Ξενοφάνης

xenophanis Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε στην Κολοφώνα της Μ. Ασίας (μεταξύ 580 και 577 π.Χ.). Εγκατέλειψε την περσοκρατούμενη πατρίδα του και περιόδευε στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ζώντας ως ραψωδός και ποιητής.

Η μεγάλη σημασία του Ξενοφάνη έγκειται στο ότι πρώτος έδειξε ότι αυτό που λέμε «θεοί» είναι δημιούργημα των ανθρώπων, ότι ο άνθρωπος έφτιαξε τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή του: «Οι θνητοί έχουν την εντύπωση ότι γεννιόνται οι θεοί και ότι έχουν ρούχο, λαλιά και σώμα, όπως είναι τα δικά τους». Αυτό ως ένα σημείο το βρίσκει φυσικό και δικαιολογημένο ο Ξενοφάνης, τουλάχιστον για ανθρώπους που δεν μπορούν να σκεφθούν, που βρίσκονται σε μια ζωώδη κατάσταση. Από την άλλη μεριά, αν τα ζώα είχαν τη δύναμη να φανταστούν και να ζωγραφίσουν θεούς, θα τους έδινε τη δική της μορφή κάθε κατηγορία ζώων: «Αλλ’ αν είχαν χέρια τα βόδια και τα άλογα και τα λιοντάρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν με τα χέρια αυτά και να κάνουν έργα, όπως οι άνθρωποι, τότε τ’ άλογα με άλογα και τα βόδια με βόδια όμοιες θα ζωγράφιζαν τις μορφές των θεών και θα τους έκαναν τέτοια σώματα, όπως είναι τα δικά τους».

Ο Ξενοφάνης παρατηρεί ακόμα ότι οι άνθρωποι δεν εξιδανίκευσαν την εικόνα των θεών, δεν τους είδαν κάτω από το πρίσμα της τελειότητας. Αντίθετα, τους απέδωσαν πολλά ελαττώματα και τους κατέβασαν σε χαμηλό ηθικό επίπεδο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι εκφραστές της λαϊκής θρησκείας, παρέστησαν τους θεούς σαν να ήταν οι χειρότεροι των ανθρώπων.

Στην εικόνα των θεών έχουμε την πιο εξαθλιωμένη μορφή των ανθρώπων: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα όσα ανάμεσα στους ανθρώπους αποτελούν ντροπή και είναι άξια ψόγου, δηλ. κλεψιές, μοιχείες και απάτες του ενός σε βάρος του άλλου».

Ο Ξενοφάνης δεν εννοεί ότι οι μεγάλοι ποιητές των αρχαίων Ελλήνων φαντάστηκαν τους θεούς να κινούνται πέρα από το καλό και το κακό και ότι έχουν δικαίωμα σαν θεοί να κάνουν ό,τι θέλουν. Εννοεί μάλλον ότι οι αρχαίοι Έλληνες αρνούνταν την ηθική τελειότητα των θεών. Στο βάθος ήθελαν να τους παρουσιάσουν ηθικά κατώτερους, να τους διασύρουν ή τους γελοιοποιήσουν. Οι άνθρωποι φαντάζονται τους θεούς όχι όμοιους αλλά κατώτερούς τους, τουλάχιστον στον ηθικό τομέα. Τους εξομοιώνουν με τους χειρότερους ανθρώπους, όχι με τους καλύτερους.

Κατά τον Ξενοφάνη οι παραστάσεις για τους θεούς δεν είναι σύλληψη ενός ανθρώπου αλλά δημιούργημα ολόκληρης της κοινότητας ή της φυλής. Και δεν μιλά εδώ ο Ξενοφάνης για την ηθική ποιότητα των θεών, αλλά για την εξωτερική και «σωματική» τους εμφάνιση. Αυτή δεν είναι ενιαία. Κάθε ανθρώπινη φυλή δίνει τα δικά της ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά στους θεούς: «Οι Αιθίοπες παρουσιάζουν τους θεούς τους πλατσομύτηδες και μαύρους, ενώ οι Θράκες γαλανομάτηδες και ξανθούς». Η μορφή των θεών παραλλάσσει από φυλή σε φυλή.

Ποιο είναι το συμπέρασμα του Ξενοφάνη ύστερα από τις παραπάνω διαπιστώσεις του; Δεν φτάνει σε μια απόρριψη της πίστης σε θεούς, στην ιδέα της αθεΐας. Αντικαθιστά την πολυθεΐα με τη μονοθεΐα. Προτείνει μια μονοθεΐα δικής του σύλληψης. Λέει για το θεό: «Ένας θεός, ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, ανώτατος υπάρχει, που δεν είναι όμοιος ούτε στο σώμα ούτε στη σκέψη με τους θνητούς. Είναι όλος όραση, όλος νόηση, όλος ακοή. Και πάντοτε στον ίδιο τόπο στέκει, χωρίς καθόλου να κινείται, κι ούτε άρμοζει να πηγαίνει πέρα-δώθε· αλλά χωρίς κόπο με το νου και τη θέληση του όλα τα συνταράζει».

