Πέρα από τα χρήματα, τον έρωτα την καριέρα, αυτό που πραγματικά αποζητάμε σε κάθε μας απόφαση, σε κάθε μας επιλογή, είναι η πραγματική ευτυχία –όπως κι αν την ορίζει ο καθένας. Γιατί; Έρευνες στην ψυχολογία συνιστούν ότι αυτό εν μέρει συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι από εμάς αδυνατούμε να προβλέψουμε την αντίδραση και τα συναισθήματά μας σε σημαντικές εμπειρίες ζωής. Κατά συνέπεια καταλήγουμε να κάνουμε επιλογές που δυνητικά μπορούν να βλάψουν την συναισθηματική μας ευημερία.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Daniel Gilbert, από το πανεπιστήμιο του Harvard, κοιτώντας τα πράγματα από απόσταση, τείνουμε να υπερεκτιμούμε την έκταση και τη διάρκεια του συναισθηματικού αντίκτυπου που μπορεί να έχει, παραδείγματος χάριν, μία αύξηση, ο θάνατος ενός αγαπημένου μας προσώπου, ή το να μετακομίσουμε σε ένα καταπράσινο ήσυχο προάστιο. Αυτό συμβαίνει απλά επειδή, όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε πώς θα μας επηρεάσει συναισθηματικά η κάθε μία από αυτές τις εμπειρίες, συνηθίζουμε να επικεντρωνόμαστε υπερβολικά στα πολύ προφανή χαρακτηριστικά της εν λόγω εμπειρίας.
Στο μυαλό μας ένα καταπράσινο προάστιο ισοδυναμεί με καθαρό αέρα, τα χρήματα ισοδυναμούν με ακριβά αυτοκίνητα και πολυτελείς διακοπές. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι τα λιγότερο προφανή χαρακτηριστικά που συχνά αμελούμε, τα οποία θα έχουν πραγματικό αντίκτυπο στα συναισθήματά μας: Ένα σπίτι σε ένα ήσυχο προάστιο, για παράδειγμα, μπορεί να απέχει πολλή ώρα από τους φίλους και την οικογένειά μας. Για να κερδίσουμε περισσότερα χρήματα θα χρειαστεί να δουλέψουμε πολύ πιο σκληρά… Ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο νιώθουμε την ευτυχία να γλιστρά μέσα από τα χέρια μας κάθε φορά που τυφλά ακολουθούμε την φαντασία μας ή τις συμβατικές θεωρίες περί προσωπικής ευημερίας.
Πού θα έπρεπε, λοιπόν, να ψάξουμε για να βρούμε την ευτυχία; Νέες έρευνες στην ψυχολογία και την οικονομία, τις οποίες δημοσίευσαν πρόσφατα σε σχετικό αφιέρωμα οι Financial Times, συνιστούν πως η απάντηση βρίσκεται σε αυτά που ήδη έχουμε: Στους φίλους και στην οικογένεια. Το μυστικό για να είμαστε χαρούμενοι είναι απλά να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο και ενδιαφέρον σε αυτές τις γεμάτες, με βάθος συναισθημάτων εμπειρίες. Όπως είχε πει κάποτε και ο γνωστός αμερικανός ραβίνος Hyman Schachtel: «Ευτυχία δεν είναι να έχεις αυτά που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτά που έχεις».
