Η Αρχή της Επαληθευσιμότητας είναι ένα κριτήριο με το οποίο βλέπουμε αν το νόημα μιας επιστημονικής πρότασης ή κάποιας κρίσης είναι επαληθεύσιμο. Αυτή η αρχή έχει προκύψει από τους φιλόσοφους του κύκλου της Βιέννης. Κατά την κλασική διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας, όπως την εξέφρασε ο Άγγλος φιλόσοφος Alfred Ayer (που εισήγαγε στον αγγλόφωνο κόσμο τη Θεωρία του Λογικού Θετικισμού) «μια πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικός επαληθεύσιμη».
Με την έκφραση «κυριολεκτικά έχει νόημα» ο Ayer εξήγησε ότι εννοεί «να μπορεί να δειχθεί ως αληθής ή ψευδής». Θα πρέπει εδώ να γίνει σαφές ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας, κατά τους εισηγητές της, αφορά μόνο σε γνωστικού περιεχομένου προτάσεις, δηλαδή σε προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ως ψευδείς.
Γιατί, ασφαλώς, υπάρχουν και εκφράσεις με τις οποίες ο ομιλητής δεν υποστηρίζει κάτι που είναι αλήθεια ή ψέματα, αλλά π.χ., εκφράζει ένα συναίσθημα του ή διατυπώνει κάποια επιταγή, όπως στην περίπτωση, ας πούμε, που λέει «Τι υπέροχη βραδιά!», «Κλείσε την πόρτα». H αρχή της επαληθευσιμότητας δεν αναφέρεται σε αυτού του είδους τις προτάσεις, στις προτάσεις που δεν προβάλλονται από τους χειριστές των ως αληθείς ή ως ψευδείς.
Επειδή στόχος της επιστήμης είναι η κατοχύρωση της αλήθειας και η απεμπόληση του ψεύδους, έπεται ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας, κατά τους εισηγητές της, στοχεύει στη διασφάλιση του κύρους των προτάσεων της επιστήμης. Κατά τους φιλοσόφους του κύκλου της Βιέννης, όλες οι επιστημονικές προτάσεις πέραν των λογικών και των μαθηματικών οφείλουν να είναι εμπειρικές προτάσεις, να είναι δυνατόν να αποδειχθεί η αλήθεια ή το ψεύδος τους μέσω της παρατήρησης, της εμπειρίας και των αισθήσεων.
O σκοπός των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης ήταν, με την εισαγωγή της αρχής της επαληθευσιμότητας, να προστατεύσουν τις προτάσεις της επιστήμης από άλλες προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ψευδείς χωρίς να πληρούν το κριτήριο της αναλυτικότητας ή της εμπειρικής διαπιστωσιμότητας. H πρόταση, π.χ., «Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο», που προβάλλεται από τους πιστούς του θεϊσμού ως αληθής, βάσει της αρχής της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος, επειδή ούτε ως αναλυτική μπορεί να θεωρηθεί – η άρνηση της, «Ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο», δεν είναι αντιφατική, όπως απαιτεί μία αναλυτική πρόταση – ούτε ως εμπειρικός επαληθεύσιμη μπορεί να υπολογισθεί, μια και ουδείς ποτέ παρατήρησε το Θεό να δημιουργεί τον κόσμο.
Όλες οι προτάσεις που, χωρίς να είναι αναλυτικές ή εμπειρικός επαληθεύσιμες, προβάλλονται ως αληθείς συγκροτούν την κατηγορία των μεταφυσικών προτάσεων, οι οποίες στερούνται νοήματος. Αυτές τις μεταφυσικές προτάσεις θέλησαν οι εισηγητές της αρχής της επαληθευσιμότητας να απομακρύνουν από το πεδίο της επιστήμης.
Ωστόσο, μεταξύ των επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση προς την ισχύ της αρχής της επαληθευσιμότητας, είναι το γεγονός ότι τόσο οι φυσικοί νόμοι, πάνω στους οποίους στηρίζονται οι επιστήμες, όσο και η ίδια η διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας δεν πληρούν το κριτήριο της αρχής της επαληθευσιμότητας.
