Η έρευνα Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών (ΡΙSΑ) διεξάγεται με ευθύνη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) από το 2000 μέχρι σήμερα κάθε τρία χρόνια και περιλαμβάνει αξιολόγηση μαθητών, οι οποίοι ολοκληρώνουν την υποχρεωτική τους εκπαίδευση, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου.
Το πρόγραμμα PISA καθιερώθηκε μετά από αξίωση των κρατών – μελών του Ο.Ο.Σ.Α. να έχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα αξιόπιστα στοιχεία για τις γνώσεις και τις δεξιότητες των μαθητών τους αλλά και για την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών τους συστημάτων. Και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των χωρών που συμμετέχουν, μέσω του Υπουργείου Παιδείας της κάθε χώρας.
Στον πρώτο διαγωνισμό του 2000 έλαβαν μέρος 43 χώρες, αλλά λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος συμμετοχής στο διαγωνισμό, το 2009 οι χώρες αυξήθηκαν σε 65 (μέλη του ΟΟΣΑ και συνεργαζόμενες) και το 2012 θα λάβουν μέρος 67. Η σημασία των διαγωνισμών PISA είναι τεράστια και συγκεντρώνει παγκόσμιο ενδιαφέρον διότι οι χώρες που παίρνουν μέρος σε αυτούς παράγουν τα 9/10 της παγκόσμιας οικονομίας!
Σε όλους τους διαγωνισμούς που έγιναν, την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών καταλαμβάνει η Φινλανδία η οποία κατατάσσεται και στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως.
Στον τελευταίο διαγωνισμό του 2009 η επαρχία της Σαγκάης στην Κίνα, έκανε τη μεγάλη έκπληξη, διότι έλαβε μέρος για πρώτη φορά και κατέλαβε την πρώτη θέση. Τη δεύτερη και τρίτη θέση κατέλαβαν η Νότια Κορέα και η Φινλανδία αντίστοιχα.
Η Ελλάδα συμμετέχει από την έναρξη του προγράμματος PISA και την ευθύνη διεξαγωγής των διαγωνισμών έχει το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας. Σε όλους τους διαγωνισμούς δυστυχώς η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μαζί με το Μεξικό και την Τουρκία.
Η έρευνα του προγράμματος για την αξιολόγηση των μαθητών είναι εστιασμένη στην αξιολόγηση της ικανότητας των μαθητών να χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητες στην καθημερινή τους κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, παρά στην αξιολόγηση της γνώσης ενός συγκεκριμένου αναλυτικού προγράμματος.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε και προκαλεί έντονες συζητήσεις σε όλη την ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα και όχι μόνο, διότι είναι γνωστό σε όλους μας ότι οι Έλληνες μαθητές έχουν «βαρύ» σχολικό πρόγραμμα και επιπλέον οι Έλληνες γονείς ξοδεύουν, συχνά από το υστέρημά τους, τεράστια ποσά σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα.
Η πειστικότερη εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι ότι οι κακές ελληνικές επιδόσεις οφείλονται στο ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι επικεντρωμένο στην πρόσληψη ακαδημαϊκών γνώσεων και όχι στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για την επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής.
Κατ΄ άλλους η μορφή των ερωτήσεων δεν συμβαδίζει με το ελληνικό εκπαιδευτικό πρότυπο το οποίο έχει πιο ακαδημαϊκό χαρακτήρα, ενώ ο διαγωνισμός ταιριάζει καλύτερα στους μαθητές που εκπαιδεύονται με αγγλοσαξονικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό σε όλους μας, και πριν την έναρξη του προγράμματος PISA, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα εμφανίζει σοβαρά προβλήματα όπως ο υπέρμετρος ακαδημαϊσμός-εγκυκλοπαιδισμός, η αποστήθιση, η βαθμοθηρία, ο κατακερματισμός της γνώσης, η μη καλλιέργεια κριτικής – συνδυαστικής σκέψης και η έλλειψη αξιολόγησης του. Σε όλα αυτά εάν προστεθεί και η ελάχιστη σύνδεση της εκπαίδευσης μας με την αγορά εργασίας και την οικονομία τότε το πρόβλημα μεγιστοποιείται.
Με τους διαγωνισμούς PISA όλα αυτά τα προβλήματά μας ήλθαν απλώς στην επιφάνεια. Για τους λόγους αυτούς βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα χρειάζεται αναδιάρθρωση και επαναπροσανατολισμό.
