Ο ιερέας, μαθηματικός και φιλόσοφος Νικολάους Κουζάνους (Nikolaus Cusanus) γεννήθηκε στη Γερμανία το 1401 και πέθανε στην Ιταλία το 1464. Πρόκειται για το εκλατινισμένο όνομα του Krebs von Cues, όπως ήταν το αληθινό όνομα του. Αφού σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, κανονικό δίκαιο στην Πάντοβα επέστρεψε στην Κολονία για θεολογικές σπουδές, στις οποίες παρουσίαζε κλίση. Το 1423 αναγορεύθηκε διδάκτωρ του εκκλησιαστικού δικαίου στην Κολονία.
Χειροτονήθηκε ιερέας ενώ συμμετείχε ως απεσταλμένος του πάπα σε διάφορες αποστολές σε μία προσπάθεια ένωσης και, παράλληλα, μεταρρύθμισης της χριστιανικής εκκλησίας. Έλαβε, επίσης, μέρος στην αποστολή στην Κωνσταντινούπολη για τις διαπραγματεύσεις περί της επανένωσης της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στην Ελλάδα για τη διερεύνηση των προοπτικών ένωσης της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας, έμαθε τέλεια την ελληνική γλώσσα και μελέτησε τα έργα του Πλάτωνα. Αργότερα, έγινε καρδινάλιος και επίσκοπος.
Φαινομενικά, η σκέψη του κινείται μέσα στα πλαίσια των προβλημάτων που απασχολούσαν τους ανθρώπους του Μεσαίωνα· στην πραγματικότητα, όμως, υπήρξε ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους στοχαστές της Αναγέννησης. Η σκέψη του αποτελεί συγκερασμό δύο ρευμάτων που χαρακτήρισαν την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα. Από το ένα μέρος ήταν η φιλοσοφία του Όκαμ, που δίδασκε ότι ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να γνωρίσει ούτε τη φύση του Θεού ούτε τη σχέση του Θεού με τον κόσμο· και από το άλλο η ύστερη μεσαιωνική γερμανική μυστικιστική φιλοσοφία, που επέμενε στην απόλυτη δυσαναλογία μεταξύ ανθρώπου και Θεού, στην αβυσσαλέα, μυστηριώδη, σκοτεινή αδυναμία να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Θεό, ο οποίος βρίσκεται πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής.
Ένα από τα βασικά έργα του Κουζάνους έχει τον τίτλο Απολογία της σοφής αμάθειας (Apologia doctae ignorantiae, 1440) και «σοφή αμάθεια» είναι ακριβώς αυτή του φιλοσόφου, ο οποίος αναγνωρίζει τα όρια της λογικής απέναντι στην πραγματικότητα του Θεού.
Η λογική προχωρεί καθορίζοντας αναλογίες ανάμεσα σε εκείνο που γνωρίζει και σε εκείνο που πρέπει να ανακαλύψει, αλλά ο Θεός βρίσκεται πέρα από κάθε αναλογία και αντιτίθεται στο λογικό ως τελειότητα και ιδεατή πληρότητα. Ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να την αγγίξει, αλλά θα προσπαθεί συνεχώς να την πλησιάσει.
Δηλαδή ο Κουζάνους υποστήριξε ότι ο άνθρωπος είναι σοφός στο βαθμό που, κατά την αναζήτηση της αλήθειας έχει συναίσθηση των ορίων του νου· εν τοιαύτη περιπτώσει, ο άνθρωπος είναι αδύνατον να συλλάβει την απόλυτη αλήθεια με το λόγο.
To άπειρο είναι ανέφικτο για τον άνθρωπο, επειδή είναι απόλυτο, δηλαδή κάτι που δεν προέρχεται ούτε εξαρτάται από κάτι άλλο, και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του λόγου, ο οποίος μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια κατά τρόπο σχετικό, ήγουν μέσα από τις σχέσεις προκείμενων προτάσεων και συμπερασμάτων.
