Όπως δείχνουν οι τελευταίες έρευνες, η προδιάθεσή μας προς την ευτυχία ή την κατάθλιψη εξαρτάται άμεσα από τα γονίδιά μας, καθώς και από τη δραστηριότητα στα διάφορα μέρη του εγκεφάλου μας. Αντίθετα, δεν φαίνεται να παίζουν ιδιαίτερο ρόλο η μόρφωση και το χρήμα, ούτε τα νιάτα και ο γάμος.
Από τους πρώτους που συνέδεσαν την ευτυχία με τα γονίδια ήταν ο Ντέιβιντ Λίκεν, συμπεριφορικός γενετιστής και καθηγητής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, διάσημος για τις μελέτες του σε δίδυμα αδέλφια. Σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε το 1996 αφήνοντας εποχή ο Λίκεν παρακολούθησε επί πολλά χρόνια χιλιάδες μονοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα αδέλφια μέσης ηλικίας που είχαν μεγαλώσει είτε μαζί είτε ξεχωριστά με στόχο να μετρήσει τον δείκτη υποκειμενικής ικανοποίησής τους- το πόσο, δηλαδή, ευτυχισμένοι αισθάνονταν σε δεδομένες στιγμές.
Διαπίστωσε ότι περίπου κατά το 50% η αξιολόγηση τους εξηρτάτο από κληρονομικούς παράγοντες, εφόσον τα μονοζυγωτικά και τα διζυγωτικά δίδυμα έδειχναν ακριβώς τον ίδιο βαθμό ευτυχίας, ανεξάρτητα από το αν είχαν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον και ανεξάρτητα από το αν το ένα είχε γίνει ένας επιτυχημένος ευκατάστατος επαγγελματίας και το άλλο ένας οδηγός λεωφορείου με χαμηλό εισόδημα. «Τα στοιχεία αυτά φαίνεται να υποδηλώνουν» έγραφε στο σχετικό άρθρο «ότι οι διαφορές που παρατηρούνται στα στιγμιαία αισθήματα υποκειμενικής ικανοποίησης του κάθε ανθρώπου καθορίζονται κατά το ήμισυ από τη μεγάλη γενετική λοταρία που λαμβάνει χώρα κατά τη σύλληψή του ενώ το υπόλοιπο μισό εξαρτάται από τις εύνοιες της τύχης,τα καλά και τα κακά που θα έχει στη ζωή του».
Ατομικός «θερμοστάτης» της διάθεσης
Αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο καθένας από εμάς έχει ένα γενετικά «προκαθορισμένο σημείο ευτυχίας», κατά τον ίδιο τρόπο που έχει μια προκαθορισμένη τιμή αρτηριακής πίεσης ή, όπως υποστηρίζουν ορισμένες θεωρίες, μια προκαθορισμένη τιμή βάρους. Είναι, δηλαδή, σαν να έχουμε ένα είδος «θερμοστάτη» που μας κάνει, γενικώς ως προσωπικότητες, περισσότερο χαρούμενους ή περισσότερο κατσούφηδες. Μπορεί κατά καιρούς διάφορα γεγονότα να μας κάνουν πιο ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους, ύστερα από λίγο όμως η επίδραση αυτή περνάει και γυρίζουμε ξανά στο επίπεδο ευτυχίας που ορίζει ο γενετικός «θερμοστάτης» μας.
Η θεωρία του Λίκεν για την κληρονομικότητα και το προκαθορισμένο σημείο της ευτυχίας επιβεβαιώθηκε αργότερα και από άλλες μελέτες και, αν και έχει τους αντιπάλους της, σήμερα είναι ευρέως αποδεκτή από τους επιστήμονες. Η προδιάθεση προς την ευτυχία που κληρονομούμε από τους βιολογικούς γονείς μας είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, μη αναστρέψιμη- ο ίδιος ο Λίκεν έλεγε ότι το να προσπαθεί κανείς να την αλλάξει είναι εξίσου μάταιο με το να προσπαθεί να γίνει ψηλότερος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να την επηρεάσουμε καλλιεργώντας άλλες παραμέτρους.