Τα λεφτά αγοράζουν μόνο λίγη ευτυχία
Ένα από τα πιο διαβόητα ευρήματα στην έρευνα για την ευτυχία είναι ότι τα χρήματα δεν αγοράζουν «πολλή» ευτυχία –τουλάχιστον όχι τόση πολλή όσο πιστεύουμε ότι θα έπρεπε. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Richard Easterlin, αυτό εν μέρει συμβαίνει γιατί μας νοιάζουν πολύ περισσότερο τα χρήματα που βγάζουν οι άλλοι παρά εμείς. Για όσους, λοιπόν, οι βασικές ανάγκες έχουν ήδη καλυφθεί, τα χρήματα αγοράζουν επιπλέον ευτυχία μόνο αν μπορούν να τους οδηγήσουν σε υψηλότερα κοινωνικά κλιμάκια, κάτι -βέβαια- δύσκολο όταν και όλοι άλλοι πλουτίζουν σταδιακά, με τα χρόνια. Καθώς η σύγκριση ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, τα άτομα, για παράδειγμα, που ζουν στις πιο εύρωστες περιοχές του Λονδίνου, θα πρέπει να «βγάζουν» τουλάχιστον 200.000 λίρες (περίπου 250.000 ευρώ) τον χρόνο, για να εξασφαλίζουν το προβάδισμά τους σε σχέση με τους περισσότερους άλλους Λονδρέζους –αλλά ακόμα και αυτά μπορεί να μην τους είναι αρκετά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ψυχολόγο Daniel Kahneman, του Πανεπιστημίου Princeton, η ασθενής σχέση μεταξύ ευτυχίας και εισοδήματος μπορεί, επίσης, να εξηγηθεί εν μέρει και από το γεγονός ότι οι πλουσιότεροι τείνουν να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για να απασχολούνται με δραστηριότητες που δεν τους προσφέρουν ιδιαίτερη χαρά, παρά ίσως περισσότερη ένταση και άγχος –όπως δουλειά, αγορές και επενδύσεις. Αντίθετα, άτομα με χαμηλά εισοδήματα τείνουν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο σε ευχάριστες συναναστροφές με φίλους ή σε χαλαρωτικές δραστηριότητες, όπως το να βλέπουν τηλεόραση ή να κάνουν κάποιο ομαδικό άθλημα.
Ωστόσο, όταν τόσο άτομα με υψηλά όσο και άτομα με χαμηλά εισοδήματα καλούνται να σκεφτούν την επίδραση των χρημάτων στην ευτυχία τους, όλοι επικεντρώνονται στις συμβατικές δυνατότητες που τα λεφτά μπορούν να τους προσφέρουν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι φανερά καλύτερη για τους πλούσιους παρά για τους φτωχούς. Όμως η αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετο: Οι φτωχότεροι μπορούν -και συχνά καταφέρνουν- να ζουν πολύ πιο ευτυχισμένα από τους πλούσιους.
Οι φίλοι αξίζουν περισσότερο από μία Ferrari
Πόσα χρήματα θα ήταν αρκετά για να μας κάνουν πραγματικά χαρούμενους; Καθώς η επίδραση του χρήματος στην ευτυχία μας βασίζεται κατά πολύ στο πόσα κερδίζουν οι γύρω μας, η ερώτηση αυτή είναι δύσκολο να απαντηθεί. Ωστόσο, είναι ευκολότερο να υπολογιστεί πόσα επιπλέον χρήματα απαιτούνται ώστε, π.χ. ένα κοινωνικά απομονωμένο άτομο να είναι εξίσου χαρούμενο με ένα κοινωνικά ενεργό.
Ο υπολογισμός αξιών διάφορων μη-εμπορεύσιμων αγαθών, όπως η χαρά που προσφέρει η φιλία ή ο γάμος, επινοήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από τον οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Warwick, Andrew Oswald, και βασίστηκε σε μία πολύ απλή ιδέα: Φανταστείτε ότι το χρήμα, γενικώς, κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους. Φανταστείτε, επίσης, ότι οι άνθρωποι που βλέπουν τους φίλους τους καθημερινά είναι αξιοσημείωτα πιο χαρούμενοι από αυτούς που ζουν μοναχικά. Βάσει της αρχής, τότε, υπάρχει η δυνατότητα να υπολογιστεί πόσα επιπλέον χρήματα θα πρέπει να δοθούν σε κάποιον ως επακριβή αποζημίωση για την έλλειψη κοινωνικής ζωής.
Στην Μ. Βρετανία, για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί πως μισθολογική αύξηση της τάξης των 1.000 λιρών ισοδυναμεί με αύξηση της ευτυχίας κατά περίπου 0.0007 μονάδες στην προσωπική κλίμακα της ευτυχίας του Oswald. Το να συναντά κανείς φίλους πιο συχνά, από την άλλη, ισοδυναμεί με αύξηση της ευτυχίας κατά 0.161 μονάδες. Αυτό δείχνει ότι ανταλλάσσοντας την κοινωνική ζωή με την μοναχική απαιτείται μισθολογική αύξηση της τάξης των 0.161/0.0007 μονάδων, δηλαδή των 230.000 λιρών ετησίως. Ποσό κατά τι υψηλότερο από μία καινούργια, αστραφτερή Ferrari 612 Scaglietti.
