Ο διάλογος, η σωστή σχέση παιδιών και γονέων

Ο άνθρωπος είναι μια φύση που διαλέγεται. Ο Κ. Τσιρόπουλος στο βιβλίο του «Η αμφισβήτηση του Κατεστημένου», γράφει: «Οι ελεύθεροι διαφωνούν, συνδιαλέγονται, δέχονται την πολλότητα των απόψεων, γιατί γνωρίζουν καλά, πως αυτή η πολλότητα κι αυτή η εναρμόνιση των διαφωνιών είναι το στημόνι, όπου υφαίνεται η ελευθερία του κόσμου». Για το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο διάλογος είναι η πορεία του πνεύματος, η ερευνητική ψηλάφηση θετικών και αρνητικών επιχειρημάτων, με στόχο την εύρεση της Αλήθειας. Ο παιδαγωγικός διάλογος χτίζει πέτρα την πέτρα, το οικοδόμημα της προσωπικής επιτυχίας του παιδιού. Γονείς και δάσκαλοι αυτόν τον παιδαγωγικό διάλογο πρέπει να χρησιμοποιούμε. Ειδικά οι γονείς, είναι ανάγκη να βρίσκονται πολύ κοντά στα παιδιά τους και αυτό θα το πετύχουν μόνο με το διάλογο.

Μερικοί γονείς, λέγοντας ότι κάνουν διάλογο με τα παιδιά τους, εννοούν συνήθως ότι κάνουν υποδείξεις και δίνουν εντολές. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Τα παιδιά έχουν τόσο πολύ «μπουχτίσει» από διαταγές, ώστε και μόνον η υπόνοια ότι οι γονείς έρχονται με τέτοιες διαθέσεις, τα κάνει να κλεισθούν στον εαυτό τους και να παρακολουθούν παθητικά. Μα, το μυστικό του διαλόγου αυτό ακριβώς είναι. Να νιώθει το παιδί ελεύθερο, ώστε να εκφράσει με κάποιο τρόπο τον εσωτερικό του κόσμο και τα προβλήματα που το απασχολούν. Το άριστο είναι να μιλήσει το παιδί κατά το δυνατόν περισσότερο. Μπορεί να ακούσουμε πράγματα που δεν τα είχαμε φαντασθεί, εάν βέβαια μιλήσει ελεύθερα και με ειλικρίνεια. Χωρίς να φαίνεται ότι του κάνουμε ανάκριση, θα το προκαλούμε με διάφορες ερωτήσεις για να αυτοαποκαλύπτεται, ώστε να συλλάβουμε τα προβλήματα που το απασχολούν και να ρυθμίσουμε την πορεία του διαλόγου και γενικά την όλη στάση μας απέναντί του.

Εάν ένα σημείο διαφωνίας δεν είναι τόσο σοβαρό, δεν έχει κάποια συνέπεια για την εξέλιξη του παιδιού, ας μην είμαστε άτεγκτοι, ας κάνουμε μερικές λογικές παραχωρήσεις τονίζοντας ότι αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη των πράξεών του. Έχουμε τότε τρία οφέλη: α) Ότι θα είναι προσεκτικό, αφού ενεργεί υπ’ ευθύνη του, β) δεν θα εναντιωθεί μαζί μας, αφού δεν αντιδρούμε, και γ) το βοηθάμε να αποκτά αυτοπεποίθηση, αφού για μερικά πράγματα αποφασίζει μόνο του.

Μην αρχίζουμε διάλογο με την ψυχολογία και τη λογική, ότι εμείς τα ξέρουμε όλα και το παιδί περιμένει από εμάς μόνο να μάθει. Υπάρχουν πολλά πράγματα, που οι νέοι τα ξέρουν καλύτερα από εμάς τους μεγάλους. Μην τα απαξιώνουμε τόσο πολύ τα παιδιά. Και από τα πιο μικρά μπορεί να ακούσουμε μια σοφή κουβέντα, να πάρουμε μια αλήθεια. Θα χρειαστεί μάλιστα για μερικά θέματα εμείς οι μεγάλοι να συμβουλευθούμε ειδικούς, ώστε να έχουμε τρανταχτά στοιχεία για να τα πείσουμε. Γενικά, λόγω της αγάπης μας προς τα παιδιά και του αγαθού σκοπού που επιδιώκουμε, να σκεπτόμαστε ότι έχουμε μπροστά μας έναν σοβαρό συνομιλητή και ότι επιτελούμε ένα αξιόλογο έργο αγωγής.

Οι γονείς δεν θα περιμένουν το παιδί να φτάσει στην εφηβεία, για να κάνουν διάλογο μαζί του. Από τη νηπιακή ηλικία μπορεί να έχουν μια σχετική επικοινωνία. Αστεία ανέκδοτα, εντυπώσεις, τραγουδάκια, ύμνους, ειδήσεις διάφορες και άλλα πολλά μπορεί να είναι το υλικό για το περιεχόμενο των συζητήσεών μαζί του. Έτσι το διασκεδάζουμε, το μορφώνουμε, το διαμορφώνουμε, το παιδαγωγούμε, κυρίως όμως το εκπαιδεύουμε για να γίνει ένας καλός μελλοντικός συζητητής μαζί μας. Κατ’ αρχήν μάνα και κόρη, πατέρας και αγόρι, αλλά και αντιστρόφως. Διότι πρέπει να μάθουν την ψυχολογία και τη νοοτροπία και του άλλου φύλου και να αποκτούν τις αρετές και τις ικανότητές του επίσης. Να συνδυάζουν τη γυναικεία λεπτότητα με την ανδρική αυτοπεποίθηση και σταθερότητα. Το σπουδαιότερο όμως που επιτυγχάνουμε με τις επικοινωνίες αυτές είναι ότι καθιερώνουμε και εμπεδώνουμε την ψυχική επαφή με τα παιδιά μας. Αυτή πρέπει να τη διατηρούμε πάση θυσία ιδίως κατά την εφηβεία.

