Τα γονίδια του κάθε ανθρώπου παίζουν το δικό τους ρόλο στη δημιουργία ή όχι μιας φιλίας και γενικότερα των δικτύων φίλων που έχουν οι άνθρωποι, σύμφωνα με μια νέα έρευνα του γνωστού ελληνο-αμερικανού επιστήμονα Νικόλα Χρηστάκη του πανεπιστημίου Χάρβαρντ (συγγραφέα του βιβλίου «Συνδεδεμένοι», που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά), σε συνεργασία με τον συνεργάτη του Τζέημς Φάουλερ του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
Οι δύο ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι ομάδες και τα δίκτυα των φίλων δείχνουν σημάδια γενετικών ομοιοτήτων. Οι επιστήμονες, χρησιμοποιώντας δεδομένα από δύο ανεξάρτητες γενετικές μελέτες, ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν ένα γονίδιο (DRD2), το οποίο κωδικοποιεί τον υποδοχέα της ντοπαμίνης D2 και έχει σχετιστεί με τον αλκοολισμό, τείνουν να κάνουν παρέα, πιθανώς επειδή ευχαριστιούνται να πίνουν μαζί (κάτι που, παρεμπιπτόντως, μπορεί να επιδεινώσει τον αλκοολισμό και των δύο).
Αντίθετα, όσοι διαθέτουν ένα άλλο γονίδιο (CYP2A6) που έχει σχετιστεί με τον μεταβολισμό ξένων προς τον οργανισμό ουσιών όπως η νικοτίνη, καθώς και με μια προσωπικότητα ανοιχτή σε νέες ιδέες, δεν γίνονται συνήθως φίλοι μεταξύ τους.
Οι επιστήμονες -οι οποίοι ανέλυσαν περισσότερα από 3.000 ζευγάρια φίλων όσον αφορά έξι γονίδια και την πιθανή επίδρασή τους στη σύναψη φιλίας- δεν έχουν, προς το παρόν, κάποια εξήγηση για αυτή τη διαπίστωση, αλλά υποθέτουν ότι αποτελεί ένα είδος αμυντικού μηχανισμού. Κάτι ανάλογο, όπως λένε, έχει παρατηρηθεί στα ζευγάρια, όπου ενστικτωδώς αποφεύγονται οι πιθανοί σύντροφοι, οι οποίοι είναι ευάλωτοι σε ίδιες ασθένειες.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Eπιστημών των ΗΠΑ (PNAS), δεν μπόρεσε πάντως να εντοπίσει κάποια σχέση ανάμεσα στα δίκτυα φίλων και σε άλλους τέσσερις γενετικούς παράγοντες (συνολικά έξι) που μελέτησε.
Ο Φάουλερ δήλωσε ότι το συνηθισμένο αίσθημα του να συμπαθούμε ή να αντιπαθούμε ενστικτωδώς κάποιον άλλο (οπότε τον κάνουμε φίλο μας ή όχι), θα μπορούσε σε ένα βαθμό να εξηγηθεί από το «ταίριασμα» του DNA, αν και κάτι τέτοιο, όπως είπε, απαιτεί περισσότερες έρευνες για να διερευνηθεί περαιτέρω. Όπως εκτίμησε πάντως, είναι πιθανό ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί ασυνείδητα να «ανιχνεύουν» στους γύρω τους ορισμένα γονίδια και έτσι, ανάλογα, να ταυτίζονται ευκολότερα μαζί τους ή το αντίθετο.
Όμως δεν δέχονται όλοι οι επιστήμονες τα συμπεράσματα των δύο ερευνητών. Ορισμένοι γενετιστές, όπως ο Ντέηβιντ Αλτσούλερ του Ινστιτούτου Broad του Κέμπριτζ και ο Στάνλεϊ Νέλσον του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, αντέδρασαν, επισημαίνοντας ότι ο Φάουλερ και ο Χρηστάκης δεν ανέλυσαν αρκετά γονίδια, ούτε εξέτασαν εναλλακτικές ερμηνείες, πριν βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
Πηγή: ΑΠΕ