Το να κερδίσεις το λαχείο δεν θα σε κάνει αυτόματα ευτυχισμένο
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας είναι αυτό που δείχνει πως το να κερδίσει κανείς χρήματα (π.χ. με ένα λαχείο) της τάξης των 1.000 ευρώ ή περισσότερα δεν θα τον κάνει αυτόματα ευτυχισμένο. Αντίθετα, χρειάζονται δύο χρόνια μέχρι ο νικητής πραγματικά να απολαύσει τα χρήματά του. Αυτό έρχεται σε έντονη αντιπαράθεση με τις επιπτώσεις της αύξησης των τακτικών εισοδημάτων στην ευτυχία: Αύξηση στον μισθό, για παράδειγμα, οδηγεί συνήθως σε αμεσότερη βελτίωση των επιπέδων ευτυχίας κάποιου. Γιατί, όμως, αργεί τόσο πολύ η χαρά από τα κέρδη του λαχείου; Μία υπόθεση λέει ότι, παρόλο που οι παραδοσιακές οικονομικές θεωρίες τυπικά υποστηρίζουν ότι «ένα ευρώ είναι ένα ευρώ», στην πραγματικότητα ένα ευρώ που κερδήθηκε από τύχη δεν έχει την ίδια αξία με ένα ευρώ που κερδήθηκε από εργασία. Ενστικτωδώς, ο παραλήπτης νιώθει ότι το δεύτερο του αξίζει, ενώ το πρώτο όχι.
Το να χάσεις τη δουλειά σου προκαλεί δυστυχία –όχι όμως τόση όση όταν και άλλοι έχουν πάθει το ίδιο
Το να χάσει κανείς την δουλειά του είναι για τους περισσότερους ανθρώπους πιο δυσάρεστο ακόμα και από το να πάρουν διαζύγιο. Ένας από τους προφανείς λόγους είναι η αφαίρεση ενός σταθερού, τακτικού εισοδήματος. Ένας άλλος είναι ο κοινωνικός στιγματισμός και η δραματική μείωση της αυτοεκτίμησης. Από την άλλη πλευρά του νομίσματος, όμως, έχει βρεθεί πως οι αρνητικές συναισθηματικές επιπτώσεις της ανεργίας είναι σαφώς μικρότερες σε κάποιον όταν, ταυτόχρονα, χάνουν την δουλειά τους πολλά ακόμα άτομα του περιβάλλοντός του.
Ο λόγος είναι απλός, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Andrew Clark, του Paris School of Economics: Εκεί που η ανεργία αποτελεί κανόνα, η επίπτωσή της στην φήμη του ατόμου είναι μικρότερη. Έχει, μάλιστα, βρεθεί ότι τα ποσοστά «μέσης ευτυχίας» σε περιοχές με μεγάλη ανεργία είναι λίγο μόνο χαμηλότερα από αυτά σε περιοχές με μικρή ανεργία. Τα κακά πράγματα δεν φαίνονται, λοιπόν, τόσο κακά όταν δεν είσαι ο μόνος που τα βιώνει.
Οι χοντροί φίλοι σε κάνουν πιο χαρούμενο από τους αδύνατους
Νέα στοιχεία που προκύπτουν από έρευνες στην οικονομία και την επιδημιολογία συνιστούν ότι μας απασχολεί το βάρος των γύρω μας όσο μας απασχολεί και το δικό μας. Όλοι μας -οι σχεδόν όλοι- θέλουμε να είμαστε λεπτοί, πιθανότατα γιατί κάτι τέτοιο δημιουργεί καλύτερες πιθανότητες να βρούμε ερωτικό σύντροφο, ή ακόμα και να εξελιχθούμε ταχύτερα στην δουλειά μας. Ωστόσο, όταν τα άτομα με τα οποία συνηθίζουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας παχαίνουν, μας ενοχλεί λιγότερο το ότι παχαίνουμε και εμείς. Και αυτό γιατί δεν χρειάζεται να τα συναγωνιστούμε τόσο έντονα για να παραμείνουμε λεπτοί.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγαν οι οικονομολόγοι David G. Blanchflower, Andrew Oswald και Bert Van Landeghem, άτομα με σοβαρά προβλήματα βάρους -π.χ. με δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο του 30- είναι φανερά πιο δυστυχισμένα από άτομα με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος. Ωστόσο, οι υπέρβαροι τείνουν να αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά ευτυχίας όταν συνομήλικοί τους ή άτομα του ίδιου φύλου είναι εξίσου βαριά ή βαρύτερα από αυτούς. Η θετική σχέση ευτυχίας και βάρους των άλλων αποτελεί μία καλή ψυχολογική εξήγηση για την επιδημία παχυσαρκίας που πλήττει στις μέρες μας την Δύση.
