Προχθές κοίταζα κάτι παλιές φωτογραφίες που είχα φυλάξει σ’ ένα χαρτονένιο κουτί. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες είδα και κάτι συγγενείς και γνωστούς της οικογένειάς μου, αδύνατους, με λεπτά πρόσωπα, καπέλα, σακάκια σταυρωτά και φαρδιά παντελόνια.
Τα μάτια τους είχαν τόσο ωραία έκφραση που φαινόντουσαν μεγάλα. Αμέσως έκανα τη σύγκριση με τους σημερινούς που είναι πάνχοντροι, προγάστορες και με βλέμμα προκλητικό και αδηφάγο. Και σκέφτηκα ότι οι σημερινοί τρώνε καλά, έχουν πολλά πράγματα, σπίτια, αυτοκίνητα, ψυγεία, αποχυμωτές, μίξερ κι ένα σωρό άλλα που μπερδεύουν τη ζωή τους, την κάνουν πιο ακριβή, αλλά και ευάλωτη από το οποιοδήποτε κράτος. Γιατί από την ύλη αντλείται το χρήμα. Αμα δεν έχεις τίποτε, κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει.
Όταν παντρευόταν κάποιος παλιά, νοίκιαζε μια καμαρούλα σε αυλή. Είχε ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια λάμπα πετρελαίου ή ένα λαμπτήρα 60 κηρίων που κρεμόταν από το ταβάνι. Και έκανε και παιδιά. Και μπορούσε να τα αναστήσει έτσι, γιατί είχε μηδαμινά έξοδα. Ήταν πλούσιος στη φτώχεια του. Όλοι θα αναρωτιόμαστε, οι πιο παλιοί τουλάχιστον, πώς μπορούσαμε και κάναμε τόσα πράγματα αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Πόσοι και πόσοι δεν έγιναν ποιητές, ζωγράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, ξεκινώντας από τα δωματιάκια στις αυλές αυτές των θαυμάτων.
Τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δύσκολα θα μπορείς να αναπτυχθείς, γιατί σκέφτεσαι τα δευτερεύοντα της ζωής. Πώς να πληρώσεις το ηλεκτρικό, το νερό, το πετρέλαιο, το αυτοκίνητο, τα τέλη και τις εισφορές. Ο σημερινός άνθρωπος δεσμεύεται ή καλύτερα παγιδεύεται από τις απαιτήσεις της ίδιας του της ζωής. Η ευτυχία τον πλησιάζει λίγο και χάνεται γρήγορα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει, γιατί συνήθως καραδοκούν ο φόβος και η δυστυχία. Τα σκέφτομαι όλα αυτά και λέω μέσα μου πως ευτυχής είναι αυτός που έχει τις λιγότερες ανάγκες. Όταν μπαίνεις σ’ ένα καινούργιο δωμάτιο που είναι άδειο, λες τι ωραίο που είναι και πόσο μεγάλο. Μετά, όταν αρχίζεις να το κατοικείς, μαζεύεις πράγματα και ύστερα από χρόνια βλέπεις τον χώρο να έχει μικρύνει. Βλέπεις ότι αδίκως τα μάζευες όλα αυτά τα πράγματα, σου είναι άχρηστα και δεν τολμάς να τα πετάξεις μη τυχόν και τα χρειαστείς κάποια στιγμή. Έτσι δεσμεύεσαι και πάσχεις.
Ο Τσαρούχης έμενε σ’ ένα μικρό δωματιάκι στο Παρίσι. Εκεί ζούσε, ζωγράφιζε, έτρωγε. Μια γνωστή του που τον επισκέφτηκε, του λέει: «Βρε Γιάννη μου, τώρα που κερδίζεις και χρήματα, να καλυτερεύσεις τη ζωή σου και να πάρεις έναν πιο μεγάλο χώρο». Κι ο Τσαρούχης της απάντησε: «Εμένα το επόμενο στάδιο θα είναι να γίνω κλοσάρ». Δεν κατάλαβε η κυρία ότι δεν τον ένοιαζαν οι συνθήκες της ζωής του, αλλά η δημιουργία. Ας προσπαθήσουμε κι εμείς λοιπόν μέσα σ’ αυτή την κρίση να εργαζόμαστε, να δημιουργούμε κάτι.
Του Αλέκου Φασιανού