Επειδή, ακριβώς, ο Θεός είναι άπειρος και, κατ’ επέκταση, απόλυτος, έπεται ότι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να τον γνωρίσει· είναι σε θέση μόνο να τον προσεγγίσει ως ένα βαθμό αλλά ουδέποτε να τον συλλάβει πλήρως στο νου του – υπό την έννοια που σε ένα εγγεγραμμένο σε κύκλο πολύγωνο είναι δυνατόν να αυξάνονται συνεχώς οι πλευρές του χωρίς ποτέ αυτό να καταστεί κύκλος. Κατά τρόπο ανάλογο, η απόλυτη αλήθεια είναι, επίσης, απροσπέλαστη για τον άνθρωπο, ο οποίος οτιδήποτε μπορεί να γνωρίσει, πρέπει να είναι προϊόν μιας ορισμένης σχέσης -της σχέσης ενός συμπεράσματος προς ορισμένες προκείμενες προτάσεις. H γνώση, λοιπόν, την οποία μπορεί να αποκτήσει με τη βοήθεια του λόγου ο άνθρωπος είναι υποθετική.
Αυτός είναι ο νεωτερισμός στη φιλοσοφία του Κουζάνους: η απέραντη απόσταση που χωρίζει τον Θεό από τον άνθρωπο δεν σημαίνει την ανικανότητα γνώσης του ανθρώπου. Αντίθετα, ο Κουζάνους δέχεται το πεπερασμένο και τα όρια του ανθρώπου, θεωρώντας ότι αποτελούν την οδό προσπέλασης προς μια συνειδητή και γεμάτη εμπιστοσύνη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον κόσμο.
Ο Θεός, πραγματικά, βρίσκεται πέρα από όλα τα πράγματα, αλλά αναπτύσσεται στα πράγματα και στην ουσία κάθε πράγματος. Η θέση του ανθρώπου ως ατομικό ον αποτελεί τόσο το όριό του όσο και τη δυνατότητά του. Με την έννοια αυτή, ο πλατωνισμός του Κουζάνους πλησιάζει στο πνεύμα της Αναγέννησης, παρουσιάζοντας το σύμπαν ως έναν στόχο αναζήτησης.
Στο πλαίσιο του άλλου από τα δύο επιχειρήματα που επικαλέσθηκε ο Κουζάνους, προκειμένου να δείξει την ανεπάρκεια του λόγου να εξασφαλίσει στον άνθρωπο την απόλυτη αλήθεια, υποστήριξε ότι ο λόγος, όπως είχε επισημάνει ο Αριστοτέλης, προσδιορίζεται από την αρχή της μη αντίφασης· ο λόγος δεν μπορεί να υιοθετήσει οτιδήποτε είναι αντιφατικό. Στην άπειρη και απόλυτη πραγματικότητα, όμως, όπως η τελευταία αυτή εκφράζεται από το Θεό και την απόλυτη αλήθεια, όπου εξ ορισμού περιλαμβάνονται τα πάντα, είναι δυνατή η ύπαρξη αντιφάσεων, η «σύμπτωση των αντιθέτων», όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Κουζάνους.
Eν τοιαύτη περιπτώσει, ο λόγος, ο οποίος δεν μπορεί να ανεχθεί τις αντιφάσεις, είναι αδύνατον να συλλάβει την απόλυτη και άπειρη αλήθεια, η οποία περιλαμβάνει αντιφάσεις. Έτσι, ο Κουζάνους αποποιήθηκε την παράδοση που ξεκίνησε με τον Αριστοτέλη, στο πλαίσιο της οποίας ο λόγος ορίζεται ως η λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μπορεί να αποκτηθεί η αλήθεια, και υιοθέτησε την άποψη της διδασκαλίας του νεοπλατωνισμού*, που διατυπώθηκε από χριστιανούς φιλοσόφους όπως ο ιερός Αυγουστίνος, ο Βοήθιος, ο Μποναβεντούρα ή ο’ Εκχαρτ.
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή του νεοπλατωνισμού, υπάρχει μία ανώτερη του λόγου γνωστική δύναμη του ανθρώπου, ο νους, ο οποίος δρα ενορατικά. Χάρη στην ενορατική λειτουργία του νου ο άνθρωπος μπορεί να αχθεί πέρα από την αρχή της μη αντίφασης και να συλλάβει τη σύμπτωση των αντιθέτων, η οποία υφίσταται στους κόλπους της άπειρης και απόλυτης πραγματικότητας.
Βάσει της άποψης για τη σύμπτωση των αντιθέτων, ο Κουζάνους υποστήριξε την ενότητα των θρησκειών. Συγκεκριμένα, ο Κουζάνους, μολονότι προέβαλε την υπεροχή του χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών, ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι κάτω από τις αντιθέσεις οι οποίες υπάρχουν στις διάφορες θρησκείες, υφίσταται μία ενότητα, που, αν αναγνωριστεί από όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι ανήκουν στα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, είναι δυνατόν να αποτελέσει τη βάση μιας παγκόσμιας ειρήνης μεταξύ τους.
