…οποιονδήποτε ήταν έτοιμος ή έτοιμη να τα δεχτεί. Πράγματι, ο έρωτας ή η ικανότητα να ερωτευόμαστε δεν πεθαίνει, απλώς μερικές φορές πέφτει σε ένα είδος χειμερίας νάρκης και περιμένει το πριγκιπόπουλο ή την πριγκιποπούλα του παραμυθιού να τον ξυπνήσει.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη ιστορία έχει ως εξής – ας μην ξεχνάμε ότι καθένας μας βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο αυτού του κύκλου: κανείς νιώθει απελπισμένος, μόνος, ασυμπλήρωτος, αποστερημένος και ψάχνει να βρει σε ένα άλλο πλάσμα αυτό το μυστηριώδες κάτι που θα μπορούσε να του γεμίσει το κενό, να τον ολοκληρώσει και να τον κάνει να νιώσει πλήρης και μοναδικός. Κάποια στιγμή βρίσκει αυτό το “αντικείμενο” του πάθους…
Τότε, ξαφνικά, το πρόσωπο του άλλου γίνεται όλος ο κόσμος: τηλεφωνήματα, μηνύματα, e-mail, διαβεβαιώσεις για το βάθος των αισθημάτων, ερωτήσεις για την εξακρίβωση της έντασης των συναισθημάτων του άλλου. Η εποχή που γεννιέται ο έρωτας αποτελεί το αποκορύφωμα των καλύτερων στιγμών της σχέσης, αυτών που με την έντασή τους θα καθορίσουν και τη βαθύτερη εγγραφή του στη μνήμη του εγκεφάλου και του σώματος. Στην αρχή όλα φαίνονται πιθανά και όλες οι προοπτικές ανοίγονται μπροστά στο ζευγάρι. Στη συνέχεια όμως, η έκβαση της σχέσης θα καθοριστεί από την προσωπικότητα και τις ανάγκες των δύο μελών.
Η ερωτική σχέση που αναστατώνει
Συνήθως, οι περισσότερες ερωτικές σχέσεις ξεκινούν με μια ψυχική και σωματική αναστάτωση, την οποία προκαλεί η είσοδος του άλλου ατόμου στη ζωή μας. Η αναστάτωση αυτή, που μεταφράζεται σε καρδιοχτύπια, ανατριχίλες, έντονη συγκίνηση, λαχτάρα, αγωνία για το τηλέφωνο που πρόκειται να χτυπήσει, ένταση για την επικείμενη έξοδο, φαντασιώσεις και όνειρα για το τι θα επακολουθήσει, προκαλεί μια ανατροπή των καθιερωμένων, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας συναισθηματικής εποχής, είναι η ψυχο-βιολογική ταραχή που φέρνει ο έρωτας.
Καθώς βέβαια περνά ο καιρός και το καινούριο χάνει κάτι από την αρχική αίγλη και μαγεία του, καθώς ο άλλος γίνεται πιο προσιτός και ανθρώπινος, η αναστάτωση καταλαγιάζει και μετουσιώνεται σε άλλου είδους ερωτική σχέση. Ωστόσο, υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που επιθυμούν να είναι στα ερωτικά “χάι” τους διαρκώς. Τα άτομα αυτά δεν κάνουν μόνιμους δεσμούς, αλλά πηγαίνουν από τη μια “αναστατωτική” σχέση στην άλλη, προκειμένου να νιώθουν τη συγκινησιακή ένταση της πρώτης φοράς, πριν αυτή οδηγηθεί σε άλλο επίπεδο.
Η ερωτική σχέση που συμπληρώνει
“Ό,τι μου λείπει το έχεις εσύ και ό,τι σου λείπει το έχω εγώ” και επομένως αλληλοσυμπληρωνόμαστε σε ένα συναισθηματικό πάρε δώσε. Αυτή είναι μια συνηθισμένη ερωτική σχέση, κατά την οποία το ένα άτομο συμπληρώνει το άλλο, αλλά ταυτόχρονα καθένα λειτουργεί ως χωριστή οντότητα.
Με άλλα λόγια, τα μέλη του ζευγαριού διατηρούν τη μοναδικότητα και την προσωπικότητά τους, αναγνωρίζουν ότι έχουν κοινά σημεία, παρόμοιες επιθυμίες και ανάγκες, που όμως δεν είναι απολύτως ταυτισμένες και συγχρονισμένες. Έτσι, το ζευγάρι μοιράζεται τις ίδιες χαρές, έχει κοινή ζωή, αλλά διατηρεί το “εσύ δεν είσαι εγώ” και βρίσκει την ισορροπία του, ψυχολογική και συναισθηματική.