Τα θέματα προς συζήτηση πρέπει να είναι για το παιδί αφ’ ενός ενδιαφέροντα, αφ’ ετέρου ωφέλιμα. Πρέπει να κινήσουμε το ενδιαφέρον του παιδιού αρχίζοντας από θέματα με τα οποία ασχολείται. Στη συνέχεια οδηγούμε φυσιολογικά τη συζήτηση σε θέματα, που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον, πιο ουσιαστικά και ωφέλιμα. Ο Απόστολος Παύλος, όταν μίλησε στους αρχαίους Αθηναίους, άρχισε από τον «άγνωστο Θεό» και στη συνέχεια τους έδειξε τον «αληθινό Θεό». Ενώ όταν ομιλούσε προς τους Ιουδαίους, άρχιζε από το Νόμο και την Περιτομή. Αρχίζουμε, λοιπόν, από σημεία, που το ευαισθητοποιούν προσωπικά και προσελκύο
υ
ν την προσοχή του και μετά προχωρούμε σε πιο ουσιαστικά, πνευματικά, ηθικά, βαθύτερα. Όπως για την παρουσία, την πρόνοια, την δικαιοσύνη του Θεού, τις συναναστροφές, τους ηθικούς κινδύνους του παιδιού, για τους σκοπούς της ζωής του κτλ.

Αφού με το διάλογο επιτελείται ένα σοβαρό έργο αγωγής, πρέπει για τη διεξαγωγή του να διασφαλίσουμε ένα χώρο εξωτερικής ησυχίας και μια κατάσταση ψυχικής γαλήνης, εξάλλου δεν πρέπει να κάνουμε διάλογο μετά από δυσάρεστα γεγονότα, από ψυχικές ταραχές, από σχολικές δυσκολίες και εντάσεις του παιδιού, από δική μας έλλειψη ηρεμίας, γιατί θα γίνει ένα έργο αγγαρείας και δεν θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα.

Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο δεν μπορούμε να πείσουμε κάποιον ότι είναι εσφαλμένη η γνώμη του παίρνοντας αμέσως την αντίθετη θέση. Γιατί είναι βέβαιος για την ορθότητα της δικής του γνώμης και προκατειλημμένος κατά της αντίθετης δικής μας. Και αυτό που φαίνεται σε κάποιον υπερβολικά παράξενο, δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς αντίρρηση, παραδεκτό. Πρέπει, λοιπόν, να κλονίσουμε προηγουμένως τη γνώμη του με άλλα λόγια και επιχειρήματα, και τότε να τον πείσουμε για την ορθότητα της αντίθετης γνώμης που πιστεύουμε εμείς. Κατά τον ίδιο Πατέρα, στους αρχάριους και αδύνατους δεν μπορούμε να παρουσιάζουμε από την αρχή όλες τις δυσκολίες.

Είναι προτιμότερο στους διαλόγους πρώτα ν’ ακούμε και μετά να μιλάμε. Τότε πετυχαίνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, αποφεύγουμε δικά μας σφάλματα, που ενδεχομένως θα κάναμε, επειδή αγνοούμε το συνομιλητή μας, τον ψυχικό του κόσμο και τα προβλήματά του. Δεύτερον, αφού τον ακούσουμε και γνωρίσουμε το έδαφος που έχουμε μπροστά μας, την ψυχή του δηλαδή, τα αποτελέσματα θα έχουν επιτυχία, τα λόγια μας θα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και στις δυνατότητες που έχει να αποδεχθεί και να αφομοιώσει αλήθειες.

Σήμερα λείπει ο αληθινός διάλογος. Έχει ξεφύγει από την παιδαγωγική του κοίτη. Ο σημερινός νέος αυθαδιάζει και νομίζει πως κάνει διάλογο. Αντιδρά και εκνευρίζεται και πιστεύει πως αυτοβεβαιώνεται. Αντιλέγει και κομπάζει, και έχει τη γνώμη πως δείχνει ελεύθερος. Από την άλλη πλευρά, ο ώριμος άνθρωπος προβάλλει εγωϊστικά τις απόψεις του, μονοπωλεί την αλήθεια, δε δέχεται αντίρρηση στα λεγόμενά του και πιστεύει πως κάνει διάλογο. Λάθος! Ο αληθινός διάλογος βασίζεται στην ελευθερία. Το παιδί πρέπει ελεύθερα να πει τις απόψεις του και ο Παιδαγωγός με υπομονή και αγάπη, με κατανόηση και συμπάθεια, με σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού να το οδηγήσει στην αλήθεια. Γιατί, αν το παιδί δε μιλήσει σε μας, θα ζητήσει να βρει αλλού κατεύθυνση και καθοδήγηση.