Είναι ευνόητο το ότι μια φιλοσοφία που υποστήριζε ως μόνο δρόμο προς τη γνώση του θείου την εμβάθυνση στη γνώση των συγκεκριμένων πραγματικοτήτων θα επιδρούσε στην ανάπτυξη μιας συγχρονισμένης επιστημονικής νοοτροπίας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο πλατωνισμός του δεν έχει τίποτε το κοινό με τον εμπειρισμό του Γαλιλαίου και τη μεθοδολογία της νεότερης επιστήμης. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι κοσμολογικές υποθέσεις του Κουζάνους συνέπεσαν έως ένα σημείο με τις ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου.
Ο Κουζάνους έκανε λόγο για μια νέα και πιο δυναμική αντίληψη του κόσμου. Δεν δεχόταν την στατική εικόνα του σύμπαντος που παρουσίαζε η μεσαιωνική αστρονομία (αμετακίνητη κεντρική θέση της Γης, άφθαρτο των ουράνιων σωμάτων κλπ.), ακριβώς γιατί όλη η φιλοσοφία του εμφανίζεται με τον χαρακτήρα του δυναμισμού.
Στον Κουζάνους ανήκει η θεωρία της σύμπτωσης των αντιθέτων. Με αυτήν, ο φιλόσοφος προσπαθεί ακριβώς να θεμελιώσει μία νέα εικόνα του σύμπαντος, που δεν νοείται πια ως ακίνητη και πεπερασμένη πραγματικότητα, αλλά ως ατέλειωτη διαδικασία που πραγματοποιείται ακριβώς μέσα σε ένα παιχνίδι αντιθέσεων.
Εναντίον της μεσαιωνικής σκέψης που είχε προσπαθήσει να ακινητοποιήσει την πραγματικότητα μέσα σε ένα σύστημα αμετακίνητων ορισμών, όπου δεν υπήρχε πια χώρος για την αμφιβολία και την αναθεώρηση, ο Κουζάνους στο έργο του De visione Dei υποστήριζε:
«Εκείνος που βρίσκει έναν απέραντο και ανυπολόγιστο θησαυρό είναι πολύ πιο ικανοποιημένος από εκείνον που βρίσκει έναν θησαυρό επιδεκτικό μέτρησης και πεπερασμένο. Έτσι και η αγία άγνοια είναι η πιο ποθητή τροφή του πνεύματός μου, τόσο περισσότερο που τον θησαυρό αυτόν τον βρίσκω ακριβώς μέσα στο δικό μου χωράφι και γι’ αυτό μου ανήκει ως ιδιοκτησία μου».
Πέρα από τις γνωσιολογικές απόψεις του Κουζάνους, σημαντικές, ακόμη, υπήρξαν οι κοσμολογικές τοποθετήσεις του. Ήταν εκείνος, ορισμένως, ο οποίος υποστήριξε ότι το σύμπαν, μια και σε αυτό απεικονίζεται ο άπειρος Θεός, δεν μπορεί παρά να είναι, επίσης, άπειρο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει περιφέρεια – γιατί τότε δεν θα ήταν άπειρο – και, κατ’ επέκταση, ότι δεν έχει κέντρο, αφού το τελευταίο αυτό ορίζεται πάντοτε σε σχέση με την περιφέρεια- εν τοιαύτη περιπτώσει, η εκδοχή ότι η Γη είναι το κέντρο του κόσμου κρίνεται ως αυθαίρετη . Οι κοσμολογικές αυτές απόψεις του Κουζάνους θεωρήθηκαν ως μία πραγματική επανάσταση στο πεδίο της αστρονομίας, η οποία προηγήθηκε πολλές δεκαετίες πριν ο Κοπέρνικος διατυπώσει την ηλιοκεντρική θεωρία του.
Επίσης, πέρα από το αμιγώς φιλοσοφικό του έργο, προσέφερε πολλά στα μαθηματικά (μελέτη του απείρου, πρόβλεψη του Γρηγιοριανού ημερολογίου) και στην αστρονομία, υποστηρίζοντας τη σφαιρικότητα της Γης και την ύπαρξη άλλων πλανητών.