Οι φυσικοί νόμοι αποτελούν αφενός μεν συμπυκνωμένες περιγραφές της εμπειρίας του παρελθόντος αφετέρου δε προβλέψεις του μέλλοντος. Έτσι, η πρόταση π.χ., ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, από τη μια πλευρά μεν περικλείει ό,τι ο κάθε άνθρωπος έχει παρατηρήσει έως τώρα – ότι, δηλαδή, κατά το παρελθόν ο ήλιος ανέτελλε κάθε πρωί -, από την άλλη δε πλευρά σημαίνει ότι και στο μέλλον ο ήλιος θα πρέπει να συνεχίσει να ανατέλλει κάθε πρωί. H πρόβλεψη αυτή, όμως – και, κατ’ επέκταση, ο νόμος ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί – έχει ισχύ υπό την προϋπόθεση ότι είναι αληθής η αρχή της ομοιομορφίας της φύσης, ότι το μέλλον της φύσης θα είναι το ίδιο με το παρελθόν της.
H διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας – σύμφωνα με την οποία «μία πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικός επαληθεύσιμη» – δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλυτική ή εμπειρικός επαληθεύσιμη και, ως εκ τούτου, βάσει του ίδιου του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας που εισηγήθηκαν οι φιλόσοφοι του κύκλου της Βιέννης, στερείται νοήματος!
Ο Καντ έγραψε ότι για να είναι αληθής μία πρόταση πρέπει να είναι αναγκαστικής και παγκόσμιας ισχύος. Αλλά τέτοιες προτάσεις είναι μόνον οι ταυτολογικές (a priori). Π. χ.: κάτι σιδερένιο είναι από σίδερο. Οι εμπειρικές, που εισάγουν κάποιο πρόσθετο στοιχείο, μπορεί πάντα να είναι λανθασμένες. Όπως είπε ο Popper, η πρόταση: «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι» ισχύει μόνο εφόσον δεν έχει εμφανιστεί ένας μαύρος κύκνος. Κι επειδή η εμπειρία δεν τελειώνει ποτέ, όλες οι αλήθειες – και οι επιστημονικές – είναι προσωρινές.
Αρχή της διαψευσιμότητας
Έτσι στην επιστήμη δεν μιλάμε για επαλήθευση αλλά για επιβεβαίωση. Η δε επιστημονική πρόοδος δεν συντελείται με αποδείξεις, αλλά με διαψεύσεις. Είναι η αρχή της διαψευσιμότητας ή της ελέγξιμότητας που διατύπωσε o Karl Popper που ήταν η κυρίαρχη μορφή στην άσκηση κριτικής για το μοντέλο των επαγωγιστών – θετικιστών. Γι’ αυτόν επιστημονική είναι μόνο μία πρόταση που μπορεί να διαψευσθεί – δηλαδή που περιέχει τα κριτήρια για τον έλεγχό της. Ο στίχος από ένα ποίημα, ή μία θρησκευτική μυστική εμπειρία δεν είναι επιστημονικές προτάσεις και δεν υπόκεινται σε έλεγχο εγκυρότητας.
Την αρχή της διαψευσιμότητας για πρώτη φορά ο Καρλ Πόππερ την συζήτησε το 1919-20 και την ξαναδιατύπωσε τη δεκαετία του ‘60. Σύμφωνα με αυτή, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση (θεωρία, “νόμος”, αρχή κ.λ.π.) πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.
Ο Πόππερ περιέγραψε τη διαψευσιμότητα το 1963 χρησιμοποιώντας μεταξύ των οποίων και τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
-
Κάθε γνήσιος έλεγχος μιας θεωρίας είναι μια προσπάθεια να τη διαψεύσουμε ή να την αντικρούσουμε. Οι θεωρίες που παίρνουν μεγαλύτερα “ρίσκα” είναι πιο επιδεκτικές στον έλεγχο, πιο πολύ εκτεθειμένες στη διάψευση.
-
Τα τεκμήρια επιβεβαίωσης μιας θεωρίας είναι αξιόλογα μόνο όταν έχουν προκύψει από έναν γνήσιο έλεγχο της θεωρίας. “Γνήσιος” σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας σοβαρής μα αποτυχημένης προσπάθειας να διαψευσθεί η θεωρία.
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι μέρος των επιχειρημάτων του Πόππερ για την υπεράσπιση της άποψης ότι αυτό που κάνει μια θεωρία επιστημονική είναι η διαψευσιμότητα ή ελέγξιμότητά της.
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με την αρχή της διαψευσιμότητας μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσής της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρές μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.
Ο Πόπερ διαμόρφωσε την άποψη ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις ιδέες των Μαρξ, Φρόιντ και Άντλερ και σ’ αυτές του Αϊνστάιν. Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν μπορεί να ελεγχθεί δια της παρατήρησης, και όντως ελέγχθηκε με τα πειράματα του Έντινγκτον το 1919. Αντίθετα, οι ιδέες των Μαρξ, Φρόιντ και Άντλερ μπορούν να ενσωματώσουν οτιδήποτε κι αν συμβεί – δεν υπάρχει τίποτε στον παρατηρούμενο κόσμο που θα μπορούσε να συμβεί για τις διαψεύσει.
Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τον Πόπερ στις ιδέες που δημοσίευσε στο βιβλίο του «Logik der Forschung» το 1934, που δημοσιεύθηκε στα αγγλικά το 1959 ως «The Logic of Scientific Discovery» (Η λογική της επιστημονικής ανακάλυψης). Εκεί ο Πόπερ ανέπτυξε την κεντρική ιδέα της διαψευσιμότητας. Είπε ότι μολονότι μια θεωρία δεν μπορεί να αποδειχθεί ορθή, καθώς κάποια μέρα μπορεί ένα πείραμα να τη διαψεύσει, μπορεί αντιθέτως να αποδειχθεί ψευδής αν ένα πείραμα αντικρούσει τις προβλέψεις της.
Η θεωρία του Αϊνστάιν θα μπορούσε να διαψευστεί αλλά δεν διαψεύστηκε, ενώ αυτές των Μαρξ, Φρόιντ και Άντλερ δεν μπορούν να υποβληθούν σε πειράματα που θα μπορούσαν να τις διαψεύσουν. Αντιπροσωπεύουν την αποφασιστικότητα του να ερμηνευτεί ο κόσμος με συγκεκριμένο τρόπο, αντί του να μπορούν να προσθέσουν στη γνώση μας γι’ αυτόν.
Ο Πόπερ έλυσε το πρόβλημα της επαγωγής του Χιουμ. Περιμένουμε ότι ο ήλιος θα ανατέλλει κάθε μέρα γιατί ανέτειλε κάθε μέρα μέχρι σήμερα, μολονότι δεν υπάρχουν αιτιακοί σύνδεσμοι που εξηγούν γιατί το παρελθόν σηματοδοτεί το μέλλον και γιατί ισχύει η επαγωγή. Ο Πόπερ αντικατέστησε την επαγωγή με την υπόθεση και τη διάψευση. Διαμορφώνουμε μια θεωρία ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο, και την ελέγχουμε κάθε μέρα.
Αν μια μέρα ο ήλιος δεν ανατείλει, τότε η υπόθεσή μας θα διαψευδόταν. Έτσι, η επιστημονική μας γνώση δεν είναι όσα γνωρίζουμε ότι είναι αληθή, αλλά η συλλογή των θεωριών που δεν μπορέσαμε να διαψεύσουμε. Οι θεωρίες που δεν μπορούν να ελεγχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι αναγκαστικά ανοησίες, αλλά δεν είναι επιστημονικές.
Το άλλο μεγάλο επιδραστικό έργο του Πόπερ είναι το Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, που χωρίζεται στον πρώτο τόμο «Η γοητεία του Πλάτωνα» και τον δεύτερο «Χέγκελ και Μαρξ». Ο Πόπερ αποκαλούσε αυτό του το έργο «βιβλίο του πολέμου» αλλά παραμένει μια από τις ισχυρότερες καταρρίψεις της ιδεολογίας του ολοκληρωτισμού που γράφτηκαν ποτέ. Ο Πλάτων δεν ενδιαφερόταν για τη «δικαιοσύνη» και την «αρετή», αλλά για τη δικαιολόγηση της εξουσίας της ανώτερης ελίτ, και είναι βαθιά αντιδημοκρατικός και υπέρμαχος της λογοκρισίας και της αστυνομίας της σκέψης.Όπως λέει ο Πόπερ, η πλατωνική ιδέα της αρετής είναι «ο ηγεμόνας εξουσιάζει, ο εργάτης εργάζεται, και ο δούλος εργάζεται ως δούλος». Με τη σειρά τους, ο Χέγκελ και ο Μαρξ επικαλούνται φαντασιακές ιδέες για το πού μας οδηγεί το ιστορικό πεπρωμένο για να δικαιολογήσουν την καταπίεση και τον έλεγχο.
Ο Πόπερ αντιθέτως επιλέγει τη «βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική» (piecemeal social engineering), με την οποία σταδιακά βελτιώνουμε την κατάστασή μας οικοδομώντας πάνω σ’ αυτό που έχει αποδώσει και βελτιώνοντάς το, αφαιρώντας κάποιες από τις αδυναμίες του. Η δημοκρατία δεν αφορά την επιλογή των καταλληλότερων να εξουσιάζουν, αλλά την απομάκρυνση από την εξουσία των φαύλων ή των ακατάλληλων.