Αγαπητοί γονείς! Πλησιάστε, όσο μπορείτε τα παιδιά σας. Βρίσκονται στην πιο δύσκολη καμπή της ζωής τους. Σας έχουν πολύ ανάγκη. Αφήστε τα να σας μιλήσουν, να σας ανοίξουν την ψυχή τους, να σας νοιώσουν πολύ κοντά τους. Είστε αυτοί που τα αγαπάτε πραγματικά, κι όμως οι ψεύτικες αγάπες γύρω τους τα κάνουν να μην σας αναγνωρίζουν πολλές φορές ή να αγνοούν τα γεμάτα αγάπη και στοργή λόγια σας. Οι έφηβοι θέλουν να μιλάνε, να διαλέγονται, αλλά δε θέλουν λόγια και θεωρίες. Θέλουν παράδειγμα και εποικοδομητικό διάλογο. Βοηθείστε και μας, και μαζί γονείς και δάσκαλοι να συνεργαστούμε για να σώσουμε τα παιδιά μας με την επικοινωνία και τον ζωοποιό διάλογο.

Γνωρίζοντας τη δύναμη της μελωδίας και τις ευεργετικές επιδράσεις στην ανθρώπινη φύση οι αναπτυγμένοι λαοί στον αρχαίο κόσμο, δεν θα μπορούσαν παρά να συμπεριλάβουν και τη μουσική στις τέχνες που εξυψώνουν το πνεύμα και τον άνθρωπο.

Έτσι στην αρχαιότητα όλοι σχεδόν είχαν μουσική παιδεία, γιατί αναπόσπαστο μέρος της παιδείας και απαραίτητο συστατικό της αγωγής ήταν η μουσική και όπως λέει ο Στράβων , οι Έλληνες τα παιδιά τους πρώτα τα παιδεύουν, τα εκπαιδεύουν στη μουσική, έτσι ώστε όλη η Ελλάδα να παριστάνεται ως μία μουσική συμφωνία.

Στους αρίστους καιρούς το βάρος της παιδείας το δίνανε στη γραμματική, τη μουσικ

ή και τη γυμναστική. Και όπως μας βεβαιώνει ο Θεμιστοκλής, όποιος δεν γνώριζε να παίζει λύρα λογίζεται απαίδευτος, αμόρφωτος.

Με τη μουσική εξευγενίζονται οι αισθήσεις και με τις κατάλληλες μελωδίες και αρμονίες, οποιοδήποτε αίσθημα και οποιαδήποτε διάθεση του ατόμου δειλίας, μίσους, φόβου, μετατρέπονται στο αντίθετο. Ακόμα και οι ασθένειες του σώματος με τη μουσική θεραπεύονται.

Η κατανόηση & η επικοινωνία μέσα στην οικογένεια

Η οικογένεια ανεξαρτήτου μορφής, σχήματος και μεγέθους, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας, εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος ιστός στον οποίο υφαίνονται τόσο οι ατομικές όσο και οι παγκόσμιες αξίες. Το υφάδι που διαπερνά και ενεργοποιεί τον ιστό αυτό είναι η μαγική, πολλές φορές τόσο απλή και άλλες τόσο δύσκολη έννοια της κατανόησης.

Πρόθεσή μας δεν είναι να αναλύσουμε εδώ την έννοια από φιλοσοφική ή εννοιολογι­κή άποψη, αλλά κυρίως από λειτουργική-πρακτική, δηλ ως διαδικασία δημιουργίας μιας κατάστασης. Μιας διαδικασίας που μας οδηγεί στην επικοινωνία και στη συνάντηση με τον "άλλο", πιθανόν τον τόσο διαφορετικό "άλλο", που μπορεί να είναι ο ίδιος μας ο εαυ­τός, ο σύντροφός μας, ή άλλο μέλος του οικογενειακού μας ή του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.

Άρα το να καταλαβαίνουμε πλήρως πρώτα τον εαυτό μας και ύστερα τους άλλους είναι το βασικό βήμα στην επικοινωνιακή διαδικασία των διαπροσωπικών μας σχέσεων. Αν η κα­τανόηση πέρα από αυτογνωσία γίνεται και παιδαγωγική διαδικασία μεταξύ συντρόφων, οικογένειας, σχολείου, κοινωνίας, τότε η επίτευξη βασικών ατομικών και κοινωνικών α­ξιών είναι σχεδόν σίγουρη. Αντίθετα η έλλειψη κατανόησης αποτελεί πηγή συγκρούσεων και δημιουργίας προβληματικών καταστάσεων που φτάνουν στα όρια να διαλύουν ακόμα κι αυτή την ύψιστη δύναμη της Αγάπης. Της Αγάπης που «πάντα στέργει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει».

Τα περισσότερα προβλήματα σήμερα, τόσο μέσα στην Οικογένεια, όσο κι έξω απ’ αυτή (διαζύγια, εγκατάλειψη οικογενειακής εστίας, ναρκωτικά, βία, πορνεία, πόλεμοι, φτώχεια, ανεργία κλπ.) θα μπορούσε να πει κανείς ότι οφείλονται στην έλλειψη κατανόησης μεταξύ των επικοινωνούντων μελών.

