Οι περισσότεροι από μας θέλουμε να βιώνουμε περισσότερα θετικά συναισθήματα στη ζωή μας. Από τα 100 άτομα τα 99 αναφέρουν ότι τους αρέσει να βρίσκονται κοντά σε θετικούς ανθρώπους. Από τα 10 άτομα τα 9 αναφέρουν ότι είναι πιο παραγωγικοί όταν βρίσκονται κοντά σε θετικούς ανθρώπους.
Δυστυχώς το να θέλει κανείς να βρίσκεται σε ένα περισσότερο θετικό περιβάλλον δεν είναι αρκετό. Οι περισσότεροι από μας έχουμε μεγαλώσει σε μια κουλτούρα μέσα στην οποία είναι ευκολότερο να πεις στους ανθρώπους τι κάνανε λάθος αντί να τους επαινέσεις όταν πετυχαίνουν. Και παρόλο που μπορεί η προσέγγιση αυτή που ξεκινά από την αρνητική αυτή βάση να εξελίχθηκε άθελα, έχει όμως διαποτίσει την κοινωνία μας σε όλα τα επίπεδα.
Η εστίαση στο «τι φταίει» και στο «τι είναι λάθος», είναι ιδιαίτερα φανερή στα παιδιά. Αντί να γιορτάζουν αυτό που κάνει το κάθε παιδί ιδιαίτερο και ξεχωριστό, οι περισσότεροι γονείς πιέζουν τα παιδιά τους «να προσαρμοστούν» και «να μην ξεχωρίζουν». Αυτό αθέλητα αποθαρρύνει την ατομικότητα και το δικαίωμα του κάθε παιδιού να είναι ο εαυτός του.
Και τα σχολεία που έχουν διαμορφωθεί γύρω από το δόγμα ότι οι μαθητές πρέπει να μάθουν τα πάντα ανεξάρτητα από τα ενδιαφέροντα και τα φυσικά τους ταλέντα, ενδυναμώνουν αυτό τον τρόπο σκέψης. Όταν ένα παιδί είναι άριστο σε ένα μάθημα και παίρνει Α, τι γίνεται συνήθως; Αντί να αναγνωρίζουν και να αναπτύσσουν τα ταλέντα του, οι δάσκαλοι και οι γονείς προσπερνούν το Α και εστιάζονται στο να αυξήσουν τους χαμηλότερους βαθμούς στον έλεγχο του.
Μια προ δεκαετίας περίπου δημοσκόπηση του Gallup Organization μέτρησε την εστίαση των γονέων στους καλύτερους βαθμούς των παιδιών τους σε συσχέτιση με την εστίαση τους στους χειρότερους βαθμούς. Η δημοσκόπηση αυτή έγινε σε ποικίλες χώρες και κουλτούρες. Η ερώτηση που τέθηκε στους γονείς ήταν: «Το παιδί σου έχει τους ακόλουθους βαθμούς: Αγγλική γλώσσα Α, Κοινωνικές Επιστήμες Α, Βιολογία C, Άλγεβρα F. Ποιος βαθμός αξίζει την περισσότερη προσοχή από σένα;» Η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων σε όλες τις χώρες εστιάστηκαν στο F.
Δυστυχώς, οι γονείς αιχμαλωτίζονται στην κούρσα που τους επιβάλλει να στείλουν το παιδί τους στο πανεπιστήμιο, αντί να λάβουν υπόψη τι είναι πραγματικά καλύτερο για την ανάπτυξη των παιδιών τους σύμφωνα με τα έμφυτα ταλέντα του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να αγνοήσουν το F στην Άλγεβρα. Γιατί όμως να μην ξεκινήσουν με μια θετική εστίαση στα Α πριν προσπαθήσουν να βρουν στρατηγικές να βελτιώσουν τα F;
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι, δυστυχώς, όταν οι περισσότεροι νέοι βγαίνουν στην εργασιακή αρένα, δεν διαλέγονται στην πρώτη τους δουλειά σε σχέση με το πόσο καλά τα φυσικά τους ταλέντα ταιριάζουν στον ρόλο της δουλειάς. Αντίθετα, αμέσως μετά την πρόσληψη τους, αναμένεται από αυτούς να αλλάξουν έτσι ώστε να ταιριάξουν με τον ρόλο της δουλειάς. Και αν δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά, τότε θα πρέπει να αντέξουν ένα πρόγραμμα επάρκειας το οποίο είναι ειδικά σχεδιασμένο να «διορθώσει» το πρόβλημα που έχουν.