«Το δικό μου προκαθορισμένο σημείο ευτυχίας» έγραφε σε ένα άρθρο του ο διάσημος ψυχολόγος που έφυγε από τη ζωή το 2006 «βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο, παρ΄ όλα αυτά καταφέρνω να το ξεπερνάω πολλές φορές καλλιεργώντας λαχανικά,φτιάχνοντας γλυκά (έχω μάθει να φτιάχνω την τέλεια λέμον πάι), επιδιορθώνοντας πράγματα στο σπίτι και γράφοντας επιστημονικά άρθρα».
Σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί, εκτός από αυτό το γενετικά προκαθορισμένο 50%, οι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπική μας ευτυχία είναι κατά 10% οι περιστάσεις και κατά 40% οι δραστηριότητες που μας προκαλούν ένα αίσθημα ικανοποίησης.
Τα γονίδια της ευτυχίας
Αν και η κληρονομική προδιάθεση προς την ευτυχία θεωρείται δεδομένη, τα γονίδια που ευθύνονται για αυτήν δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη, τουλάχιστον όχι στο πλήρες εύρος τους. Η αλήθεια είναι ότι οι σχετικές μελέτες βρίσκονται ακόμη στην αρχή τους, ήδη όμως οι επιστήμονες είναι σε θέση να πουν ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για ένα μεμονωμένο «γονίδιο της ευτυχίας». Το ενδιαφέρον εστιάζεται σε πολλές ομάδες γονιδίων, ιδιαίτερα αυτών που έχουν σχέση με τα δίκτυα ανταμοιβής, την ντοπαμίνη και τη σεροτονίνη, και στις διάφορες παραλλαγές τους.
Μια μελέτη που θεωρείται ορόσημο για τη σχέση των γονιδίων με την ψυχική μας διάθεση δημοσιεύτηκε το 2003 και δεν αναζητούσε τα αίτια της ευτυχίας αλλά της κατάθλιψης. Ο Αβεσαλόμ Κάσπι και η Τέρι Μόφιτ, ερευνητές του Κing΄s College του Λονδίνου, χρησιμοποίησαν ως «βάση δεδομένων» τη Μελέτη του Ντούνεντιν, μια μελέτη που διεξάγουν νεοζηλανδοί ερευνητές παρακολουθώντας την πορεία 1.037
ατόμων από τη γέννησή τους το 1973 και καταγράφοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα όλα τα δεδομένα που αφορούν την υγεία και την ψυχική κατάστασή τους.
Αναλύοντας τα στοιχεία του Ντούνεντιν ο κ. Κάσπι και η κυρία Μόφιτ διαπίστωσαν ότι ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας από τους εξεταζομένους εισέπραττε συναισθηματικά διάφορα οδυνηρά γεγονότα όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, μια απόλυση ή ένας χωρισμός είχε σχέση με το μήκος που είχε ένα γονίδιό του, το 5-ΗΤΤ ή SΕRΤ. Το συγκεκριμένο γονίδιο παρουσιάζεται σε δύο παραλλαγές, μια «μακριά» και μια «κοντή», όπως συνηθίζουν να τις αποκαλούν οι επιστήμονες. Κωδικοποιεί για έναν διαβιβαστή της σεροτονίνης, ουσίας η οποία μεταξύ άλλων σχετίζεται με τη ρύθμιση των διαθέσεων και η έλλειψή της έχει συνδεθεί με διαταραχές της διάθεσης, την αστάθεια των συναισθημάτων και την κατάθλιψη.