Χαρακτηριστικά της Ελληνικής Οικογένειας

Μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον καλείται να διαδραματίσει το δικό της ρόλο η ελληνική οικογένεια συμπορευόμενη αλλά και διατηρώντας τα βασικά ως στοιχεία που "στη φάση του νέου ελληνισμού εξασφαλίζoυν την ύπαρ­ξη της ελληνικότητας όχι ως κατάστασης αλλά ως διαδικασίας κατασκευής μιας κατάστα­σης" Τα στοιχεία αυτά είναι:

α) η οικουμενικότητα, β) η ιστορικότητα και γ) η ορθοδοξία.

Μέσα σ’ αυτά τα γενικά και ειδικά πλαίσια διαμορφώνονται οι αξίες της ελληνικής Οικογένειας και στηρίζονται οι διαπροσωπικές Οικογενειακές σχέσεις. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι με το πολυπολιτισμικό άνοιγμα των κοινωνιών φαίνεται να απειλείται η αποτελεσματικότητα των ζωτικών αυτών στοιχείων. Στους ώμους της ελληνικής Οικογένειας πέφτει και το αρχικό βάρος της οικοδόμησης και διατήρησης της εθνικής ταυτότητας και ως πολιτιστικής κληρονομιάς. Έτσι η Οικογένεια θα πρέπει να εκπαιδεύει τα μέλη της ώστε μέσα από τον αυτοπροσδιορισμό τους να σέβονται, ν’ αποδέχονται και να κατανοούν τη διαφορετικότητα του κάθε "άλλου", χωρίς να τραυματίζεται η ψυχική τους υγεία μέσω προ­καταλήψεων και στερεοτυπικών αντιλήψεων.

Ως λαός είμαστε απ’ αυτούς που χιλιοτραγούδησαν την Οικογενειακή ζωή σ’ όλες της τις φάσεις με τα έντονα βιώματα και συναισθήματα. Ο μισεμός, η αγάπη, ο έρωτας, ο γάμος, η γέννηση, ο θάνατος, κλπ., κατέχουν σημαντική θέση στη λαϊκή μας παράδοση, άσχετα αν τα έθιμα εξασθενούν. Η ελληνική Οικογένεια εξακολουθεί να υπάρχει ως δίκτυο αλληλοβοήθειας και αλληλοϋποστήριξης, στον κύκλο των πολύ στενών συγγενών (γονείς, αδέρφια, παππούδες, κ.λ.π.).

Οικογενειακές σχέσεις – επικοινωνία – κατανόηση

Για να γίνει πιο κατανοητό πώς επιδρούν στις συμπεριφορές και στην επικοινωνία μελών της Οικογένειας οι κοινωνικές μεταβολές, θα επισημάνουμε ένα παράδειγμα από το βιβλίο της Χ. Κατάκη "Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής Οικογένειας" (Κέδρος 1984), που αναφέρεται στις θεμελιακές ανακατατάξεις, στο σκοπό και στη μορφή και φυσικά στις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της. Γράφει λοιπόν η συγγρ

αφέας – ερευνήτρια:

"Τα τρία πρόσωπα της ελληνικής Οικογένειας τα συνάντησα σ’ ένα Ηπειρώτικο Χωριό Τρεις γενιές, τρεις διαφορετικές νοοτροπίες συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο και χρόνο. Οι απαντήσεις που μου έδωσαν οι εκπρόσωποι των τριών γενεών στο ερώτημα «Γιατί παντρεύονται οι άνθρωποι», περικλείουν τις βαθιές διαφορές των αντιλήψεών τους για το γάμο και την Οικογένεια. Ο παππούς, εβδομηντάρης κτηνοτρόφος μου είπε: «Μα αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου». Ο γιος του, εγκατεστημένος στα Γιάννενα, αλλά στενά δεμένος με το χωριό, απάντησε: «Για να κάνουν παιδιά, να τα μεγαλώσουν, να τα μορφώσουν και να τα κάνουν χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία». Κι ο εικοσιπεντάχρονος εγγονός, καθηγητής σε γυμνάσιο στην Αθήνα, μου είπε: «Ο γάμος και τα παιδιά μπορεί ν’ αποτελούν βασικό σκοπό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να δημιουργηθεί με το σύντροφό μας μια καλή σχέση, η οποία να βασίζεται στην ισότητα, στην ειλικρίνεια στην κατανόηση"’.

Η έννοια λοιπόν της κατανόησης είναι ζητούμενο στα πλαίσια των νέων ιστορικών κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων. Η διαφορά νοοτροπίας που συνοδεύει τις γενιές του ευρύτερου Οικογενειακού περιβάλλοντος μπορεί ν’ αποτελέσει πηγή συγκρούσεων για το νέο ζευγάρι, το οποίο θα πρέπει να είναι έτοιμο να τις αντιμετωπίσει ή να ψάξει να βρει από πού ξεκινούν οι διαφορές. Οι συζυγικές συγκρούσεις μπορεί να είναι έξω και να προέρχονται από το ευρύτερο Οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον, ή μπορεί να προέρχονται από τα ίδια τα άτομα λόγω αλληλοσυγκρουόμενων προτύπων ζωής. Κι γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο για ένα άτομο να τοποθετήσει τον εαυτό του απέναντι στις αντιφατικές αντιλήψεις που συνυπάρχουν στο άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του. Οι εσω­τερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις αναπόφευκτα διοχετεύονται στη συναλλαγή μας με τους άλλους και δημιουργούν επιπλοκές στην επικοινωνία. Οι διαπροσωπικές αυτές συ­γκρούσεις αυξάνουν την εσωτερική μας σύγχυση και ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται. (Κα­τάκη 1984: 54).

