφάλεια και τα μπλοκαρισμένα συναισθήματά του να έρθουν στην επιφάνεια για να μπορέσει να τα επεξεργαστεί. Ο κάθε ψυχοθεραπευτής ανάλογα με την εκπαιδευσή του ακολουθεί διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και θεραπείας.
Και ας μην ξεχνάμε ότι «Μόνο στα ήρεμα νερά καθρεφτίζεται κάτι χωρίς να αλλάζει μορφή. Μόνο σ’ ένα ήρεμο μυαλό υπάρχει η καθαρή αντίληψη του κόσμου».
της ψυχολόγου Κατερίνας Γεωργίου