Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο της Neue Nationalgalerie, στο Βερολίνο, υπάρχει μια έκθεση για την τέχνη στα χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην Εξουσία. Την είδα πριν από 3-4 εβδομάδες.
Αν και στο μουσείο υπήρχαν πολύ καλύτεροι πίνακες, μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, με τη νοσηρή δύναμή της. Έδειχνε κυρίως σκηνές δρόμου, με εξαγριωμένα πλήθη, χοντρούς χρηματιστές με πούρο και δύο πίνακες με τον ίδιο τίτλο: «Αgitator». Toυς φωτογράφισα.
Αγκιτάτορας, λέει το λεξικό, είναι εκείνος που ξεσηκώνει και κινητοποιεί τα πλήθη για να δράσουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Αλλά συνήθως (κι αυτό φαίνεται από τις φάτσες των πινάκων) ο αγκιτάτορας είναι αυτός που ερεθίζει τα ένστικτά τους, λέγοντας μόνο εκείνο που περιμένουν ν’ ακούσουν, τους κουρδίζει και μετά τους δείχνει προς ποια κατεύθυνση να πάνε (συνήθως στον γενικό χαμό).
Οι αγκιτάτορες εμφανίζονται στις άρρωστες εποχές, οπότε και έχουν τη μεγαλύτερη πέραση. Μιλάνε παθιασμένα (η νηφαλιότητα είναι συνεργός της λογικής, άρα εχθρός), δημαγωγικά, και έχει περισσότερη σημασία η θερμότητα του τόνου τους από το νόημα του λόγου τους (ούτως ή άλλως, τα συνθήματα έχουν, φύσει, ένα περίγραμμα λογικής, σκοπό έχουν να συνεπάρουν, όχι να πείσουν ούτε να εξηγήσουν).
Οι αγκιτάτορες δεν έχουν αναστολές. Προκειμένου να εξάψουν το ήδη ταραγμένο τους κοινό (μόνο το ήδη ταραγμένο κοινό μπορεί να βακχευτεί από τους αγκιτάτορες) θα στρεψοδικήσουν, θα συκοφαντήσουν, θα τερατολογήσουν, θα κάνουν την τρίχα τριχιά, το άσπρο μαύρο. Θα έχουν πάντα δύο μέτρα και δύο σταθμά. Κυρίως θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις προκαταλήψεις και τα αισθήματα μειονεξίας του ακροατηρίου τους: τον φθόνο, την άρνηση του Ξένου και Διαφορετικού, την εχθρότητα προς όσους ζουν καλύτερα (δικαίως ή αδίκως), την επιφύλαξη προς όσους ξέρουν περισσότερα. Κι όταν τα εξαντλήσουν όλα, θα βάλουν σε εφαρμογή το βαρύ πυροβολικό: τον φόβο. Θα προσπαθήσουν να εμπνεύσουν τον φόβο στα πιο μύχια κομμάτια του ασυνειδήτου – «Θα σκοτώσουν τα παιδιά σας, θα κάψουν το σπίτι σας, θα πεινάσετε…».
Τότε, είναι θέμα χρόνου να πέσει το Σύνθημα. Που τα πλήθη το ακολουθούν ως … πλήθη. Δεν ρωτάνε τι και πώς. Πέφτει ξύλο; Ρίχνουν κι αυτοί. Συκοφαντείται κάποιος; Συκοφαντούν κι αυτοί.
Αν κάνεις να τους μιλήσεις λογικά, σε παρακάμπτουν, διότι τους συνεφέρνεις από τη μέθη τους, την ορμή θανάτου τους – τους ξενερώνεις.
Φοβάμαι ότι η κατάσταση στην Αθήνα, φέτος, θα εκθρέψει πολλούς αγκιτάτορες. Ήδη εκθρέφει – τους πλείστους στο διαδίκτυο και τα social media. Και φοβάμαι όχι τυχαία (οι άνθρωποι ήδη πεινούν και ήδη τους παίρνουν το σπίτι). Έχει κλονιστεί το αίσθημα δικαίου, η πίστη στην εντιμότητα του διπλανού, η αίσθηση του κοινωνικού ιστού – της κοινότητας, της Πόλης. Κανείς δεν πιστεύει κανέναν. Κανείς (φυσικά) δεν θέλει να πληρώσει τα σπασμένα του άλλου. Kαι όλοι σε αυτήν τη μεγεθυμένη αίσθηση πνιγμού πιάνονται από τα μαλλιά τους. Αλίμονο στους μονοκόμματους και τους μοναχικούς!
Τώρα, περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται ψυχραιμία και λογική.