Επίσης οι συζυγικές συγκρούσεις μπορεί να είναι συγκρούσεις αναγκών ή συγκρού­σεις απόψεων. Για δυο άτομα άγνωστα μέχρι χτες μετα­ξύ τους και με διαφορετικά Οικογενειακά ή και πολιτιστικά περιβάλλοντα η επικοινωνία μπορεί να δυσχεραίνεται στην αρχή. Όμως αν πιστεύουν ότι θέλουν να ζήσουν μαζί τις πιο στενές ανθρώπινες σχέσεις θα πρέπει να αναπτύσσουν νέα στοιχεία που διευκολύ­νουν τη συνεννόηση και την προσαρμογή στο κοινό επικοινωνιακό περιβάλλον.

Είναι γεγονός ότι η ένταξη της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία εκτός σπιτιού ανέτρεψε πολλά από τα παραδοσιακά σχήματα, αλλά παράλληλα αυτή ανέλαβε το κύριο βάρος των νέων ευθυνών και υποχρεώσεων για τις οποίες όμως δεν ήταν προετοιμασμέ­νη. Από την άλλη μεριά ο άνδρας βλέπει ότι με την εξελισσόμενη ισοτιμία των ρόλων ξαλαφρώνει από πολλά βάρη (κυρίως οικονομικά) αλλά του είναι ακόμα δύσκολο να στε­ρηθεί τα παραδοσιακά του προνόμια. Το βασικό σημείο και στην περίπτωση αυτή είναι το πνεύμα συνεργασίας και αλληλοκατανόησης ώστε να μη φτάνει καμία πλευρά στα άκρα, γιατί τα άκρα φέρνουν άκρα.

Η γυναίκα θα πρέπει να κατανοήσει το ρόλο της ως μητέρας και φορέα πρωταρχικής φροντίδας του νεογέννητου, ενώ αντίστοιχα ο άνδρας θα πρέπει επίσης να κατανοήσει τις ανάγκες και τις προσωπικές φιλοδοξίες της συζύγου του και να συνδράμει ώστε να τις ικανοποιήσει. Αυτό σε σχέση βέβαια με την παρουσία του νέου μέλους στην Οικογένεια, γιατί πάντα θα πρέπει και οι δύο σύζυγοι να σέβονται ο ένας τις φιλοδοξίες του άλλου και να επιλέγουν όσες βοηθούν την ισόρροπη ανάπτυξη της συζυγικής και οικογενειακής τους σχέσης.

Πολλές επιστήμες σήμερα, όπως η ιατρική, Ψυχιατρική, κοινωνιολογία, Ψυχολογία, βιολογία κ.λ.π., έχουν αποδείξει ότι η ισορροπημένη ζωή αποτελεί ένα στόχο που μόνο με τη συνεργασία όλων μας των δυνάμεων, πνευματικών, Ψυχικών και σωματικών μπορούμε να τον πλησιάσουμε. Η ισορροπημένη ζωή όμως σχετίζεται άμε­σα με την ισορροπημένη συζυγική και κατ’ επέκταση Οικογενειακή σχέση απ’ όπου το παιδί αντλεί τα πρώτα μηνύματα. Γι’ αυτό οι σύζυγοι θα πρέπει να εργάζονται πάντα με αγάπη για τη διατήρηση της ισορροπημένης σχέσης και ν’ αποφεύγουν τις παθολογίες της εξαρτημένης σχέσης ή της σχέσης αποξένωσης ή εξαρτημένης αποξένωσης.

Όταν ο καθένας μέσα από την αυτογνωσία του και την αυτοκριτική του δεχτεί με ειλικρίνεια τις αδυναμίες του καθώς και του συντρόφου του και δεν τις αποφεύγει αλλά τις συζητάει, τότε αυτές
παύουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη σχέση. Βέβαια η συζήτηση εδώ έχει τη θέση της ειλικρινούς προθέσεως για να βελτιωθεί η σχέση, να διευκολυνθεί ή επικοινωνία και η συμβίωση και όχι να τοποθετείται ο άλλος σε μειονεκτική θέση με τα κατηγορώ. Αξίζει ν’ αναφέρουμε εδώ την Κινέζικη προσευχή για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αλλάξει στο χαρακτήρα κάθε ανθρώπου και τη σημασία που έχει η κατανό­ηση αυτών των δύο πραγμάτων. Λένε λοιπόν οι Κινέζοι:

Θεέ μου δώσ’ μου τη δύναμη

να δεχτώ ό,τι δεv μπορώ v’ αλλάξω

τη γνώση να δουλεύω για ό,τι μπορώ ν’ αλλάξω

και τη σοφία να διακρίνω μεταξύ αυτών των δύο.