Από τους εξεταζομένους οι οποίοι τα τελευταία χρόνια είχαν υποστεί τέσσερα οδυνηρά γεγονότα το 47% αυτών που είχαν την «κοντή» εκδοχή του γονιδίου (γνωστή ως S) παρουσίασε κατάθλιψη έναντι μόνο 17% αυτών που διέθεταν τη «μακριά» εκδοχή (L). Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η εκδοχή S, η οποία έχει μερικούς «κρίκους» DΝΑ λιγότερους από την L, προκαλεί υποέκφραση του γονιδίου δημιουργώντας λιγότερους διαβιβαστές σεροτονίνης από την εκδοχή L. Οι δύο ερευνητές τονίζουν ότι η «κοντή» παραλλαγή του 5-ΗΤΤ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί το «γονίδιο της κατάθλιψης». Απλώς η εκδοχή S κάνει όσους τη φέρουν πιο ευάλωτους στο στρες- θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ένα «γονίδιο ευαισθησίας».
Αντίστοιχα δεν θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει την εκδοχή L «γονίδιο της ευτυχίας» αλλά μάλλον «γονίδιο αντίστασης» που καθιστά όσους τη φέρουν πιο «δυνατούς» απέναντι στα οδυνηρά γεγονότα και στο στρες. Ολοι οι ειδικοί που ασχολούνται με τη διερεύνηση του ρόλου των γονιδίων στα συναισθήματα τονίζουν άλλωστε ότι, αν και η γενετική μας κληρονομιά παίζει έναν ρόλο, η κύρια επιρροή στην ψυχική μας υγεία και στον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε τη ζωή ανήκει πάντα στο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε και ζούμε.
Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία
Από την πλευρά της, η ψυχολογία τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει να διερευνά όλο και περισσότερο το «μυστήριο» της ευτυχίας. Από τους πρωτοπόρους και πλέον παραγωγικούς στον τομέα αυτόν είναι ο Εντουαρντ Ντίνερ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, γνωστός και ως «Δρ Ευτυχία». Οι έρευνες που διεξάγει εδώ και 25 χρόνια γύρω από το τι κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους και τι όχι έχουν συχνά καταλήξει σε συμπεράσματα που εκπλήσσουν.
Για παράδειγμα, αν και πολλοί το λοιδορούν, το γνωστό ρητό σχετικά με το ότι «το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία» φαίνεται ότι είναι πέρα για πέρα αληθινό. Οι μελέτες του κ. Ντίνερ, οι οποίες έχουν επιβεβαιωθεί και από άλλους ερευνητές, έδειξαν ότι από τη στιγμή που έχουμε αρκετά χρήματα ώστε να καλύπτουμε τις βασικές ανάγκες μας η επιπλέον αύξηση του εισοδήματός μας συμβάλλει ελάχιστα- ή και καθόλου- στο αίσθημα ικανοποίησης που έχουμε από τη ζωή μας.
Από την άλλη πλευρά, μια έρευνα του Πανεπιστημίου Σίτι του Λονδίνου έδειξε πρόσφατα ότι, αν και η χρηματική άνεση αυτή καθαυτή δεν αυξάνει την ευτυχία, η αίσθηση του ότι έχουμε τον έλεγχο των χρημάτων μας τονώνει την αυτοεκτίμησή μας και κατ΄ επέκταση μας κάνει- οικονομικά- περισσότερο ικανοποιημένους, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός μας. Όποιος και αν είναι ο μισθός σας, πάντως, καλό είναι να μην τον συγκρίνετε με αυτόν του γείτονά σας: σύμφωνα με τον Αντριου Κλαρκ και την Κλόντια Σένικ, ερευνητές της Σχολής Οικονομικών του Παρισιού που ανέλυσαν έρευνες σχετικές με την ευτυχία από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η σύγκριση των εισοδημάτων μας με αυτά των μελών της οικογένειάς μας ή των φίλων μας μάς κάνει δυστυχισμένους.
