Σχολή της Φρανκφούρτης και Κριτική Θεωρία

Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι μια νεομαρξιστική σχολή κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας, και φιλοσοφίας. Η ομάδα αναδύθηκε στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, όταν ο Μαξ Χορκχάιμερ έγινε ο διευθυντής του Ινστιτούτου το 1930.

Ο όρος «Σχολή της Φρανκφούρτης» είναι άτυπος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους στοχαστές που συνδέονταν με το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα ή επηρεάστηκαν από αυτό. Δεν είναι τίτλος για κάποιον θεσμό, και οι κύριοι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο για να περιγράψουν τον εαυτό τους.

Αυτό που τους ένωσε ήταν αρχικά η επιθυμία τους να ανανεώσουν τον μαρξισμό με μια κριτική προοπτική και να εξετάσουν αυτό που αποκαλούσαν «θετικισμό» (ή νέο θετικισμό) εκπροσωπούμενο κατά την γνώμη τους από τον Βιτγκενστάϊν, τον Πόπερ, τον κύκλο της Βιέννης και τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό, δηλαδή, κατά την άποψη τους, από την αναλυτική φιλοσοφία.

Horkheimer Κυρίαρχη μορφή ήταν ο Max Horkheimer, από τις θεωρητικές εργασίες τού οποίου καθορίστηκε το πολιτικό και φιλοσοφικό πρόγραμμα της σχολής με την ονομασία «κριτική θεωρία». O Horkheimer διηύθυνε τις τύχες τού ινστιτούτου για πολλά χρόνια, έχοντας στο πλευρό του τον Friedrich Pollock και τον Theodor Adorno που προσχώρησε στο ινστιτούτο το 1938. Ο Herbert Marcuse αποσαφήνισε και προχώρησε στην εμβάθυνση του περιεχομένου της Κριτικής Θεωρίας. Επίσης, ο Erich Fromm σύνδεσε την πολιτική με την ψυχανάλυση. H απειλή τού ναζισμού και τού αντισημιτισμού εξανάγκασαν το ινστιτούτο σε εκπατρισμό, αρχικά στην Γενεύη, μετά στο Παρίσι και, τέλος, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου το ινστιτούτο εγκαταστάθηκε το 1934.

Adorno Το 1950, ο Μαξ Χορκχάϊμερ ξαναγύρισε στη Φρανκφούρτη, σηματοδοτώντας μια νέα αρχή για το ινστιτούτο. H Σχολή της  Φρανκφούρτης θα χαρακτηριστεί κυρίως, στο εξής, από την προσωπικότητα τού Antorno και μετά τού Jurgen Habermas. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος δημιούργησαν μια «νέα γενιά» της Σχολής της Φρανκφούρτης, στην οποία ανήκουν ερευνητές όπως ο Alfred Schmidt. H αναχώρηση, το 1971, τού Χάμπερμας από την Φρανκφούρτη για το Ινστιτούτο τού Στάρνμπεργκ, θεωρείται ότι σήμανε και την έκλειψη της Σχολής της Φρανκφούρτης. 

Marcuse Η Σχολή της Φρανκφούρτης συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, αυστηρούς επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξικού έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Στη Σχολή επιχειρήθηκε να εξηγηθούν τα κοινωνικά γεγονότα με βάση τις συνθήκες μέσα από τις οποίες αυτά αναδύθηκαν. Για να γίνει αυτό μελετάται μια μεγάλη και πολύπλοκη ποικιλία κοινωνικών φαινόμενων και παραγόντων.

Σε αντίθεση με τα θετικιστικά παραδείγματα, εδώ υποστηρίζεται πως η κοινωνία είναι μια ολότητα και η επιστήμη, όπως κάθε πράξη, επηρεάζεται και εξαρτάται από αυτή. Ακόμα περισσότερο, κάθε επιστήμη βασίζεται σε μια θεωρία για την κοινωνία.

max_weber Σύμφωνα με την κριτική που ασκεί η  Σχολή της Φρανκφούρτης οι παραδοσιακές θεωρίες της επιστήμης (ερμηνευτική, θετικισμός) αποσκοπούν στην κατανόηση, περιγραφή και ερμηνεία των δεδομένων, χωρίς όμως να ενδιαφέρονται για την αλλαγή τους. Η κοινωνική γένεση των προβλημάτων εξετάζεται επιφανειακά και η επίλυσή τους δεν απασχολεί τις παραδοσιακές αυτές θεωρίες, οι οποίες στηρίζονται στην αρχή της αποστασιοποίησης από το αντικείμενο.

Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και τεχνολογικά προηγμένο έθνος (Γερμανία), ανέλαβαν το καθήκον να επιλέξουν ποια κομμάτια από τη σκέψη του Μάρξ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει. Στράφηκαν επομένως σε άλλες σχολές σκέψης για να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.

Sigmund_Freud Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Η έμφασή τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθειά τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική φιλοσοφία του Εμμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως τη φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφασή της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς ιδιότητες της πραγματικότητας.

Η Κριτική Θεωρία

erich-fromm Η ιστορία της Κριτικής Θεωρίας αρχίζει με την ίδρυση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το ινστιτούτο που έδωσε και το όνομά του στη θεωρία αυτή συγκέντρωσε όλους αυτούς που στη συνέχεια τη συγκρότησαν και αποτέλεσαν την πρώτη γενιά: Max Horkheimer, Theodor Adorno, Herbert Marcuse και Erich Fromm. Στη δεύτερη γενιά ανήκει και ο Juergen Hebermas.

Για την Κριτική Θεωρία:

  • Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών τα γεγονότα είναι κοινωνικά μορφώματα, προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας και ως εκ τούτου υπόκεινται σε αλλαγή

  • οτιδήποτε καταγράφεται στο νου ως εμπειρία, διαμορφώνεται μέσα από νοητικές κατηγορίες και έννοιες, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από τη γλώσσα και τις μορφές ζωής της κοινωνίας και έτσι μπορούν να διαφοροποιούνται.

habermas Έτσι διαμορφώνεται η μεγάλη και ειδοποιός διαφορά μεταξύ των αντιλήψεων που στηρίζονται στην Κριτική Θεωρία και των αντιλήψεων που στηρίζονται στα θετικιστικά παραδείγματα: για την Κριτική Θεωρία το προϊόν της ανθρώπινης νόησης δεν είναι ψυχολογικού, αλλά κοινωνικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερα, στηριζόμενοι στις μαρξικές έννοιες της αλλοτρίωσης και της χειραφέτησης επιδιώκουν να δημιουργήσουν το πλαίσιο εκείνο μέσα από το οποίο η επιστήμη θα βοηθά τον άνθρωπο να φτάσει σε επίγνωση ότι οι οικονομικές σχέσεις και το επ’ αυτών στηριζόμενο πολιτιστικό οικοδόμημα είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας και ότι ο άνθρωπος οδηγείται στην αλλοτρίωση από τις κατεστημένες κοινωνικές δομές και διεργασίες.

Αλλοτρίωση είναι η αποξένωση του ανθρώπου α) από το προϊόν της εργασίας του, β) από την εργασιακή διαδικασία, γ) από τους άλλους ανθρώπους και δ) από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο άνθρωπος τελικά αδυνατεί να αυτοκαθορίσει τη δράση του και μόνο μέσω της χειραφέτησης, αφού συνειδητοποιήσει τις "υπόγειες" εξουσιαστικές και πολιτιστικά αλλοτριωτικές σχέσεις, μπορεί να καθορίζει πραγματικά πια τις πράξεις του.

Η Κριτική Θεωρία έφερε στο προσκήνιο την αμφισβήτηση των κοινωνικών δομών εξουσίας και δημιούργησε ένα ολόκληρο κίνημα, τόσο στις κοινωνικές επιστήμες, όσο και στο χώρο της παιδαγωγικής (χειραφετική παιδαγωγική). Ο συσχετισμός επιστήμης και κοινωνίας, ανάλογος με τις κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες τη μάθησης είχε αναμφίβολα θετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης και της παιδαγωγικής, έστω και αν σε κάποια της σημεία, όπως στο μη αυταρχικό λόγο, φαντάζει ουτοπική. Επίσης, έστω και αν η θεωρία αυτή σε πολλές περιπτώσεις μετατρέπεται σε πολιτική θέση, προφυλάσσει από μια απόλυτα τεχνοκρατική αντίληψη της επιστήμης.