"Σήμερα κάθε σύντροφος θέλει να νοιώσει ότι αγαπάει και αγαπιέται γι’ αυτό που είναι, όχι γι’ αυτό που μπορεί να κάνει. Νοιώθει ελεύθερος να εκφράζει αυτό που είναι και όχι αυτό που ο άλλος απαιτεί απ’ αυτόν να είναι. Για να γνωρίσουν όμως ο ένας τον άλλο, για να πλησιάσουν συναισθηματικά, απαιτείται μια εκπαίδευση στη συνεργασία στnν ανοι­χτή και τίμια επικοινωνία. Χρειάζεται ν’ αναζητήσουμε και να εξασκηθούμε σε εποικοδο­μητικούς τρόπους λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας." Γιατί μπορεί με το στόμα να λέμε "Καλημέρα" αλλά με το ύφος μας και τον τρόπο που το λέμε κάθε άλλο παρά καλή να προβλέπεται η μέρα. Η κατανόηση είναι η έννοια κλειδί στη αντίδραση μεταξύ των συζύγων για επικοινωνία.

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε όμως ότι συντροφικότητα σημαίνει και αυτονομία και το παράδοξο της ζωής είναι ότι μόνο ένας αυτόνομος άνθρωπος είναι ικανός για μια πραγματικά συντροφική ζωή. Αυτόνομος άνθρωπος όμως σημαίνει ότι έχει φτάσει σε βαθμό Ψυχολογικής ωριμότητας που συγκεντρώνει τις ακό­λουθες ιδιότητες:

ü Να έχει αυτογνωσία

ü Να κάνει σωστή αυτοκριτική

ü Να αναλαμβάνει την ευθύνη των πολλαπλών ρόλων του στην Οικογενειακή, επαγγελματική \ και κοινωνική ζωή.

ü Να έχει διάθεση συνεργασίας με τον άλλον και παραδοχής

ü Να μεταφέρεται στη θέση του άλλου και να τον καταλαβαίνει

ü Να περιορίζει τον εγωκεντρισμό του.

ü Να είναι καλός ακροατής

ü Να μην υπερβάλλει σε μικροερεθισμούς της καθημερινής ζωής, χάνοντας τους κε­ντρικούς άξονες που έχει χαράξει για την πορεία του.

ü Να χαίρεται τα θετικά σημεία της ζωής του και να αισιοδοξεί για περισσότερα.

ü Να απαλλάσσεται από τα υπολείμματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (εγωκεντρι­σμό, αποφυγή ανάληψης ευθυνών, άρνησης συνεργασίας, φυγή, απομόνωση κλπ.).

ü Να μην ξεχνά πως αποτελεί μέρος της πλατύτερης κοινωνικής ομάδας στην οποία πρέπει να εντάσσεται, αξιοποιώντας τις ικανότητες του και βοηθώντας τους υπόλοιπους να υλοποιήσουν τα κοινά προγράμματα τnς κοινωνικής ζωής.

Αν και η οικογένεια σήμερα έχασε μεγάλο βαθμό από τnν κοι­νωνικοποιητική της λειτουργία, γιατί άλλοι θεσμοί με κυρίαρχο τα ΜΜΕ την έχουν αναλά­βει, η οικογένεια ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός πυρήνας πολιτισμικής και κυρίως συναισθηματικής στήριξης του ατόμου. Παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα με υγιείς και ισορροπημένες οικογενειακές σχέσεις, βιώνουν τελείως διαφορετικά τις συ­μπεριφορές απ’ ό,τι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε "παθολογικά" περιβάλλοντα, όπου δεν υπάρχει κατανόηση των αναγκών και των ευαισθησιών τους (πχ. υπερβολική προστασία, αυταρχισμός, εχθρότητα κ.λπ.).

Η ανθρώπινη επαφή, η ζεστασιά και η θαλπωρή που προσφέρει το χάδι των γονιών, το χαμόγελό τους, η κουβέντα μαζί τους, δημιουργούν στα παιδιά ευχάριστες συνθήκες για ανάπτυξη. Τα παιδιά έχουν φοβερή διαίσθηση και αντιλαμβάνονται τη στάση των γονιών απέναντι τους από πολύ μικρά. Γι’ αυτό οι γονείς θα πρέπει να είναι φιλικοί και ειλικρινείς μαζί τους, να εκφράζουν απλόχερα τα θετικά κυρίως συναισθήματα στα παιδιά τους, ώστε να μη τους δημιουργείται το αίσθημα της απόρριψης, της εγκατάλειψης και της μη ύπαρξης εμπιστοσύνης.