Περισσότερο από 80 χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1925, τα πεδία της εκπαίδευσης και της ψυχολογίας παρέβλεψαν μιαν πάρα πολύ σημαντική μελέτη, η οποία διεξήχθη από την Dr Elizabeth Hurlock και η οποία σχεδιάστηκε για να εξερευνήσει τι θα συνέβαινε όταν δινόταν διαφορετική ανάδραση σε εργασίες παιδιών 10-12 χρονών μιας τάξης μαθηματικών. Ήθελαν να μάθουν τι θα ήταν πιο αποτελεσματικό για τα παιδιά, να τα επαινέσουν, να τα κριτικάρουν, ή να τα αγνοήσουν. Το αποτέλεσμα θα προσδιοριζόταν από πόσες μαθηματικές ασκήσεις θα έλυνε κάθε παιδί 2,3,4 και 5 μέρες μετά την ανάδραση που θα δεχόταν.
Τα παιδιά της πρώτης ομάδας τα αναγνώρισαν με τα ονόματα τους και τα επαίνεσαν μπροστά σε όλη την τάξη για την καλή δουλειά που παρουσίασαν. Τα παιδιά της δεύτερης ομάδας επίσης τα αναγνώρισαν με τα ονόματα τους μπροστά σε όλη την τάξη, αλλά τα κριτίκαραν για την φτωχή δουλειά που παρουσίασαν. Στην τρίτη ομάδα αγνόησαν τελείως τα παιδιά, παρόλο που ήταν παρόντα και άκουγαν τον έπαινο και την κριτική των παιδιών της πρώτης και δεύτερης ομάδας. Μια τέταρτη ομάδα είχε μεταφερθεί σε ένα άλλο δωμάτιο μετά το πρώτο τεστ. Τα μέλη αυτής της ομάδας έκαναν τα ίδια τεστ αλλά δεν τους έγιναν καθόλου σχόλια πάνω στην απόδοση τους.
Οι μαθητές στις ομάδες του επαίνου και της κριτικής τα πήγαν καλύτερα στο τεστ της 2ης ημέρας. Μετά όμως από τη 2η ημέρα τα παιδιά που είχαν δεχθεί κριτική έδειξαν μεγάλη μείωση της απόδοσης τους έτσι που στις μέρες 3 και 4 η απόδοση τους ήταν σχεδόν όσον αυτή των παιδιών που είχαν αγνοηθεί. Αντίθετα τα παιδιά που επαινέθηκαν μετά την 2η μέρα αύξησαν ακόμα περισσότερο την απόδοση τους και μέχρι την 5η μέρα η συνολική απόδοση ήταν πολύ καλύτερη των υπολοίπων ομάδων.
Η συνολική τελική βελτίωση των ομάδων ήταν:
-
Ομάδα παιδιών που επαίνεσαν – Βελτίωση 71%
-
Ομάδα παιδιών που κριτίκαραν – Βελτίωση 19%
-
Ομάδα παιδιών που αγνόησαν – Βελτίωση 5%
Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η μελέτη θα ταρακουνούσε έντονα ψυχολόγους και εκπαιδευτικούς. Όμως δεν το έκανε. Μέχρι πρόσφατα η επιστημονική κοινότητα είχε εστιαστεί αποκλειστικά στο να μελετά τις επιδράσεις των αρνητικών ή τραυματικών καταστάσεων ή γεγονότων. Όμως αυτή η εστίαση έχει αρχίσει να αλλάζει…