Έχω την εντύπωση ότι η φιλολογία περί Μοναξιάς/Μοναχικότητας βρίσκεται σε πλήρη άνθηση την τελευταία δεκαετία, και σε αναντιστοιχία με το μέγεθος των αλλαγών που έχουν επέλθει στις συνθήκες της ζωής μας, ώστε να δικαιολογούν αυτή την έξαρση. Παρατηρώ συχνά τους ανθρώπους να παραπονιούνται περί μοναξιάς, αν και κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται με την πρώτη ματιά από το πλήθος των δραστηριοτήτων και των συναναστροφών τους. Φαντάζομαι λοιπόν ότι κάπου τα πράγματα έχουν χάσει τις σωστές αναλογίες τους.
Η Μοναξιά είτε ακούσια είτε εκούσια επιλογή, (αν και εδώ επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω περί της γνησιότητας της «εκουσιότητας» και συγχωρέστε μου τον λεκτικό ακτιβισμό), είχαν μεγάλη πέραση στην υπαρξιακή λογοτεχνία, χαρακτηριστικά παραδείγματα της οποίας έδωσα σε προηγούμενο κείμενο, «Το Μυθιστόρημα του Μοναχικού Ανθρώπου», μέσα από την παρουσίαση των κύριων έργων του Σαρτρ, του Έσσε, του Κάφκα, του Καμύ, και του Ρίλκε.
Η σταδιακή αλλαγή στη νεωτερικότητα των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, από πολυμελείς οικογένειες ενταγμένες σε ευρύτερες κοινότητες, σε πυρηνικές οικογένειες, η αλλαγή των συνθηκών εργασίας, η υιοθέτηση τρόπων ψυχαγωγίας μέσα από την κατανάλωση υλικών και πολιτισμικών προϊόντων, υπηρεσιών, θεαμάτων κ.λ.π. κατ’ ιδίαν και κατά μόνας, σαν συνειδητή επιλογή πλέον και όχι σαν έξωθεν επιβολή, είχαν σαν συνέπεια την αποξένωση και την εξ αυτής βίωση δυσάρεστων συναισθημάτων.
Πριν αρχίσω τους αναθεματισμούς, θα ήθελα να σκιαγραφήσω με νηφαλιότητα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το κοινωνικό φαινόμενο της Μοναξιάς/Μοναχικότητας.
Πρώτον, η απόσυρση του ατόμου στην ιδιωτική σφαίρα δεν έγινε ακούσια, αλλά επιδιώχθηκε κιόλας, μιας και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου προτιμούσε πλέον να επιλέγει πιο ιδιωτικούς τρόπους διασκέδασης, (όπως home cinema), μεταφοράς (όπως με ιδιόκτητο ΙΧ), διακοπών, (μόνος κάπου μακριά από τα πολύβουα θέρετρα), κατοικίας, (ακόμα και στις πολυκατοικίες τα διαμερίσματα σχεδιάζονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τα διπλανά τους), κ.λ.π., σαν σημάδια οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανύψωσης, υπεράνω της πλέμπας και της μάζας.
Η ιδιωτικότητα ανακηρύχθηκε σε μεγάλη αξία την οποία έσπευσαν να εναγκαλιστούν όλα τα μεσοστρώματα, όλα όσα τελικά διέθεταν και τους ανάλογους πόρους για να την εξυπηρετήσουν. Κάτω, λοιπόν από αυτές τις επιλογές δεν είναι παράξενο που το άτομο άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι σταδιακά αποκοβόταν από τους άλλους.
Δεύτερον, η έννοια της μοναξιάς και του μοναχικού ατόμου, σαν ισχυρά ρομαντικά κατάλοιπα, ασκούν ακόμα και σήμερα αρκετή έλξη και σαγήνη. Ομοίως, τα συναισθήματα που απορρέουν από τις αντίστοιχες καταστάσεις είναι δύσκολο να απεμποληθούν, μιας και το άτομο τείνει στο να μειώνει, εκουσίως, κάποιες από τις αντιστάσεις του μπροστά στην γλυκιά παραίτηση και στη βύθιση σε μια ελεγχόμενη παρακμή που προκύπτουν και συνοδεύουν τα συναισθήματα αποξένωσης.
Τρίτον, υπάρχει έντονη φιλολογία και μιντιακός βομβαρδισμός περί απάνθρωπων πόλεων κ.λ.π. που καλλιεργούν στα άτομα το ανέφικτο της διαφυγής από την απομόνωση και μια ειδεχθή εν τέλει μοίρα. Προσεκτικότερη όμως εξέταση των συνθηκών αποκαλύπτει ότι αν και οι μεγάλες πόλεις είναι εν γένει απάνθρωπες, από την άλλη μεριά όμως προσφέρουν πάρα πολλές δυνατότητες κοινωνικοποίησης, δημιουργικής απασχόλησης, συνεύρεσης και διαφυγής. Στις μεν μικρές πόλεις οι δυνατότητες είναι μικρότερες αλλά οι συνευρέσεις επιτυγχάνονται ευκολότερα, ενώ στις μεγαλουπόλεις συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Τέταρτον, από τα προηγούμενα, θα ήθελα να πιστεύω ότι η Μοναξιά/Μοναχικότητα λειτουργεί ως ένα μεγάλο βαθμό σαν φετίχ και λιγότερο σαν αντικειμενικό πρόβλημα του μεγέθους που παρουσιάζεται. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τα άτομα δεν βιώνουν αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα, ότι τα άτομα δεν παραιτούνται, ότι τα άτομα αδυνατούν να δούνε τις σωστές διαστάσεις του προβλήματος.
Ποιοι είναι λοιπόν οι λόγοι που δίνεται σήμερα μια ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΗ έμφαση στην Μοναξιά; Γιατί οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι παραπάνω μόνοι από ότι π
αλιότερα; Κάπου τείνω να θεωρήσω ότι υπάρχει και καλλιεργείται μια «κουλτούρα περί μοναξιάς», με τρόπο παρόμοιο που υπάρχει και καλλιεργείται και μια «Κουλτούρα του Φόβου», όπως αναπτύξαμε σε προηγούμενο κείμενο επίσης.
Εδώ νομίζω ότι έρχεται και κολλάει η Νεοφιλελεύθερη Ιδεολογία η οποία έχει συνεισφέρει στο φαινόμενο με τις εξής πρακτικές της.
1. Έχει καταφέρει να καλλιεργήσει αρκετή ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑ στα άτομα αποστερώντας τους τη δυνατότητα αντίδρασης.
Η αδυναμία αυτή προκύπτει από
α) την απαξίωση της πολιτικής σαν μέσου δρομολόγησης αλλαγών, και σε τούτο βοηθούν και οι ίδιοι οι πολιτικοί οι οποίοι ενσαρκώνουν στο έπακρο το μοντέλο του άρπαγα νεοφιλελεύθερου ανθρώπου,
β) την απαξίωση της αριστεράς, των κινημάτων, ή όποιας άλλης εναλλακτικής λύσης,
γ) την καλλιέργεια του ατομικού μοντέλου επιβίωσης, μοντέλου που συνάδει με τον άνθρωπο καταναλωτή που χρειάζεται το σύστημα για να βρίσκεται σε συνεχή επέκταση και άνοδο,
δ) την καλλιέργεια της εντύπωσης ότι οι νεοφιλελεύθερες επιλογές αποτελούν και τις μοναδικές από όλες τις δυνατές και τις καλύτερες.
2. .Έχει καταφέρει, να καλλιεργήσει στα άτομα την ιδέα ενός μοναδικού και παντοδύναμου ΕΓΩ, (το οποίο το χρειάζεται η ίδια για να μπορεί να το εκτρέφει, να το υπερτρέφει μέσω κατανάλωσης πλειάδας εγω-τονωτικών προϊόντων), ενός ΕΓΩ ασυμβίβαστου, υπερτροφικού, πολυπαινεμένου και εν τέλει άρρωστου και έωλου, το οποίο αδυνατεί να χωρέσει σε κάποιου είδους συλλογικότητα, διότι ακριβώς έχει πειστεί ότι είναι μοναδικό και ασυμβίβαστο και ότι έτσι κινδυνεύει να απορροφηθεί και να εξαερωθεί.
Από την άλλη μεριά ενώ καλλιεργεί εγωτικές αυταπάτες, φροντίζει ταυτόχρονα να τις αδρανοποιεί και να τις εξουδετερώνει, όταν το ίδιο ΕΓΩ που του καλλιεργεί την ιδέα της παντοδυναμίας, αρχίζει να προβάλλει αντιρρήσεις και διεκδικήσεις επί της ουσίας της ύπαρξής του. Το άτομο βιώνει την αντίφαση και τη μηδαμινότητά του και αποτραβιέται. Αποκτά δηλαδή μια κουλτούρα ΗΤΤΑΣ από την οποία πηγάζει και η αίσθηση αδυναμίας και μοναξιάς.
3. Έχει καταφέρει να καλλιεργήσει από την άλλη μεριά, έναν άκρατο ατομικισμό, και αξίες ανταγωνιστικότητας που αποξενώνουν το άτομο από τον άλλον, τον οποίον ενδόμυχα βλέπει σαν ανταγωνιστή και εχθρό.
Όταν σπάει έτσι η κοινωνία σε μονάδες ασυντόνιστες, εχθρικές και ανταγωνιστικές, όταν απαξιώνονται οι συλλογικότητες οι οποίες είναι και οι μόνες μέσα στις οποίες μπορούν να τραφούν οράματα, να εξευρεθούν λύσεις, να αναπτυχθούν τα άτομα σε στιβαρές και υπεύθυνες προσωπικότητες και να γίνουν αγώνες, Πώς περιμένουμε τα πράγματα να είναι διαφορετικά;
Το θέμα της Μοναξιάς στο μεγάλο του μέρος πιστεύω ότι είναι θέμα ιδεολογικό και απορρέει από την διάχυτη κουλτούρα και τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού που την υποβάλλουν και την υποθάλπουν. Η χρονική σύμπτωση των δυο αυτών περιόδων της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού και της έξαρσης της φιλολογίας ΠΕΡΙ Μοναξιάς/Μοναχικότητας νομίζω ότι είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης για να εντοπισθούν οι ρίζες του φαινομένου.