Γενετική κληρονομιά και μαθησιακές δυσκολίες

Η γενετική βάση της δυσλεξίας και άλλων μαθησιακών προβλημάτων είναι αποδεδειγμένη. Καθώς όμως δεν υπάρχουν γενετικά τεστ ούτε απόλυτες συνταγές θεραπείας,αυτό που απαιτείται είναι μεγάλη υπομονή και εξειδικευμένη διδακτική προσπάθεια για την κατάκτηση της γνώσης

Η χαρά που συνοδεύει την οικογένεια μαζί με το παιδί το οποίο κάνει τα πρώτα του βήματα στη λεωφόρο της γνώσης ξεκινώντας το σχολείο, γρήγορα μετατρέπεται μερικές φορές σε αγωνία. Και τούτο διότι κάποια παιδιά αρχίζουν να εμφανίζουν προβλήματα συγκέντρωσης στο σχολικό καθήκον τους, αναγνωστικές δυσκολίες, υπερκινητικότητα, επιθετικότητα, αποκλίνουσες κοινωνικές αντιδράσεις κ.ά. Η αγωνία αυτή των γονιών, για το τι πρέπει να κάνουν προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί τους, τους κυριεύει.

Στη σημερινή μας επικοινωνία θα ασχοληθούμε με μερικές τέτοιες περιπτώσεις μαθησιακών δυσκολιών, που ίσως ενδιαφέρουν τους γονείς. Μια τέτοια δυσκολία, λ.χ., είναι η δυσλεξία, το πρόβλημα της οποίας είναι υπαρκτό για σημαντικό ποσοστό (5%) μαθητών· είναι η πιο συνηθισμένη μαθησιακή αδυναμία που βασανίζει το 80% των διαγνωσμένων παιδιών. Η δυσλεξία χαρακτηρίζεται από αργό, βασανιστικό, μεγαλόφωνο διάβασμα και φτωχή κατανόηση του κειμένου.

Η συχνότητα των δυσλεκτικών είναι μεγαλύτερη σε οικογενειακό επίπεδο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό· κατάσταση που υποδηλώνει κληρονομική συμβολή. Η πιθανότητα, λ.χ., διάγνωσης ενός ομοκύτταρου διδύμου, αυτού που προέρχεται από το ίδιο ωάριο με το αδελφάκι του, είναι 68% να έχει και αυτό δυσλεξία, ενώ στην περίπτωση ετεροκυττάρων διδύμων (από διαφορετικό ωάριο) είναι 38%. Αν ο ένας γονιός έχει δυσλεξία, τότε η πιθανότητα για το παιδί να είναι δυσλεκτικό είναι 20%-25%.

Το ότι, λ.χ., ένα παιδί δεν μπορεί να διαβάσει ή να συλλαβίσει δεν είναι επαρκής λόγος διάγνωσης της δυσλεξίας. Και τούτο διότι δεν υπάρχουν ακόμη βιολογικά ή γενετικά διαγνωστικά τεστ, ενώ τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια ποικίλλουν. Παρ΄ όλα αυτά έχουν περιγραφεί φωνολογικά προβλήματα που αποδίδονται σε ανεπαίσθητες ανωμαλίες της ανάπτυξης του εγκεφάλου και σχετίζονται με τη φτωχή εκμάθηση της γραπτής και ομιλούμενης γλώσσας. Η πρόοδος αυτή επιτρέπει τη διάγνωση ακόμη και σε παιδιά του Νηπιαγωγείου, προτού μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν, αλλά παρουσιάζουν επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ομιλίας τους.
Αντί θεραπείας υπομονή
Σχετικές μελέτες σε δωρηθέντες εγκεφάλους δυσλεκτικών παιδιών που είχαν πεθάνει έδειξαν ότι μια περιοχή του εγκεφάλου στο αριστερό ημισφαίριο είχε το ίδιο μέγεθος με την αντίστοιχη του δεξιού, ενώ στις φυσιολογικές καταστάσεις η πρώτη είναι μεγαλύτερη της δεύτερης. Νευροαπεικονιστικές μέθοδοι, που εστιάζονται στη μελέτη του εγκεφάλου εν λειτουργία, έχουν δείξει επίσης μειωμένη δραστηριότητα των κύριων μορφωμάτων του αριστερού ημισφαιρίου, στοιχεία που αφορούν τη διεργασία ανάγνωσης και ομιλίας. Μια άλλη ανατομική εγκεφαλική διαφορά αφορά το στρώμα της λευκής ουσίας- της μυελίνης δηλαδή που επικαλύπτει τους νευράξονες- και είναι λεπτότερο στους δυσλεκτικούς.

Το θολό σχετικά τοπίο της δυσλεξίας για την οποία δεν υπάρχει πλήρης θεραπεία μπορεί να αντιμετωπισθεί σε μεγάλο βαθμό πρακτικά με υπομονή στη διδασκαλία και στη μάθηση. Η εξειδικευμένη διδασκαλία πρέπει να γίνεται με βραδύ ρυθμό και σε συνδυασμό με τη σαφή σημειολογία της σχέσης ήχου και γράμματος. Στο πλαίσιο αυτό τα γράμματα και οι ήχοι πρέπει να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά για να κατακτηθεί ο κώδικας της αλφαβήτας που διευκολύνει την περαιτέρω πορεία μάθησης.

