Όταν πρόκειται να διαλέξουν μόνιμο σύντροφο και ακόμα περισσότερο να τον παντρευτούν, τα δύο αντίθετα φύλα έλκονται από τις διαφορές τους, καθώς υποσυνείδητα είναι πιο πιθανό να διαλέξουν ταίρι με γονίδια διαφορετικά από τα δικά τους, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, η οποία δείχνει ότι πιθανότατα υπάρχει ένας βιολογικός-γενετικός μηχανισμός που ελέγχει τη σεξουαλική έλξη ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, διαπίστωσε ότι τα παντρεμένα ζευγάρια είναι πιθανότερο να έχουν περισσότερες διαφορές σε ένα τμήμα του DNA τους, που ρυθμίζει το ανοσοποιητικό σύστημά τους, από ό,τι αν το «ζευγάρωμα» είχε γίνει απολύτως στην τύχη. Πιθανώς πρόκειται για μια αρχέγονη εξελικτική στρατηγική των ανθρώπων, ώστε να εξασφαλίσουν πιο υγιείς απογόνους, αφού η γονιδιακή ποικιλία αποτελεί επιβιωσιακό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου Παράνα της Βραζιλίας, υπό την Μαρία ντα Γκράθα Μπικάλχο, και τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν σήμερα σε διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Ανθρώπινης Γενετικής στη Βιέννη, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ και την εφημερίδα Independent.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη ερευνήτρια, «αν και υπάρχει η τάση να νομίζουμε ότι οι άνθρωποι διαλέγουν τους συντρόφους τους, επειδή έχουν ομοιότητες, η έρευνά μας δείχνει καθαρά ότι είναι οι διαφορές που φέρνουν την επιτυχή αναπαραγωγή και ότι η υποσυνείδητη ώθηση να έχουμε υγιή παιδιά, είναι σημαντική όταν διαλέγουμε σύντροφο». Ξεκαθάρισε πάντως ότι και άλλοι λόγοι (π.χ. πολιτισμικοί) παίζουν ρόλο στην επιλογή συντρόφου και διευκρίνισε πως δεν συμφωνεί με την θεωρία ότι αν ένα πρόσωπο έχει ένα συγκεκριμένο γονίδιο, αυτό θα καθορίσει τη συμπεριφορά του.
Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα βέβαιοι ποια είναι εκείνα τα σωματικά σημάδια που «εκπέμπουν» οι άνθρωποι, ώστε να ελκύσουν το πρόσωπο του αντίθετου φύλου, που έχει γονιδιακές διαφορές. Ίσως, μεταξύ άλλων, παίζουν ρόλο η ξεχωριστή μυρωδιά του σώματος (φερομόνες) ή η κατατομή και η συμμετρία του προσώπου.
Η έρευνα σύγκρινε γενετικά δεδομένα από 90 παντρεμένα ζευγάρια με ανάλογα δεδομένα από 152 τυχαία «ζευγαρωμένα» ζευγάρια (που δηλαδή δεν αποτελούν πραγματικούς συντρόφους στη ζωή) και διαπίστωσε ότι τα πρώτα (τα παντρεμένα) έχουν σημαντικά περισσότερες διαφορές στα γονίδια που ρυθμίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα (το λεγόμενο «μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας”). Οι γονείς με ανόμοια γονίδια στον κρίσιμο τομέα του ανοσοποιητικού, παρέχουν στα παιδιά τους αυξημένες πιθανότητες απόκρουσης των μολύνσεων.
Πηγή: Καθημερινή