Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητικές ομάδες του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ και του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Οι δίδυμοι, οι οποίοι μεγάλωναν στα ίδια σπίτια, δήλωσαν συμμετοχή σε αυτήν το 1991, όταν ήσαν ηλικίας 13 έως 20 ετών. Έκτοτε, απαντούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα σε ερωτήσεις του τύπου «χάνεις πολύ γρήγορα τους φίλους σου;» ή «πιστεύεις ότι σε αγαπούν οι άλλοι;» – και οι ερευνητές βαθμολογούσαν αναλόγως με τις απαντήσεις τους την μοναξιά που ένιωθαν.
Συγκρίνοντας οι επιστήμονες τις απαντήσεις που έδωσε κάθε ζεύγος διδύμων ξεχωριστά, διαπίστωσαν ότι η βαθμολογία της μοναξιάς ήταν παρόμοια μεταξύ κάθε ζεύγους πανομοιότυπων διδύμων, αλλά αισθητά διαφορετική μεταξύ των μη πανομοιότυπων ζευγών.
Το εύρημα αυτό υποδηλώνει, κατά τους ερευνητές, ότι τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στον αν ένας άνθρωπος θα αισθάνεται μόνος ή όχι στη διάρκεια της ζωής του. Και αυτού του είδους η γνώση είναι χρήσιμη, «διότι μας δείχνει ότι δεν αρκεί να προσπαθείς να αλλάξεις το περιβάλλον σου, εάν θες να μην νιώθεις μόνος, διότι η προσπάθεια αυτή δεν αποδίδει εξ ίσου σε όλους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Ντόρρετ Μπούμσμα.
Οι ερευνητές, των οποίων η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Γενετική της Συμπεριφοράς», εκτιμούν ότι η μοναξιά μπορεί να πηγάζει από τους προϊστορικούς χρόνους, όταν οι κυνηγοί επίτηδες απομονώνονταν από τους άλλους, για να μην εξαναγκάζονται να μοιράζονται την τροφή τους – κάτι απαραίτητο για να μπορούν οι ίδιοι να τρέφονται καλά και να έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβιώσεως και, αργότερα, αποκτήσεως απογόνων.
Η τακτική αυτή, όμως, είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα, σύμφωνα με τους ερευνητές: οι κυνηγοί γίνονταν αγχώδεις, αρνητικοί, επιθετικοί και ανέπτυσσαν ροπή προς την κοινωνική απομόνωση.
Οι ερευνητές σημειώνουν στο άρθρο τους ότι, βάσει των στοιχείων που συνέλλεξαν, όλες οι ομοιότητες στην μοναξιά μεταξύ των διδύμων εξηγούνταν από τα κοινά γονίδια που έφεραν, δίχως να υπάρχουν ενδείξεις ότι έπαιξε ρόλο η κοινή ανατροφή τους.