Το διαζύγιο μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο
Το γεγονός ότι οι διαζευγμένοι μπορεί τη στιγμή που θα τους ρωτήσεις να απαντήσουν ότι νιώθουν λιγότερο ευτυχισμένοι από τους παντρεμένους, είναι μεν λογικό αλλά όχι εντελώς αληθές, τουλάχιστον όχι για κάθε στιγμή της ζωής τους. Καταρχήν, η απόφαση να πάρει κανείς διαζύγιο δεν λαμβάνεται αυθαίρετα ούτε επιπόλαια. Χωρίζει κανείς επειδή αναγνωρίζει πως τα πλεονεκτήματα του διαζυγίου ξεπερνούν το κόστος αυτού. Τα επίπεδα ευτυχίας για τους ανθρώπους που χωρίζουν, ουσιαστικά «πέφτουν» λίγο πριν και λίγο μετά από το διαζύγιο.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Ed Diener, η χειρότερη στιγμή για τους άνδρες είναι ο χρόνος που προηγείται του διαζυγίου, ενώ για τις γυναίκες είναι δύο χρόνια πριν χωρίσουν, με την χαρά να επιστρέφει σταδιακά στην ζωή τους έναν χρόνο πριν το διαζύγιο. Αυτό πιθανώς συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με τον Diener, η πλειοψηφία των διαζυγίων είναι πρωτοβουλία της συζύγου. Μετά το διαζύγιο οι άνδρες χρειάζονται περίπου δύο χρόνια και οι γυναίκες περίπου τρία χρόνια για να επιστρέψουν πλήρως στα κανονικά επίπεδα ευτυχίας τους.
Η ευτυχία είναι… μεταδοτική
Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να είναι κανείς ευτυχισμένος. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι τείνουν να είναι υγιέστεροι, να ζουν περισσότερο και να κερδίζουν περισσότερα χρήματα. Τείνουν, επίσης, να προσφέρονται περισσότερο για να βοηθήσουν, να έχουν καλύτερες σχέσεις και να χαμογελούν περισσότερο και πιο αληθινά. Όλα αυτά είναι εύλογα και κατανοητά. Γιατί, όμως, είναι μεταδοτική η ευτυχία; Σε αυτό απαντούν οι James Fowler και Nicholas Christakis, συγγραφείς του παγκόσμιου best seller Connected (Συνδεδεμένοι), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα άτομα που περιβάλλονται από χαρούμενους φίλους και συγγενείς γίνονται σταδιακά πολύ πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Πιο συγκεκριμένα, λένε ότι θα νιώσουμε τουλάχιστον κατά 25% πιο χαρούμενοι αν ο κολλητός μας φίλος, με τον οποίον έχουμε συχνές επαφές, γίνει για κάποιον λόγο πιο ευτυχισμένος.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η ευτυχία είναι μεταδοτική, αφενός γιατί οι άνθρωποι μοιράζονται συνήθως την χαρά τους με τους φίλους και την οικογένειά τους, συχνά μάλιστα βοηθώντας τους είτε σε πρακτικά είτε σε οικονομικά ζητήματα. Αφετέρου γιατί οι χαρούμενοι άνθρωποι τείνουν να είναι πιο καλοί ή λιγότερο επιθετικοί απέναντι στα κοντινά τους πρόσωπα. Μπορεί πάλι, απλούστερα, τα θετικά συναισθήματα να είναι από μόνα τους πολύ μεταδοτικά.
Σε κάθε περίπτωση, η ευτυχία δεν -θα πρέπει να- είναι επιθυμητή μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Οι θετικές της επιπτώσεις μπορούν να ωφελήσουν αφάνταστα ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.