Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδος της ανάπτυξης όπου, λόγω των σημαντικών ψυχοκοινωνικών και σωματικών αλλαγών, της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης και ανεύρεσης ταυτότητας, υπάρχει μια σχετική διατάραξη της ψυχικής ισορροπίας. Όλα τα ψυχικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την εφηβεία μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρες αποκατάστασης της ισορροπίας της που έχει διαταραχθεί. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εφηβείας είναι ο έντονος ρυθμός και η αστάθεια σε όλους σχεδόν τους τομείς, εξαιτίας ενδοψυχικών συγκρούσεων που προσδίδουν μια γενική εικόνα ρευστότητας και διακύμανσης.
Οι έφηβοι, περνώντας από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη σύγκρουση, ανάμεσα στην εξάρτηση και την αυτονομία. Η εφηβεία συχνά παραλληλίζεται με μια περίοδο πένθους, όπου οι έφηβοι πενθούν αυτά που αφήνουν, την ξεγνoιασιά, την «ανευθυνότητα», ενώ συγχρόνως καλωσορίζουν την καινούρια κατάσταση της ωριμότητας και της ανεξαρτησίας
Λόγω του ότι η εφηβεία είναι μια «δεύτερη ευκαιρία» για το άτομο να διορθώσει κάποια ψυχικά «μπλοκαρίσματα» που κουβαλάει από την παιδική του ηλικία, προκύπτει επιτακτική η ανάγκη βοήθειας και στήριξης τόσο από την οικογένεια όσο και από το σχολείο.
Το σχολείο, ιδιαίτερα ως μέρος σύγκλισης της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνίας, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση και την ανάπτυξη των νέων ανθρώπων. Στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν να δημιουργούν σχέσεις όχι μόνο με διαφορετικούς ενήλικες από τους γονείς ή άλλους συγγενείς τους αλλά και με συνομηλίκους, επεκτείνοντας έτσι και δυναμώνοντας τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και γενικότερα την εικόνα του εαυτού τους. Τα μαθήματα εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας, μοιράσματος και απογοήτευσης, που καλλιεργούνται μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις των νέων, αποτελούν βασικές συνιστώσες της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης, παρόλο που τα περισσότερα σχολεία συχνά αγνοούν τη σημαντικότητά τους. Οι καθηγητές μπορούν να παρέμβουν θετικά με τη στάση τους στους εφήβους και τις οικογένειές τους, έτσι ώστε να αυξήσουν τις γνωστικές και διαπροσωπικές δεξιότητες και γενικότερα την αυτοεκτίμησή τους.
Ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, που η οικογένεια δεν παίζει στον ίδιο βαθμό τον υποστηρικτικό και θεραπευτικό ρόλο που είχε στο παρελθόν, το σχολείο θα μπορούσε να καλύπτει το παραπάνω κενό, βοηθώντας και στηρίζοντας, τόσο εκείνους τους εφήβους που λόγω ιδιοσυγκρασιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευπάθεια και προδιάθεση στην ψυχοπαθολογία, όσο και το μέσο έφηβο που αντικειμενικά περνάει μια δύσκολη περίοδο στη ζωή του.
Το σχολείο συχνά αδυνατεί να δράσει διορθωτικά και υποστηρικτικά στα αυξημένα προβλήματα των εφήβων, λόγω της μονομερούς προσήλωσής του στο γνωστικό τομέα, ιδίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπου υπάρχει μεγαλύτερη πίεση σχολικής επιτυχίας λόγω της επικείμενης επαγγελματικής επιλογής. Συχνά οι καθηγητές καλούνται να επιλύσουν πολύπλοκα προβλήματα που, παρά τη φιλότιμη προσπάθειά τους, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία, λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσής τους και της δυσκολίας τους να συσχετίσουν τις συναισθηματικές ανάγκες των εφήβων με την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη.
Οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι ανάγκες των εφήβων μπορούν να καλυφθoύν στο σχολείο μέσω της συναισθηματικής εκπαίδευσης στην οποία πέφτει το βάρος παράλληλα με τις γνωστικές και τις συναισθηματικές ανάγκες των εφήβων. Η συναισθηματική εκπαίδευση, βασισμένη σε ψυχαναλυτικές και ανθρωπιστικές θεωρίες, θεωρεί την ανάπτυξη της δυναμικής των σχέσεων μέσα στην τάξη πολύ σημαντική, γιατί λειτουργεί ως ένα εργαστήρι όπου η ανάπτυξη σημαντικών σχέσεων μπορεί να γενικευτεί και εκτός σχολείου.
Η βαθιά γνώση της ψυχοδυναμικής της συμπεριφοράς των εφήβων και της σχέσης εφήβου-εκπαιδευτικού ανοίγει προοπτικές για την ανάπτυξη μιας θεραπευτικής λειτουργίας που θα μπορεί να επιτελείται καθημερινά στην εκπαιδευτική πράξη, καλύπτοντας τόσο τις γνωστικές όσο και τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες των εφήβων. Η έμφαση του σχολείου στις ανθρώπινες σχέσεις όχι μόνο δε θα το διασπάσει από το σκοπό του αλλά, αντίθετα, θα το εμπλουτίσει γιατί, ως γνωστόν, για την επίτευξη της μάθησης θα πρέπει να συνυπάρχουν οι γνωστικοί και οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες.
Οι εκπαιδευτικοί, χωρίς να διεκδικούν την ιδιότητα του ψυχοθεραπευτή μέσα στο πλαίσιο της εκπαιδ
ε
υτικής πράξης, γνωρίζοντας τα δικά τους όρια και χειριζόμενοι τα δικά τους έντονα συναισθήματα μπορούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές και αποδεκτικό περιβάλλον στην καθημερινή πρακτική χωρίς επιβάρυνση του αναλυτικού προγράμματος, κατάλληλο για τη σωστή ανάπτυξη των εφήβων.
Το σχολείο μας, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα του και της ιδιαιτερότητας που έχει μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στη γνωστική, αλλά και στην κοινωνική, συναισθηματική, και προσωπική πράγη και συμπεριφορά των παιδιών.
Εδώ ο μαθητής βρίσκεται πολλές ώρες με το δάσκαλό του – 9 ώρες την ημέρα – οι μαθητές στο τμήμα είναι λίγοι, υπάρχουν έντονες οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ συμμαθητών και καθηγητών, τα ατομικά μαθήματα δίνουν τη δυνατότητα της κατ’ άτομο καθημερινής επικοινωνίας με τον παιδαγωγό, που μπορεί να κάνει εξατομικευμένη αγωγή. Τα μουσικά μαθήματα, τα Μουσικά Σύνολα, οι θεατρικές ομάδες, οι ποικίλες εκδηλώσεις του Σχολείου, δίνουν τη δυνατότητα και στα παιδιά να εκφραστούν, να δημιουργήσουν, να εκτονωθούν, να ζήσουν περισσότερο την ομορφιά της εφηβείας. Και όλα αυτά παράλληλα με τη μάθηση και τη γνώση, που κατά τη γνώμη μου, συντελούνται καλύτερα παρότι στο παραδοσιακό σχολείο.
Ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε γονείς και δάσκαλοι είναι τα παιδιά μας. Ας κάνουμε ό,τι καλύτερο γι’ αυτά. Αγαπητοί γονείς, εμπιστευθείτε μας τα παιδιά σας. Ελάτε να συζητήσουμε μαζί τα προβλήματά τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι πρέπει να συνεργάζονται, να συζητούν, να αντιμετωπίζουν μαζί ό,τι προκύπτει. Ας είστε πάντα εδώ, όταν σας καλεί το σχολείο. Όχι μόνο όταν θα έλθετε να πάρετε βαθμούς, αλλά και στις εκδηλώσεις μας, στις συναντήσεις των γονέων, στη βοήθεια που σας ζητάμε.