Η ερωτική σχέση που συγχωνεύει
Εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη είναι η “συγχωνευτική” ερωτική σχέση, στην οποία, όπως δηλώνει και ο όρος, τα δύο άτομα συγχωνεύονται ψυχολογικά σε ένα, τα “σύνορα” ανάμεσά τους γίνονται ρευστά και ασαφή και το εγώ καταρρέει.
Αυτού του είδους ο έρωτας μπορεί να ξεκινήσει σαν μεγάλο σεξουαλικό πάθος, σαν μια κατάσταση ερωτικής έκστασης, κατά την οποία τα όρια μεταξύ των κορμιών, των προσωπικοτήτων, των αναγκών καταργούνται. Είναι σαν να έχει σπάσει κάποιο φράγμα και τα νερά ενός καταρράκτη να ξεχύνονται ορμητικά προς κάθε κατεύθυνση: ενώ στην αρχή το θέαμα είναι εντυπωσιακό, στη συνέχεια γίνεται φανερό ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος πλημμύρας και καταστροφής. Το ίδιο συμβαίνει και στην ερωτική σχέση της συγχώνευσης, καθώς οδηγεί προς την ψυχολογική καταστροφή και κατάρρευση του ατόμου.
Τέτοιου είδους έρωτας γίνεται πηγή έντασης και οδύνης παρά χαράς και ευχαρίστησης. Το ένα άτομο δεν μπορεί να “γεμίσει” με την παρουσία του άλλου, δεν χορταίνει την ψυχολογική και συναισθηματική του πείνα και ζητά, απαιτεί ολοένα και περισσότερα και καταλήγει στο να θέλει να γίνει το κορμί και η ψυχή του άλλου. Έτσι όμως χάνει τον εαυτό του και τον προσανατολισμό του και τελικά καταντά να υποφέρει αντί να χαίρεται. Αυτού του είδους η ερωτική συγχώνευση δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού είτε το ένα άτομο παθιάζεται και το άλλο αδιαφορεί, είτε και τα δύο παθιάζονται, αλλά τυφλώνονται από το πάθος τους και δεν μπορούν να διακρίνουν τα όρια της σχέσης τους, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύουν και να παρεξηγούν τον άλλο, να βασανίζονται, και, τελικά, να βάζουν ένα άδοξο τέλος σε αυτήν τη σχέση.
Η μονομερής ερωτική σχέση
Η μονομερής ερωτική σχέση είναι συνήθως μια απλή σχέση που καλύπτει -πολύ συχνά μόνο στη φαντασία- τις ανάγκες του ενός ατόμου σε ένα ζευγάρι. Είναι το είδος της σχέσης που ξεκινά απλά, χωρίς ιδιαίτερο πάθος ή ένταση, αλλά στην πορεία των πραγμάτων το ένα από τα δύο άτομα αρχίζει να δίνει ιδιαίτερη σημασία σε συχνά άσχετες λεπτομέρειες, να τις υπερερμηνεύει, να τις παρερμηνεύει και να τις μεγεθύνει όπως νομίζει, για να ικανοποιήσει τις ψυχικές και συναισθηματικές ανάγκες του.
Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν πολλοί από τους εφηβικούς έρωτες με είδωλα από τον καλλιτεχνικό ή τον αθλητικό χώρο, καθώς και με άτομα πολύ μεγαλύτερα και σε διαφορετική φάση ζωής από τον/την έφηβο, ο οποίος όμως παρεξηγεί τη στάση τους και την προσαρμόζει έτσι ώστε να ικανοποιεί τις δικές του ερωτικές ανάγκες και αναζητήσεις, έστω και αν αυτό γίνεται πρωταρχικά στο επίπεδο της φαντασίας. Στην ενήλικη ζωή μια μονομερής σχέση μπορεί να προκύψει όταν το ένα άτομο προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες του μέσα από μια ελλιπή σχέση, από την οποία εξαρτά τις ελπίδες του για πλήρωση, ενώ δεν τηρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Αν και μια τέτοιου είδους σχέση μπορεί να δείχνει συναισθηματική ανωριμότητα, μπορεί επίσης να αποτελεί σύμπτωμα μιας ευαίσθητης προσωπικότητας, η οποία αναζητεί την ολοκλήρωσή της μέσα από τον άλλο και όχι από τον εαυτό.
Λίζα Βάρβογλη, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια