Μην αισθάνεστε ενοχές αν δεν σας αρέσει καθόλου η μουσική του Ξενάκη και του Χρήστου. Η σύγχρονη μουσική είναι ιδιαίτερα «δυσκολοχώνευτη», αν όχι αντιπαθής, για τους περισσότερους ακροατές όλου του κόσμου.
Σύμφωνα με τους νευροεπιστήμονες, αυτό συμβαίνει απλούστατα, όχι επειδή ο ακροατής είναι μουσικά «αμόρφωτος», αλλά επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος δυσκολεύεται αφάνταστα να ανακαλύψει σε αυτό το είδος μουσικής κατάλληλα μοτίβα, που να μπορεί να τα καταλάβει και να τα αντιληφθεί ως μουσική σύνθεση.
Για πολλές δεκαετίες, οι επικριτές της σύγχρονης μουσικής δέχονταν επικρίσεις από τους μουσικοκριτικούς, επειδή αδυνατούσαν να εκτιμήσουν την –έστω χαοτική – ομορφιά της. Όμως τώρα η πρόοδος των νευροεπιστημών έρχεται να δώσει μια εξήγηση γι’ αυτή την –εγγενή όπως φαίνεται- δυσκολία ενός ακροατηρίου να ευχαριστηθεί πραγματικά μια τέτοια σύνθεση.
Ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Το μουσικό ένστικτο» από τον Φίλιπ Μπολ, σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντεπέντεντ», παρουσιάζει τα νέα πορίσματα των νευροεπιστημονικών μελετών, σύμφωνα με τα οποία ο εγκέφαλος του μέσου ακροατή αναζητά κατανοητά μοτίβα στους ήχους, ώστε να μπορέσει να βγάλει νόημα από αυτό που ακούει και να το κατανοήσει ως μουσική σύνθεση. Ενώ η παραδοσιακή κλασική (και όχι μόνο) μουσική ακολουθεί τέτοια αυστηρά μοτίβα που διευκολύνουν τον εγκέφαλο να «πιάσει» την μουσική, η σύγχρονη μουσική από συνθέτες όπως ο Άρνολντ Σένμπεργκ απλώς προκαλεί σύγχυση στον εγκέφαλο των ακροατών.
«Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που αναζητά συνεχώς μοτίβα (πρότυπα, δομές), έτσι ψάχνει γι’ αυτά και στην μουσική, ώστε να βγάλει νόημα από αυτό που ακούει. Η μουσική του Μπαχ, για παράδειγμα, ενσωματώνει πολλά τέτοια μοτίβα», σύμφωνα με το βιβλίο. Αντίθετα, προστίθεται, η μουσική του Σένμπεργκ και των άλλων σύγχρονων συνθετών…κάνουν δύσκολη τη ζωή στον εγκέφαλό μας, διασπώντας σκοπίμως τα πρότυπα και τα μοτίβα, με συνέπεια η μουσική αυτή να γίνεται άκρως δυσνόητη για τον ακροατή, ο εγκέφαλός του οποίου αδυνατεί να διακρίνει κάποια μουσική δομή. Ο συγγραφέας Φ.Μπολ διευκρινίζει πως «αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να ακούσει κανείς αυτή την μουσική, απλώς είναι πιο δύσκολο».
Σύμφωνα με τον Μπολ, οι διάσημοι κλασσικοί συνθέτες, όπως ο Μότσαρτ, ο Μπαχ και ο Μπετόβεν, υποσυνείδητα ακολούθησαν αυστηρές μουσικές φόρμουλες για να παράγουν έργα που ήταν «εύκολα» στο αυτί, καθώς περιείχαν δομές που ο εγκέφαλος μπορούσε να «πιάσει» ενστικτωδώς. Όταν όμως στις αρχές του 20ού αιώνα, ορισμένοι συνθέτες, με επικεφαλής τον Σένμπεργκ, στράφηκαν ενάντια στις παραδοσιακές μουσικές συμβάσεις, παράγοντας τη λεγόμενη ατονική μουσική, τα ακροατήρια δήλωσαν αδυναμία να ακολουθήσουν και μέχρι σήμερα η σύγχρονη μουσική έχει ένα περιορισμένο μουσικό ακροατήριο.
Σύμφωνα με έναν άλλο ερευνητή της επίδρασης της μουσικής στον εγκέφαλο, τον καθηγητή Ντέηβιντ Χιούρον του πανεπιστημίου του Οχάιο, ο εγκέφαλος τείνει να προβλέπει το μέλλον, μια ικανότητα και τάση που έχει εξελικτική προέλευση (η επιβίωση σε μια ζούγκλα με άγρια θηρία τριγύρω απαιτεί ικανότητα πρόβλεψης…). Όμως καθώς η σύγχρονη μουσική είναι πολύ λιγότερο προβλέψιμη από την κλασσική και εν γένει από τη λοιπή μουσική, ο εγκέφαλος αποτυχαίνει συνεχώς να προβλέψει τι θα ακούσει στη συνέχεια, πράγμα που δημιουργεί ένα αίσθημα σύγχισης και τελικά έλλειψης ικανοποίησης – αν όχι σκέτου εκνευρισμού.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Ανιρούντ Πατέλ, ερευνητή του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών της Καλιφόρνιας (Σαν Ντιέγκο), η τονική μουσική, όπως η κλασσική, χρησιμοποιεί μερικούς μηχανισμούς κοινούς με την επεξεργασία της γλώσσας, πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί αυτή η μουσική φαίνεται τόσο οικεία στον ανθρώπινο νου.
Ελευθεροτυπία