«Ο άνθρωπος μπορεί να είναι κοινωνικό ον,φαίνεται όμως ότι όταν κοιτάζει κανείς συνέχεια γύρω του βλέπει τον κόσμο σαν ένα λιγότερο ευτυχισμένο- και περισσότερο άνισομέρος» γράφουν οι δύο ερευνητές. Η σύγκριση φαίνεται να έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα όταν γίνεται έναντι των συναδέλφων μας γιατί μας προσφέρει μια προοπτική για το μέλλον, εν γένει όμως αποβαίνει αρνητική. «Οσοι συγκρίνουν περισσότερο είναι λιγότερο ευτυχισμένοι.Υπάρχει μια σημαντική αρνητική σχέση ανάμεσα στην ένταση της σύγκρισης και στην υποκειμενική ευτυχία» καταλήγουν.
Μόρφωση και νιάτα δεν… αποδίδουν
Η αεροβική άσκηση, όπως το ποδήλατο, θεωρείται ιδανική για τη βελτίωση της διάθεσης
Η μόρφωση και η ευφυΐα φαίνεται επίσης ότι έχουν ελάχιστη- ή και μηδαμινή- επιρροή στην ευδαιμονία μας. Η δε αντίληψη ότι τα νιάτα μάς κάνουν να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με μεγαλύτερη ευχαρίστηση και αισιοδοξία καταρρίφθηκε πρόσφατα από μια έρευνα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία διαπίστωσε ότι οι πιο ηλικιωμένοι είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. Σύμφωνα με αυτήν, τα άτομα ηλικίας 20-24 ετών είναι θλιμμένα κατά μέσον όρο για 3,4 ημέρες τον μήνα, ενώ στις ηλικίες των 65-74 ετών ο αριθμός μειώνεται στο 2,3. Το ζήτημα, τονίζουν οι ερευνητές, δεν έχει σχέση με το «χάσμα των γενεών»: οι ηλικιωμένοι φαίνεται να έχουν λιγότερο στρες και να αντιμετωπίζουν λιγότερα πρακτικά και συναισθηματικά προβλήματα από τους νέους.
Οι ειδικοί έχουν επίσης αρχίσει να αμφισβητούν την ως πρόσφατα παγιωμένη πεποίθηση ότι ο γάμος ενισχύει το αίσθημα της ευτυχίας. Αν και σταθερά οι παντρεμένοι δηλώνουν πιο ευτυχισμένοι από τους ανύπαντρους, νέα στοιχεία δείχνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν αυξημένη προδιάθεση προς την ευτυχία τείνουν περισσότερο να παντρεύονται, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι περισσότεροι παντρεμένοι είναι «εκ φύσεως» ευτυχισμένες προσωπικότητες.
Αν, τέλος, ανήκετε στην κατηγορία αυτών που κοιτάζουν με δυσπιστία τους «Βορείους» που επιμένουν ότι εμείς στην Ελλάδα θα πρέπει να είμαστε από τους ευτυχέστερους ανθρώπους στον κόσμο αφού ζούμε στη λιακάδα, οι έρευνες σας δικαιώνουν. Σύμφωνα με μια μελέτη που διενεργήθηκε την προηγούμενη δεκαετία στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και δεν υπάρχει κανένας απολύτως απτός λόγος που να δικαιώνει αυτή την πεποίθηση, οι κάτοικοι των ψυχρών Μεσοδυτικών Πολιτειών πιστεύουν ότι αυτοί που ζουν στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια είναι πιο ευτυχισμένοι ενώ οι Καλιφορνέζοι έχουν και οι ίδιοι την εντύπωση ότι είναι περισσότερο ευτυχισμένοι από τους Μεσοδυτικούς, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ «ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ»
Αν και συχνά λέμε ότι αισθανόμαστε την ευτυχία σαν ένα αίσθημα που πλημμυρίζει την καρδιά μας,κανένας καρδιογράφος δεν κατόρθωσε ποτέ να την απεικονίσει.Αντιθέτως,την τύχη αυτή είχε ένας εγκεφαλογράφος στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν.Εκεί ο καθηγητής Ψυχολογίας και ΨυχιατρικήςΡίτσαρντ Ντέιβιντσον,διευθυντής του Εργαστηρίου Νευροεπιστημών,με τη βοήθεια των ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων και της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας,εντόπισε την ευτυχία ως μια υπερδραστηριότητα στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στον προμετωπιαίο φλοιό.