Σήμερα επανέρχονται στο φως στοιχεία παλαιοτέρων ερευνών που πιστεύουν ότι το χάδι στο βρέφος αποτελεί βασικό στοιχείο ομαλής φυσικής, διανοητικής και Ψυχικής ανά­πτυξής τους. "Τα βρέφη που τα παραμελούν, τα αγνοούν ή δεν τα χαϊδεύουν αρκετά, μπορεί να υποφέρουν από φυσικό ή διανοητικό μαρασμό που φτάνει μέχρι το θάνατο". Αν οι γονείς δεν δείξουν κατανόηση στις ανάγκες του παιδιού και δεν παράσχουν την απαιτούμενη φροντίδα και αγωγή, και δεν αφιερώσουν σημαντικό χρόνο γι’ αυτό, που πιθανόν να απαιτήσει και θυσίες επαγγελματικές, μπο

ρεί να δημιουργήσουν ανεπανόρθωτα προβλήματα στη συμπεριφορά και την ομαλή κοινωνικοποίηση του. Το παιδί αρχικά μαθαίνει μιμούμενο και αργότερα κρίνοντας. Όταν ισχύουν συμφωνίες αλ­ληλεγγύης, διάθεση προσφοράς, ατμόσφαιρα κατανόησης των προβλημάτων του κάθε μέλους, το παιδί μαθαίνει να λειτουργεί και να συμπεριφέρεται παρόμοια. Το ίδιο συμβαί­νει και όταν υπάρχουν αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία το παιδί μέσω του μηχα­νισμού ταύτισης τα εσωτερικεύει.

Όπως προηγούμενα μιλήσαμε για τη συντροφικότητα και την αυτονομία των συζύγων, το ίδιο ισχύει και τώρα με την ύπαρξη των παιδιών. Οι Οικογενειακές σχέσεις θα πρέπει να οικοδομούνται στη βάση των αρχών της κατανόησης για συνύπαρξη και της αυτονομίας των μελών για ανεξάρτητη δράση και ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Βασικό στοιχείο στην περίπτωση αυτή είναι η ύπαρξη αμοιβαίας κατανόησης των μελών Και διάθεση για συνεργασία και προσφορά. Κατανόηση βεβαίως δεν σημαίνει μόνο δικαιώματα, αλλά διάλογος και συμμετοχή στη λήψη αποφά­σεων. Δεν θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να αγνοείται βεβαίως και η δυναμική που διαμορφώνεται κάθε φορά στις οικογενειακές ομάδες και προσδιορίζει τις συμπεριφορές των μελών τους.

Το θέμα των σχέσεων γονέων και παιδιών έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά το ρόλο που διαδραματίζει σ’ αυτές η κατανόηση. Στη συναισθηματική διαδρομή της οικογενειακής ζωής συναντάμε στο ένα άκρο τη στοργή και στο άλλο την εχ8ρότητα, ενώ στη διαδρομή του τρόπου διαπαιδαγώγησης των εξουσιαστικών δηλαδή σχέσεων στο ένα άκρο συναντάμε την αυτονομία και στο άλλο τον έλεγχο. Αυτές οι διαστάσεις οδηγούν στους αντίστοιχους τύπους γονέων, που διαμορφώ­νουν διαφορετικές συμπεριφορές στα παιδιά μέσα από το διαφορετικό βαθμό κατανόησής τους.

Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι γονιών και ποια τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Στον πρώτο άξονα έχουμε στα αντίστοιχα άκρα τη δυάδα στοργικοί – απορριπτικοί γονείς και στο δεύτερο τη δυάδα διαλεκτικοί – αυταρχικοί γονείς.

Οι στοργικοί – φιλικοί γονείς δείχνουν την αγάπη τους στο παιδί απλόχερα, το επιδοκι­μάζουν και το ενισχύουν ψυχολογικά πολύ συχνότερα, συζητούν μαζί του, αφιερώνουν χρόνο για τη συντροφιά του και συμμετέχουν στα παιχνίδια του και στις ασχολίες του, του παρέχουν ηθική συμπαράσταση στα σφάλματα και τις δυσκολίες κ.λ.π. Αντίθετα οι εχ8ρι­κοί- απορριπτικοί γονείς δείχνουν στο παιδί συχνή αποδοκιμασία, τσιγκουνεύονται τις εκδηλώσεις στοργής και τις αμοιβές, κάνουν συχνή κριτική και μεγαλώνουν τα σφάλματα του παιδιού. Επίσης, δύσκολα συμφιλιώνονται μαζί του μετά από διαφωνία και γενικά το θεωρούν παρείσακτο και ανεπιθύμητο.

Οι διαλεκτικοί γονείς ενθαρρύνουν την αυτονομία του παιδιού και χρησιμοποιούν διαλεκτικό-εξατομικευμένο τρόπο διαπαιδαγώγησης. Παράλληλα αναγνωρίζουν στο παιδί δικαιώματα, δείχνουν σεβασμό στην ατομικότητά του και σέβονται τις ιδιαίτερες προτιμήσεις και τα διαφέροντά του. Οι γονείς αυτοί δεν διστάζουν ν’ ασκήσουν κριτική για συμπεριφορά τους προς το παιδί, αναγνωρίζουν σφάλματα και ελλείψεις στον τρόπο ανατροφής του παιδιού και επιθυμούν να βελτιωθούν ως γονείς.

Οι αυταρχικοί γονείς βασίζονται στον έλεγχο και την εξουσία και χρησιμοποιούν τρόπο διαπαιδαγώγησης-χειραγώγησης τον αυταρχικό – στερεοτυπικό (απειλές, τιμωρίες, εξωτερική πειθαρχία, επιβολή).

Έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και του βαθμού κατανόησης των γονιών με την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών έχουν δείξει ότι (Παρασκευόπουλος τόμος 20ς 174-175):

α) Οι γονείς που συνδυάζουν στοργή και αυτονομία, έχουν κατά κανόνα παιδιά με συναισθηματική σταθερότητα, κοινωνικότητα, φιλική διάθεση, έφεση για μάθηση, υψηλή επίδοση, ενισχυμένο αυτοσυναίσθημα, δημιουργικότητα και συνεργατικότητα.

β) Οι γονείς που συνδυάζουν στοργή και έλεγχο είναι οι υπερπροστατευτικοί γονείς. Τα παιδιά τους συνήθως δείχνουν τυραννική συμπεριφορά, εγωιστική στάση, εγωκεντρική διάθεση, περιορισμένες κοινωνικές επαφές, εξάρτηση και εσωτερική ανασφάλεια.

γ) Οι γονείς που συνδυάζουν αυτονομία και εχθρότητα είναι συνήθως οι αδιάφοροι γονείς. Τα παιδιά τους προσανατολίζονται και ταυτίζονται με τις ομάδες των συνομηλίκων γι’ αυτό η συμπεριφορά τους και η σταδιοδρομία τους κρίνονται από το είδος της ομάδας που τελικά θα ενταχθούν. Αν δηλαδή ενταχθούν-ταυτιστούν με ομάδες δημιουργικής εργασίας εξελίσσονται σε άτομα που παίρνουν

πρωτοβουλίες και επιτυγχάνουν υψηλές επιδόσεις, αν όμως ενταχθούν σε ομάδες με αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά γίνονται και τα ίδια αντικοινωνικά.

δ) Οι γονείς που συνδυάζουν εχθρότητα και αυστηρό έλεγχο είναι οι σκληροί, βίαιοι γονείς. Τα παιδιά τους αναπτύσσουν συναισθήματα πικρίας, αποστροφή προς τους άλλους και επιθετικότητα. Άλλοτε δείχνουν εξάρτηση, συμμόρφωση και υποκριτική στάση και άλλοτε έκδηλη εχθρότητα και εγκληματικότητα, Τα παιδιά αυτά δεν εντάσσονται σε ομάδες συνομηλίκων και σε περίπτωση εκτροπής γίνονται ο μονήρης, σκληρός και ανάλγητος εγκληματίας.

Ιδανικοί θεωρούνται οι γονείς που συνδυάζουν συγχρόνως τα εξής τρία χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά τους 1) έχουν στοργή, 2) ενθαρρύνουν την αυτονομία και την αυτάρκεια του παιδιού και 3) απαιτούν από το παιδί τους ώριμη συμπεριφορά.

Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω γίνεται φανερό τι σημασία έχει πράγματι το γεγονός ότι η κατανόηση αρχίζει μέσα στην οικογένεια και τι επιδράσεις μπορεί να έχει στο άτομο και στο κοινωνικό σύνολο αν δεν αρχίζει από εκεί. Θα αναφέρουμε ακόμα ένα σημείο που βοηθάει τα μέλη μιας οικογένειας στο να αλλrιλοκατανοούνται, να επικοινωνούν μεταξύ τους και να οικοδομούν τrι δημοκρατία μέσα στο σπίτι. Αναφερόμαστε στην καθιέρωση και λειτουργία του οικογενειακού συμβουλίου, όπου θα συζητούνται όλα τα θέματα που απασχολούν τα μέλη και μέσα από διαδικασίες αλλnλοϋποστήριξnς και διαλόγου θα λαμ­βάνονται οι πιο χρήσιμες αποφάσεις για κάθε μέλος.

Η ατμόσφαιρα που θα πρέπει να διαμορφώνεται στο Οικογενειακό συμβούλιο θα πρέ­πει να είναι τέτοια ώστε παιδιά και ενήλικες να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με σεβασμό και το κάθε άτομο ν’ αναγνωρίζει τηv αξία του και να σέβεται τον εαυτό του και τα άλλα μέλη. Ακόμα κι αν μερικά μέλη είναι πιο μεγαλόσωμα από άλλα, μερικά μεγαλύτερα στnν ηλικία, μερικά σοφότερα όλα θα πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους σαν σε ίσα αν­θρώπινα πλάσματα ικανά για μια αξιόλογη συμβολή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα αγνοούμε τις διαφορετικές ανάγκες που προσδιορίζουν n ηλικία, ή διάφορες άλλες καταστάσεις που χαρακτηρίζουν ξεχωρι­στά το κάθε μέλος.

Μέσα από την οικογένεια, μέσα απ’ αυτό το εργαστήρι ψυχών, καρδιών, συνειδήσεων, συμπεριφορών θα μπουν τα θεμέλια τnς δημιουργίας ελεύθερων προσωπικοτήτων που θα είναι σε θέση να κατανοούν το ευρύτερο και στενότερο κοινωνικό περιβάλλον τους σ’ ένα σύγχρονο συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Που θα είναι σε θέση να κατανοούν με βάση την αγάπη, την αγάπη που έδειξε ο Θεός προς τον άνθρωπο και που θα πρέπει να δείξει και ο άνθρωπος προς το συνάνθρωπό του και προς τον ίδιο το Θεό.

Πηγή: Μαρία Μαμασούλα, Διευθύντρια του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου