Ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός παιδιών ή εφήβων (από 5 έως 14 ετών) βιώνει με κυμαινόμενα αισθήματα έντονου φόβου, άγχους ή και πανικού το ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς. Και δεν πρόκειται καθόλου για τους λεγόμενους «αδιάφορους» ή «κακούς» μαθητές, αλλά για καλούς ή και άριστους μαθητές που, χωρίς κάποια εμφανή αιτία, αντιμετωπίζουν κυριολεκτικά με τρόμο την επιστροφή τους στην τάξη. Οι ειδικοί περιγράφουν αυτήν τη διαταραχή στη συμπεριφορά των μαθητών ως «σχολειοφοβία», μια σειρά από φοβικές αντιδράσεις που πλήττουν το 3-5% του μαθητικού πληθυσμού. Και οι γονείς ή οι δάσκαλοι τι κάνουν; Συνήθως τίποτα σωστό, όχι μόνο γιατί δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για την έγκαιρη διάγνωσή της, πόσω μάλλον για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, αλλά και επειδή εμπλέκονται οι ίδιοι άμεσα ή έμμεσα στην εκδήλωσή της.
Τα φοβικά αισθήματα σε ένα παιδί για το σχολείο. εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως: κάθε πρωί, πριν φύγει για το σχολείο, μπορεί να παραπονιέται ότι έχει ημικρανίες και πόνους στο στομάχι, ενώ μόλις περνά την είσοδο του σχολείου αισθάνεται δυσφορία, έντονη αγωνία ή και πανικό. Μια απλοϊκή εξήγηση θα ήταν ότι ο μαθητής είναι αδιάβαστος και προσποιείται πως είναι άρρωστος για να αποφύγει τις συνέπειες. Όμως το παιδί αυτό έχει προετοιμάσει καλά τα μαθήματα της επόμενης μέρας και επομένως δεν θα έπρεπε να έχει καμία αγωνία μήπως τον εξετάσουν.
Μολονότι αυτή η αντικοινωνική συμπεριφορά πολλών παιδιών είχε ήδη περιγραφεί επαρκώς από την Αμερικανίδα ψυχίατρο Adelaide Johnson από το 1941 (!) σαν σχολειοφοβία , εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα με μεγάλη καχυποψία από τους γονείς και τους δασκάλους.
Σήμερα, η πλειονότητα των ειδικών (παιδοψυχολόγων, ψυχιάτρων) δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι η φοβία του σχολείου ή σχολειοφοβία (school phobia) είναι μια υπαρκτή διαταραχή που προκαλεί στα παιδιά που υποφέρουν έντονες ψυχολογικές και σωματικές αντιδράσεις όποτε εξαναγκάζονται, συχνά διά της βίας, να αντιμετωπίσουν απροετοίμαστα το σύνθετο σχολικό περιβάλλον με τις περίπλοκες κοινωνικές υποχρεώσεις. Αυτή η διαταραχή εκδηλώνεται συχνότερα στα αγόρια ηλικίας 5-14 ετών, ενώ το 80% των περιπτώσεων είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκα παιδιά.
Πριν φύγουν για το σχολείο τα σχολειοφοβικά παιδιά νιώθουν έντονη δυσφορία, κλαίνε και εκλιπαρούν τους γονείς τους να μείνουν στο σπίτι. Αν παρ’ όλα αυτά τα εξαναγκάσουν να πάνε στο σχολείο, τότε οι εκδηλώσεις της διαταραχής γίνονται πολύ πιο δραματικές: τα μικρότερα παιδιά (5-7 ετών) έχουν πονοκεφάλους, έντονους πόνους στο στομάχι και συχνά κάνουν εμετό, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά το σκάνε από το σχολείο για να επιστρέψουν στο σπίτι. Συνήθως τέτοιες ακραίες συμπεριφορές αντιμετωπίζονται ως καπρίτσια κακομαθημένων παιδιών ή ως παράλογες εφηβικές αντιδράσεις και κατά συνέπεια οδηγούν τους υπεύθυνους (γονείς, καθηγητές) σε μια υπερβολικά αυστηρή και ανάλγητη συμπεριφορά. Τι γίνεται όμως όταν δεν πρόκειται για παιδικά καπρίτσια ή εφηβικές ανταρσίες, αλλά αντίθετα για τα συμπτώματα μιας βαθύτερης ψυχικής διαταραχής που προκαλεί αυτές τις «παράλογες» σχολειοφοβικές αντιδράσεις; Και πώς μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε;
Εξαλείφοντας τα συμπτώματα αλλά όχι τις πραγματικές αιτίες
Ένα τυπικό γνώρισμα κάθε σχολειοφοβικού παιδιού είναι ότι ηρεμεί τελείως όταν μένει στο σπίτι και δεν υποχρεώνεται να πάει στο σχολείο. Τότε μόνο οι ανήσυχοι γονείς του διαπιστώνουν εσφαλμένα ότι έχουν ένα υγιέστατο παιδί, το οποίο μάλιστα προσπαθεί να δικαιολογήσει ή και να εκλογικεύσει τα σχολειοφοβικά του αισθήματα: ρίχνει τις ευθύνες στον αυστηρό δάσκαλο ή στους κακούς συμμαθητές που συνεχώς τον πειράζουν, επικαλείται ως αιτία την πρόσφατη αλλαγή σχολείου κ.ο.κ. Και κατά κανόνα υπόσχεται ότι «αργότερα» θα επιστρέψει στο σχολείο χωρίς προβλήματα. Μια απολύτως ειλικρινής υπόσχεση που δυστυχώς δεν θα τηρήσει όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί απλά δεν μπορεί!