Ο Ξενοφάνης δεν αντιλαμβάνεται ότι και ο ίδιος δίνει μια ανθρώπινη εικόνα για το θεό του. Τον φαντάζεται να έχει όλες τις αισθήσεις που έχει και ο άνθρωπος (να βλέπει και να ακούει) και να σκέφτεται. Τα βλέπει βέβαια όλα και τα ακούει όλα, αυτό όμως δεν έχει σχέση με καταγραφή των ανθρώπινων πράξεων και με μια πιθανή τιμωρία των κακών από τον «παντεποπτη θεό».

Τουλάχιστον δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο από τον Ξενοφάνη. Επιπλέον ο θεός του Ξενοφάνη δεν έχει σχέση με τη δημιουργία του κόσμου ούτε ανακατεύεται στην πορεία της ιστορίας ή στη ζωή των ανθρώπων. Στέκεται έξω από τον κόσμο και περιορίζεται στο να «κραδαίνει», να ταρακουνά κάπου-κάπου τη γη. Υποστηρίχτηκε ότι υπονοεί με τη διατύπωση αυτή ο Ξενοφάνης ηφαιστειακά και σεισμικά φαινόμενα που γνώρισε στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Φαντάζεται πάντως τον θεό του ο Ξενοφάνης κάτοχο μεγάλης δύναμης, αν και όχι ακριβώς παντοδύναμο. Τέλος ο θεός είναι ακίνητος. Και εδώ ο Ξενοφάνης έρχεται σε αντίθεση με τις λαϊκές και ποιητικές παραστάσεις που ήθελαν τους θεούς να κινούνται και να δρουν. Ο θεός συνταράζει τον κόσμο απλά με τη θέλησή του, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση.

Είναι φανερό ότι ο Ξενοφάνης συνδέει κατά κάποιο τρόπο την έννοια του θεού με την ιδέα της τελειότητας. Ο θεός δεν μπορεί να έχει ανθρώπινη μορφή και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σωματικά, ηθικά ή διανοητικά. Έχει σώμα και σκέψη, αλλά αυτά δεν μοιάζουν με το σώμα και τη σκέψη των θνητών. Το γιατί ο Ξενοφάνης δέχτηκε ένα και όχι πολλούς θεούς, αυτό είναι κάτι που μπορεί να μας δημιουργήσει κάποια απορία. Μια σκέψη που μπορεί να υπονοηθεί είναι ότι τα τέλεια δεν μπορεί να είναι πολλά.

Η μονοθεΐα του Ξενοφάνη είναι μοναδική για την εποχή του. Δεν συναντιέται ούτε σε μεταγενέστερες εποχές. Ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και οι άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν έφτασαν στην ιδέα της μονοθεΐας ή τουλάχιστον δεν τόλμησαν να την υποστηρίξουν. Τη μονοθεία θα συναντήσουμε μόνο στους Κυνικούς που απέρριπταν την πολυθεΐα από αντίδραση προς την κρατική θρησκεία. Στην κλασική Αθήνα άρνηση των θεών της πόλης και διδασκαλία για ένα και μόνο θεό συνιστούσε αθεΐα και έγκλημα κατά της πολιτείας. Ο Ξενοφάνης δίδασκε τη μονοθεΐα του, γιατί ζούσε στις μεγάλες ελληνικές αποικίες, που φαίνεται ότι ήταν πιο ανεκτικές.

Φαίνεται ότι ο Ξενοφάνης είχε μια τάση να αμφισβητεί το κύρος των ιδεών και των αξιών που έβλεπε να ισχύουν στην κοινωνία. Αρνιόταν την αξία του αθλητικού ιδεώδους και θεωρούσε ανώτερη τή σοφία από τη σωματική ρώμη.

Η κριτική διάθεση του Ξενοφάνη προχώρησε ακόμα πιο πέρα, έγινε τελικά αγνωστικισμός: «Και τι είναι αληθινό γύρω από τους θεούς και απ’ όλα όσα λέω, κανένας άνθρωπος δεν κατάλαβε ούτε πρόκειται να γνωρίσει». Κανένας δεν γνωρίζει τίποτα για τίποτα. Υπάρχουν μόνο υποκειμενικές γνώμες και εικασίες. Οι εικασίες αυτές βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Ακόμα και αυτά που λέει ο ποιητής μπορεί να μοιάζουν με αλήθεια, αλλά δεν είναι.