Παρά τις διαπιστωμένες αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος υπάρχει και η διαμετρικά αντίθετη άποψη σε όλα αυτά ότι δηλ. δεν φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα ούτε οι επιδόσεις των μαθητών μας, αλλά φταίει το ίδιο το πρόγραμμα PISA το οποίο δεν εξετάζει την πραγματική «μόρφωση» αλλά τις δεξιότητες… Και ακόμη ο Ο.Ο.Σ.Α. είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος για την επιβολή μέτρων, ανάμεσα σε άλλα και στην εκπαίδευση, η υλοποίηση των οποίων θα δημιουργήσει ένα εφιαλτικό μέλλον για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους σπουδαστές στη χώρα μας….
Πάντως όσοι διατυπώνουν τις απόψεις αυτές δεν προτείνουν κάτι συγκεκριμένο ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση και να μην κατατασσόμαστε στις τελευταίες θέσεις των διαγωνισμών. Δεν προτείνεται π.χ. ο επαναπροσανατολισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος ώστε να αντιμετωπίζονται καλύτερα οι σύγχρονες ανάγκες της πραγματικής ζωής και να συνδέεται η γνώση με την άμεση εφαρμογή της. Δεν προτείνεται επίσης η μη συμμετοχή μας στους διαγωνισμούς, εφόσον αυτοί είναι άδικοι και Δούρειος ίππος για την εκπαίδευσή μας, ώστε να έχουμε οικονομία και να αποφεύγουμε την καθόλου τιμητική κατάταξή μας.
Η μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης στην οικονομία και η αναγκαιότητα σύνδεσής της με την αγορά εργασίας την οικονομία και την ανάπτυξη, ώθησε τον Ο.Ο.Σ.Α. να πραγματοποιήσει μια τριετή έρευνα (The High Cost of Low Educational Performance) τα πορίσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν (27/1/2010) και είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο (Google: The High Cost of Low Educational Performance)
Σύμφωνα με την έρευνα οι επενδύσεις στην εκπαίδευση προβάλλει ως η μακροπρόθεσμη λύση στο οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας. Η έρευνα αυτή αναφέρει ότι το ΑΕΠ της χώρας μας μπορεί να αυξηθεί έως και 4 τρις δολ. τις επόμενες δεκαετίες, εάν καταφέρουμε να καταστήσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξίσου αποδοτικό με το φινλανδικό.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι με την έρευνα του Ο.Ο.Σ.Α. αποδεικνύεται πως η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι αυτή που λειτουργεί καταλυτικά για το οικονομικό αποτέλεσμα και όχι η διάρκειά της (Η Φινλανδία έχει 9ετή υποχρεωτική εκπαίδευση).
Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι αν και πολλές χώρες εκφράζουν τη δέσμευσή τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης τελικά η δέσμευση αυτή υποβαθμίζεται στην πολιτική ατζέντα, διότι τα οφέλη των επενδύσεων στην εκπαίδευση φαίνονται μόνο μακροπρόθεσμα. Στην Ελλάδα επιπλέον έχουμε και ένα άλλο αρνητικό σημείο ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι συνεχείς με ελάχιστες βελτιώσεις και γίνονται όταν αλλάζει η κυβέρνηση ακόμη και όταν αλλάζει ο υπουργός παιδείας.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και χρειάζονται άμεσα λύσεις με βαθιές τομές. Δεν μπορεί όταν ο νέος Νόμος για τα ΑΕΙ 4009/2011 ψηφίζεται με πρωτοφανή συναίνεση να μην εφαρμόζεται γιατί αντιδρά το πανεπιστημιακό κατεστημένο. Είναι παράλογο η ελληνική οικονομία να συντηρεί το μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών στην Ευρώπη, αναλογικά με τον πληθυσμό της (Ελλάδα 29,9% και Μ.Ο. Ε.Ε. 17,4%) τη στιγμή που πολλές σχολές και τμήματα λειτουργούν ως προθάλαμοι ανέργων. Και σα μη φτάνει αυτό η πλειονότητα των πτυχιούχων να επιθυμεί τη μετανάστευση. Αυτός ο παραλογισμός μέχρι πότε θα συνεχιστεί;
Σε επίπεδο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών (75%) ακολουθεί το Γενικό Λύκειο με σκοπό την εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση της οποίας την κατάσταση περιγράψαμε. Απώτερος σκοπός βέβαια παραμένει ακόμη ο διορισμός στο δημόσιο.
Απόσπασμα από άρθρο δημοσιευμένο στο http://www.esos.gr