Κάθε χρόνο, σε χιλιάδες ασθενείς τίθεται η διάγνωση ασθενειών, οι οποίες αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά μπορούν να προέλθουν από δωρεά μυελού των οστών είτε από έναν ιστοσυμβατό συγγενή δότη, είτε από έναν ιστοσυμβατό μη συγγενή εθελοντή. Ωστόσο το 60-70% των ασθενών δεν διαθέτει HLA συμβατό συγγενή
Κάθε χρόνο, σε χιλιάδες ασθενείς τίθεται η διάγνωση ασθενειών, οι οποίες αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά μπορούν να προέλθουν από δωρεά μυελού των οστών είτε από έναν ιστοσυμβατό συγγενή δότη, είτε από έναν ιστοσυμβατό μη συγγενή εθελοντή. Ωστόσο το 60-70% των ασθενών δεν διαθέτει HLA συμβατό συγγενή. Εκατομμύρια εθελοντών δοτών καταγράφονται σε «Δεξαμενές» Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών, σε όλο τον κόσμο, προκειμένου να βοηθήσουν δίνοντας προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα στους ασθενείς αυτούς που δεν διαθέτουν συμβατούς συγγενείς.
Μια εναλλακτική πηγή αυτών των κυττάρων είναι το ομφαλοπλακουντιακό αίμα που συλλέγετε μετά τον τοκετό. Το αίμα αυτό είναι πλούσιο σε προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα και έτσι ακόμα και μια μικρή ποσότητα (100 ml) είναι αρκετή για μεταμόσχευση.
Το Διεθνές Αρχείο Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών (Bone Marrow Donors Worldwide – BMDW) είναι μια βάση δεδομένων όπου γίνεται η αναζήτηση εθελοντών δοτών και μονάδων ομφαλοπλακουντιακού αίματος.
Οι «Δεξαμενές» δοτών σε ολόκληρο τον κόσμο γιόρτασαν την καταγραφή 10.000.000 δοτών στις 16 Νοεμβρίου 2005.
Μόνο μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν οι επιστήμονες περιέγραψαν τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας έγινε δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι πρώτες μεταμοσχεύσεις αιμοποιητικών κυττάρων.
Τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας ή HLA αντιγόνα, είναι πρωτείνες που βρίσκονται στην επιφάνεια των περισσοτέρων κυττάρων και μπορούν να συγκριθούν με τις ομάδες αίματος του συστήματος ΑΒΟ, ο έλεγχος των οποίων είναι απαραίτητος για ασφαλείς μεταγγίσεις. Η πολυπλοκότητα όμως των HLA είναι πολλαπλάσια από αυτή του συστήματος ΑΒΟ.
Το ανοσιακό σύστημα χρησιμοποιεί τα HLA αντιγόνα για να αναγνωρίζει το «ίδιο από το ξένο», τι δηλαδή ανήκει στον ίδιο τον οργανισμό και τι όχι. Έτσι μπορεί να καταστρέψει ξένα κύτταρα όπως βακτήρια, ιούς, καρκινικά κύτταρα και κύτταρα μοσχευμάτων και έτσι να προστατεύσει τον οργανισμό από απειλές που μπορούν να προκαλέσουν βλάβες.
Η αναγνώριση της σπουδαιότητας αυτών των ευρημάτων ήρθε το 1980 όταν οι Jean Dausset, Baruj Benacerraf and George D. Snell έλαβαν το Βραβείο Νόμπελ.
Η επιτυχία μιας μεταμόσχευσης προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων εξαρτάται από την «αποδοχή» των μεταμοσχευμένων κυττάρων από το ανοσιακό σύστημα του ασθενούς. Η «αποδοχή» αυτή επιτυγχάνεται μόνον αν τα HLA αντιγόνα των κυττάρων του δότη είναι ίδια ή με πολύ μικρές και συγκεκριμένες διαφορές με τα HLA των κυττάρων του ασθενούς.
Αρχικά, μεταμοσχεύσεις γίνονταν μόνο μεταξύ διδύμων αδελφών γιατί έτσι εξασφαλιζόταν η απόλυτη HLA συμβατότητα. Μόνο μετά το 1960, οπότε έγιναν γνωστά αρκετά στοιχεία για την HLA συμβατότητα, επιχειρήθηκαν μεταμοσχεύσεις και από συγγενείς που δεν ήταν ταυτόσημα δίδυμα αδέλφια.
Τη δεκαετία του 1970, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες μεταμοσχεύσεις από HLA συμβατούς μη συγγενείς δότες. Έως τότε είχε αποκτηθεί αρκετή εμπειρία με τις μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών και είχε καθοριστεί σε ποιους HLA τόπους απαιτείτο συμβατότητα. Τα HLA –Α, -Β και –DR ήταν απολύτως απαραίτητο να είναι ταυτόσημα μεταξύ δότη και λήπτη.
Κάθε άτομο διαθέτει 2 αντιγόνα HLA –Α, 2 HLA –Β και 2 HLA –DR, τα οποία έχει κληρονομήσει από τους γονείς του, ένα από την μητέρα και ένα από τον πατέρα του. Έτσι και τα 6 αντιγόνα του δότη έπρεπε να ταιριάζουν με τα 6 αντιγόνα του λήπτη.
Το 1990, ο Dr. E. Donnall Thomas βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής για την πρωτοποριακή δουλειά του στις μεταμοσχεύσεις. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Thomas είχε πραγματοποιήσει πάνω από 100 μεταμοσχεύσεις σε ασθενείς με απλαστική αναιμία και λευχαιμία χρησιμοποιώντας HLA –Α, -Β και –DR ταυτόσημα αδέλφια. Έλαβε το Νόμπελ για τις πολλές και επιτυχημένες προσπάθειες του τόσο σε κλινικό όσο και πειραματικό επίπεδο.
Καθώς 2 στους 3 ασθενείς δεν διαθέτουν συμβατό συγγενή δότη, έγινε κατανοητή η ανάγκη να αναζήτηση κατάλληλου δότη μεταξύ εθελοντών δοτών οπουδήποτε στον κόσμο.