Στο πλαίσιο αυτό τα παιδιά, επιστρατεύοντας τις γενικές τους ικανότητες (προσοχή, νοημοσύνη λ.χ.) για τις οποίες μπορεί να είναι και προικισμένα, μπορούν να μορφοποιήσουν ένα εσωτερικό λεξικό γραπτών τύπων λέξεων, κάτι που δεν είναι εύκολο διότι πρέπει να θυμούνται και να μαθαίνουν παπαγαλίστικα πολλές λέξεις. Για τον σκοπό αυτό έχουν αναπτυχθεί σχετικά μνημονικά προγράμματα και προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που συμβάλλουν μαζί με την προσπάθεια διδασκαλίας και μάθησης στο καμουφλάρισμα των δυσκολιών· κάτι που μπορεί να γίνει λόγω της ευπλαστότητας του εγκεφάλου.

Το πρώτο δυσλεκτικό παιδί το οποίο έχει καταγραφεί στην Ιστορία ήταν ο υιός του Ηρώδη του Αττικού, ενός πλούσιου προστάτη των τεχνών που έκτισε και το ομώνυμο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη, το 150 π.Χ. Ο υιός του Ηρώδη του Αττικού είχε ένα μαθησιακό πρόβλημα· δεν μπορούσε να μάθει την αλφαβήτα και είχε αδύ
ναμη μνήμη. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος ο πατέρας του νοίκιασε 24 σκλάβους, δίνοντας ως όνομα στον καθένα ένα γράμμα· το αποτέλεσμα ήταν ο υιός του να μάθει τα ονόματα των σκλάβων και ταυτόχρονα τα γράμματα της αλφαβήτας.

Αυτισμός και ελλειμματική προσοχή
Αλλη μαθησιακή δυσκολία αφορά τον αυτισμό, που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην επικοινωνία και στις κοινωνικές αντιδράσεις, από περιορισμένα ενδιαφέροντα και άκαμπτη συμπεριφορά. Ο αυτισμός είναι μια αναπτυξιακή ανωμαλία, πολύ ποικίλλουσα και με πολύ πιθανή βάση γενετικής προδιάθεσης που επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου πριν από τη γέννηση. Η συχνότητα του αυτισμού είναι 6 στα 1000 παιδιά. Σχετικές μελέτες αποκάλυψαν την ενοχοποίηση ενός γονιδίου, του FΟΧΡ2, που ρυθμίζει τη δράση πολλών άλλων γονιδίων και επηρεάζει την εγκεφαλική περιοχή Βroca, η οποία εμπλέκεται στον έλεγχο της ομιλίας.

Η Το σύνδομο ελλειματικής προσοχής και/ή υπερκινητικότητας (ΑDΗD) είναι άλλη μια μαθησιακή δυσκολία που χαρακτηρίζεται από αταίριαστο αυθορμητισμό, προβλήματα στην προσοχή και σε ορισμένες περιπτώσεις με υπερκινητικότητα. Η εκδήλωσή της έχει συνακόλουθο την κοινωνική υποβάθμιση, επειδή τέτοια παιδιά είναι δύσκολα και δεν αποκτούν εύκολα φίλους. Η ΑDΗD έχει πιθανόν γενετική βάση· ο προμετωπιαίος λοβός και τα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου είναι μικρότερα σε παιδιά 5-18 ετών με ΑDΗD. Δεν θεραπεύεται με φάρμακα, τα οποία ωστόσο βοηθούν το παιδί να λειτουργεί καλύτερα στο σχολείο και στο σπίτι· μια τέτοια αγωγή πρέπει να συνδυάζεται με γνωσιακή και οικογενειακή θεραπεία από ειδικούς.

Η σημασία του τρόπου ζωής
Ο αρχικός εντοπισμός κάποιου μαθησιακού προβλήματος απαιτεί το ενδιαφέρον και την προσοχή του γονιού και του δασκάλου. Το πρόβλημα αυτό όμως μπορεί να μην είναι σοβαρό αλλά να οφείλεται στον τρόπο ζωής του παιδιού και στις συνήθειές του. Π.χ. το ότι πολλά παιδιά δεν παίζουν κατάλληλα για να εκτονωθούν μπορεί να υποθάλψει κάποια υπερκινητικότητα ή επιθετικότητα, χωρίς καμία εγγενή βάση. Σε ανάλογο τόνο η διατροφή μπορεί επίσης να επιτείνει κάποια σχετικά συμπτώματα.

Γι΄ αυτό το σχολείο είναι ένα πρώτο φίλτρο αλλά και παράγοντας εξισορρόπησης. Η Ευέλικτη Ζώνη, λ.χ., και οι κατάλληλες σχολικές δραστηριότητες μπορούν να φιλτράρουν πολλά συμπτώματα και να αναδείξουν ότι δεν υπήρχε καμία εγγενής προδιάθεση. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα πρέπει να εντοπίζεται από τους γονείς και τον δάσκαλο, ο οποίος θα πρέπει να απευθυνθεί στο σχολικό σύμβουλο Ειδικής Αγωγής· και αυτός με τη σειρά του στα ειδικά κέντρα (ΚΔΑΥ) του ΥΠΕΠΘ για περαιτέρω διερεύνηση και βοήθεια. Αδιαμφισβήτητος παράγοντας βοήθειας του μικρού παιδιού είναι βέβαια η αγάπη των γονιών και του δασκάλου για να ξεπεράσει το όποιο πρόβλημά του.

Στ. Αλαχιώτης ΒΗΜΑ