Ο Richard Evans την ευτυχία κατατάσσει στις διαθέσεις, διακρίνοντάς την από τη χαρά, την οποία θεωρεί μια από τις βασικές συγκινήσεις. Η διάκριση που προτείνει βασίζεται στο στοιχείο του χρόνου, αφού η χαρά έχει εξαιρετικά σύντομη διάρκεια, που εξαντλείται σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα. Αντιθέτως, η ευτυχία διαρκεί περισσότερο και αποτελεί ένα από τα σταθερά πλαίσια της διάθεσής μας, από τα οποία εξαρτάται το μέγεθος της επιρρέπειάς μας στα συγκινησιακά ερεθίσματα. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι διαθέσεις επηρεάζουν τις συγκινήσεις, με συνέπεια η ευτυχία να εντείνει και να βελτιώνει την προσοχή και την εγρήγορσή μας.
Οι Arnold και Clifford Lazarus από την άλλη πλευρά τοποθετούν το συναίσθημα του να είναι κανείς ευτυχής στο προσκήνιο (foreground), σαν την αντίδραση δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, ενώ τη γενικότερη θετική εκτίμηση για τις συνθήκες διαβίωσης (well-being) ως βασικό, διαρκές και δύσκολα ανατρέψιμο πλαίσιο, το οποίο διαποτίζει όλες τις αξιολογήσεις και τις κρίσεις μας για τη θετική ή αρνητική επίδραση κάθε ερεθίσματος που συναντάμε. Για να αισθάνεται κανείς ευτυχής θα πρέπει λογικά να έχει μια θετική εμπειρία, η οποία να συνοδεύεται από την αίσθηση ότι όλα στη ζωή του πάνε καλά, κυλούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Ακολουθώντας την Αριστοτέλεια λογική, πρεσβεύουν ότι ευτυχία σημαίνει να σημειώνει κανείς πρόοδο στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων του. Το προσωπικό νόημα με το οποίο επενδύει κανείς την αυστηρώς υποκειμενική άποψη για την ευτυχία του «πηγάζει», σύμφωνα με τους Arnold και Clifford Lazarus, «από τη δέσμευσή του απέναντι σε κάποιο σημαντικό ‘σχέδιο ζωής’, όπως για παράδειγμα η καριέρα του, η απόκτηση οικογένειας, το κτίσιμο ενός σπιτιού, το γράψιμο ενός βιβλίου, η κατασκευή ενός κήπου…». Η ευτυχία δεν είναι καθεαυτή ένας στόχος. Προκύπτει ως συνέπεια της αξιοποίησης των ικανοτήτων μας για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου που έχουμε επιλέξει, ο οποίος ξεφεύγει από τα στενά όρια της δικής μας καλοπέρασης.
Ο David Lykken (1999) από την πλευρά του πιστεύει ότι η ευτυχία είναι ένας στόχος που θέτει ο άνθρωπος στη ζωή του και όχι ένα χαρακτηριστικό που τον διακρίνει. Πρόκειται, κατά την άποψή του, για τη φυσική κατάσταση του ανθρωπίνου είδους, η οποία, όπως αισιόδοξα παρατηρεί, είναι μια κατάσταση μεταδοτική, αφού ένας άνθρωπος με καλή διάθεση μπορεί να την μεταδώσει και σε άλλους που τον συναναστρέφονται! Η διάκριση μεταξύ της σκέψης, των σωματικών εκδηλώσεων και των συγκινήσεων δεν έχει νόημα για την Deborah Lupton, εφόσον όλα αυτά μαζί συναποτελούν το φαινόμενο του βιώματος της ζωής.
Άλλοι μελετητές χαρακτηρίζουν την ευτυχία ως ενδοκατευθυνόμενη (selfdirected) ή μη-διαπροσωπική (noninterpersonal) συγκίνηση εφόσον δεν έχει αντικείμενο άλλο από τον εαυτό.
Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυσή του για την Ψυχολογία της Ευτυχίας ο Michael Argyle υποστηρίζει ότι η ευτυχία προκύπτει από τη ‘συνύπαρξη’ θετικών συγκινήσεων, όπως η χαρά, με την ικανοποίηση για τη γενικότερη κατάσταση της ζωής εκείνου που εκφράζει την εν λόγω κρίση, σε συνδυασμό με την απουσία αρνητικών συγκινήσεων. Επομένως, υπάρχει μια πλευρά της που εξαρτάται από αντικειμενικές παραμέτρους που αφορούν τις συνθήκες της ζωής τού καθενός –την επαγγελματική και οικογενειακή του κατάσταση- αλλά το άλλο της μέρος εξαρτάται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, τον τρόπο που τα αξιολογούμε στο μυαλό μας και τα χαρακτηρίζουμε.
Βασιζόμενος σε αποτελέσματα σχετικών μελετών, ο Michael Argyle θεωρεί ότι η ευτυχία αποτελεί μια βασική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι δηλαδή ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των ανθρώπων. Κατά βάση παραμένει σταθερή με την πάροδο του χρόνου και ανεξάρτητα από τις συνθήκες, προσομοιάζοντας με διάθεση, παρά με συγκίνηση. Τη διαχωρίζει στο συναισθηματικό κομμάτι, που εκδηλώνεται με τη χαρά, και το γνωσιακό, που προκύπτει από την ικανοποίηση του ατόμου, δηλαδή την αυτοεκτίμησή του, την αισιοδοξία και την ύπαρξη ενός σκοπού στη ζωή του.
της Νίκης Παπασταύρου