Ελπίζουμε να έγινε σαφές ότι δεν πρόκειται για μια απλή και εύκολα διαγνώσιμη διαταραχή. Μόνο μετά από εξαντλητικές ιατρικές εξετάσεις οι ειδικοί μπορούν να αποκλείσουν την αμιγώς οργανική προέλευση κάποιων συμπτωμάτων της σχολειοφοβίας (πονόκοιλος, ναυτία, εμετός, ημικρανία). Ωστόσο, γονείς και δάσκαλοι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι, αν ένα παιδί εμφανίσει αυτά τα συμπτώματα, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τα αφήσουν να γίνουν χρόνια, αλλά να τα αντιμετωπίσουν εγκαίρως με τη βοήθεια πάντα των αρμό
δ
ιων ειδικών. Στην αντίθετη περίπτωση, η ενδεχόμενη παραγνώριση και πλημμελής αντιμετώπιση του προβλήματος θα έχει ολέθριες συνέπειες στη φυσιολογική ψυχική ανάπτυξη και την κοινωνικοποίηση του παιδιού.
Πώς όμως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σχολειοφοβία; Το βέβαιο είναι ότι οι ψυχολογικές δυσκολίες του μαθητή δεν αντιμετωπίζονται με την εξασφάλιση ειδικών ιατρικών αδειών που θα του επιτρέψουν να μελετά στο σπίτι. Μια τέτοια «λύση» απλώς θα επιδείνωνε το πρόβλημά του, γιατί αν αποφεύγει ή παρακάμπτει συνεχώς τις καταστάσεις που του δημιουργούν έντονο άγχος, δεν θα μάθει ποτέ να το αντιμετωπίζει ή να το εκμεταλλεύεται προς όφελός του. Ούτε βέβαια αλλάζοντας σχολείο λύνουμε το πρόβλημα, αφού το ζητούμενο δεν είναι απλώς η επιστροφή του μαθητή στη σχολική πραγματικότητα αλλά η προσωπική ένταξη και η προσαρμογή του σε αυτήν.
Όσο για τη φαρμακολογική αντιμετώπιση των φοβικών αισθημάτων, αποτελεί την πιο εύκολη αλλά και την πιο αναποτελεσματική προσέγγιση του προβλήματος. Ενδείκνυται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν οι φοβίες συνδέονται με κάποια σοβαρή μορφή κατάθλιψης. Εξάλλου, η χορήγηση τέτοιων αντικαταθλιπτικών ουσιών δεν συνίσταται ποτέ ως θεραπευτική αγωγή για ανήλικα άτομα.
Η μόνη δυνατότητα θεραπευτικής παρέμβασης που απομένει είναι η συστηματική ψυχοθεραπευτική αγωγή του μικρού ασθενούς και ενίοτε των γονιών του. Στόχος της ψυχοθεραπείας δεν είναι η αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος αυτών των φοβικών συμπτωμάτων· κάτι τέτοιο θα επεδίωκε να το κάνει ένας ψυχαναλυτής, και μάλιστα με αμφίβολα αποτελέσματα. Αντίθετα, ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος ψυχοθεραπευτής θα προσπαθήσει να «απαλλάξει» τον μαθητή από τις εμφανώς αυτοκαταστροφικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές του, προτείνοντάς του κάποια διαφορετικά και πιο συμβατικά πρότυπα συμπεριφοράς τα οποία ενδέχεται να του εξασφαλίσουν μια πιο φυσιολογική, αλλά όχι και πιο συνειδητοποιημένη ζωή. Δυστυχώς, αυτή η συμπεριφοριστική ψυχοθεραπευτική στρατηγική δεν αποβλέπει στη μεγαλύτερη αυτογνωσία του μαθητή, ούτε καν στην επίγνωση των αιτιών της σχολειοφοβίας, αλλά απλώς και μόνο στην εξάλειψη των ενοχλητικών συμπτωμάτων της. *
Πηγή: Ελευθεροτυπία