Όταν οι εθελοντές σκέφτονταν κάτι ευχάριστο,ο προμετωπιαίος φλοιός του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου τους «φωτιζόταν».Αντιθέτως, τα αρνητικά συναισθήματα μεταφράζονταν σε μια αντίστοιχη «αντιδιαμετρική» δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό του δεξιού ημισφαιρίου.Ο κ.Ντέιβιντσον υποστηρίζει ότι παρακολουθώντας κανείς τη δραστηριότητα στα δύο ημισφαίρια μπορεί να αξιολογήσει την «τάση» των διαθέσεων των ανθρώπων: όσο πιο πολύ φωτίζεται η δεξιά πλευρά τόσο περισσότερο δυστυχισμένος και απαισιόδοξος τείνει να είναι κανείς, ενώ όσοι διαθέτουν ένα πιο δραστήριο αριστερό ημισφαίριο είναι πιο ευτυχισμένοι και ενθουσιώδεις.
Οι έρευνές του έχουν δείξει πάντως ότι η κατανομή των διαθέσεων του ανθρώπινου πληθυσμού ακολουθεί μια καμπύλη σε σχήμα καμπάνας: η πλειονότητα των ανθρώπων βρίσκεται κάπου στη μέση διαθέτοντας ένα σχετικά ισορροπημένο μείγμα καλής και κακής διάθεσης,ενώ αυτοί με εντονότερη δεξιά ή αριστερή υπερδραστηριότητα είναι σχετικά λίγοι και τείνουν να ελαττώνονται πλησιάζοντας προς τα άκρα.Οσοι βρίσκονται στο δεξιό άκρο,σύμφωνα με τα στοιχεία του,έχουν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν κλινικά με κατάθλιψη ή κάποια άλλη ψυχική διαταραχή,ενώ οι τυχεροί «ακραίοι αριστεροί» παρουσιάζουν σπάνια προβλήματα ψυχικής διάθεσης και αναρρώνουν πολύ γρήγορα από αυτά.
Για να διερευνήσει περαιτέρω τις ανακαλύψεις του ο ερευνητής εξέτασε βουδιστές μοναχούς οι οποίοι μέσω του διαλογισμού φθάνουν καθημερινά σε μια κατάσταση απόλυτης ευδαιμονίας.
Διαπίστωσε ότι ο αριστερός μετωπιαίος λοβός του εγκεφάλου τους ήταν πολύ πιο δραστήριος από αυτόν του μέσου όρου και σκέφτηκε ότι ίσως κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αναπροσαρμόζεται ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή έναν τραυματισμό ο εγκέφαλος θα μπορούσε να «εκπαιδευτεί» ώστε να δραστηριοποιεί περισσότερο τον αριστερό προμετωπιαίο φλοιό του.
«Η υπόθεσή μου»εξηγεί σε πρόσφατο άρθρο του «βασίστηκε στη θεωρία της νευρωνικής πλαστικότητας,τη διαπίστωση ότι ο εγκέφαλος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να αλλάζει ανταποκρινόμενος στις εμπειρίες». Πειράματα που έκανε με φοιτητές του έδειξαν ότι οι τελευταίοι αύξησαν τη δραστηριότητα του αριστερού λοβού τους ακούγοντας καθημερινά επί δύο εβδομάδες ένα CD διαλογισμού- γεγονός το οποίο προσφέρει μια ένδειξη ότι ίσως το «προκαθορισμένο σημείο» ευτυχίας μας να είναι τελικά αναστρέψιμο.
Λαλίνα Φαφούτη – Βήμα