Αν κάποια στιγμή είχατε την αίσθηση ότι αυτό που βλέπετε ή βιώνετε το έχετε ξαναδεί ή ξαναζήσει στο παρελθόν, δεν είστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι και μην το αποδώσετε σε εμπειρίες που είχατε σε μια άλλη ζωή γιατί υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την εξήγηση του φαινομένου.
Εξήντα πέντε στους εκατό ανθρώπους έχουν βιώσει την εμπειρία του deja-vu (προμνησία) την αίσθηση δηλαδή ότι έχουν έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα στις ηλικίες 15-25 ετών και ελαττώνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Έρευνες έχουν δείξει ότι περισσότερο επιρρεπή είναι άτομα σε συνθήκες κόπωσης και στρες, ανώτερου κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου και όσοι ταξιδεύουν συχνά.
Το deja-vu μπορεί να εμφανιστεί είτε σε υγιή άτομα, είτε σε υπόβαθρο οργανικής νόσου, είτε λόγω λήψης φαρμάκων, εξηγούν επιστήμονες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε ανακοίνωσή τους σε συνέδριο, όπου παρουσιάστηκαν διάφορες πιθανές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την κατανόηση και την ερμηνεία του φαινομένου.
«Σύμφωνα με μία θεωρία το φαινόμενο εξηγείται ως διαταραχή μνήμης στο οποίο εμπλέκονται ο ιππόκαμπος και ο αμυγδαλοειδής πυρήνας του εγκεφάλου. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία οι καταστάσεις μοιάζουν γνωστές επειδή οι πληροφορίες εισέρχονται στον εγκέφαλο ακόμη και όταν η προσοχή του ατόμου είναι προσηλωμένη σε κάτι άλλο. Η θεωρία του ολογράμματος υποστηρίζει ότι το deja-vu συμβαίνει όταν ένα στοιχείο του περιβάλλοντος μοιάζει με μέρος μιας ανάμνησης, με αποτέλεσμα να αναπαραχθούν οι αναμνήσεις στην τρισδιάστατη μορφή τους. Η θεωρία της καθυστερημένης όρασης αποδίδει την εμφάνισή του στην καθυστέρηση έλευσης του ερεθίσματος στον εγκέφαλο από τον έναν οφθαλμό στον άλλο με αποτέλεσμα το δεύτερο ερέθισμα να θεωρείται ανάμνηση του πρώτου.
Τέλος σύμφωνα με νεότερες απόψεις το deja-vu οφείλεται σε μία καταστολή της εξελικτικά πρωιμότερης οδού μεταβίβασης των οπτικών ερεθισμάτων μέσω του στελέχους, η οποία καθυστερεί σε σχέση με τη βασική οδό που διέρχεται από το θάλαμο» αναφέρεται στην ανακοίνωση των επιστημόνων.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη χρόνια μορφή του φαινομένου. Τα άτομα που το βιώνουν έχουν υπερδραστήριο ή συνεχώς διαγερμένο το κύκλωμα του μετωπιαίου λοβού, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία των αναμνήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αναμνήσεις εκεί που δεν υπάρχουν.
Deja Vu
Ως λέξη πρωτοεμφανίστηκε από τον Emile Boirac(1851- 1917), έναν Γάλλο ερευνητή με έντονο ενδιαφέρον για τις ψυχικές έρευνες, στο βιβλίο του L’ Avenir des sciences psychiques (Το Μέλλον των Ψυχικών Ερευνών). Το σύγγραμμα του αποτελούσε επέκταση μίας εργασίας που είχε ολοκληρώσει όταν ακόμα ήταν προπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Chicago. Τι ακριβώς όμως είναι μία deja vu εμπειρία; Είναι η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι ένα γεγονός που τώρα βλέπει/ βιώνει/ ακούει έχει επαναληφθεί στο παρελθόν.
Έτσι, η εν λόγω εμπειρία συνοδεύεται συχνά από ένα έντονο αίσθημα οικειότητας, αλλά κυρίως από ένα δεύτερο- και συχνά πιο έντονο- αίσθημα παραδοξότητας. Η ιδιαιτερότητα όμως της εν λόγω εμπειρίας ώστε να οριστεί ως παραφυσικό φαινόμενο, δεν είναι ότι ένα γεγονός μοιάζει να επαναλαμβάνεται, αλλά το ιδιαίτερο αίσθημα που συνοδεύει την αίσθηση αυτή: είναι η έντονη πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά», ότι αυτό που αισθάνομαι είναι αδύνατο να συμβαίνει. Κατά τη βίωση ενός deja vu συχνά αισθανόμαστε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε ξαναζήσει την εν λόγω στιγμή, όσο έντονα και να νιώθουμε οικειότητα.
Σύμφωνα με τον Arthur Funkhouser, στο paper Three Types of deja vu, υπάρχουν τριών ειδών εμπειρίες deja vu, οι deja vecu, deja senti και deja visite. H deja vecu μεταφράζεται ως «αυτό το έχω ξαναζήσει» και σχεδόν πάντα όταν ένας άνθρωπος μιλάει για deja vu εννοεί . Βέβαια, μία τέτοια γενίκευση και ταυτοποίηση των δύο όρων είναι απόλυτα λανθασμένη. Τι ακριβώς όμως είναι μία deja vecu εμπειρία; Κατ’ αρχήν, εμπεριέχει κάτι πολύ περισσότερο από ότι απλά οπτικά ερεθίσματα, γι’ αυτό και η ταύτιση του με τον όρο deja vu είναι λανθασμένη.
Το αίσθημα που δημιουργείται περιέχει πολύ περισσότερη λεπτομέρεια και πληροφορίες, ενώ το άτομο που το βιώνει αισθάνεται ότι τα πάντα είναι ακριβώς όπως και στο παρελθόν. Δηλαδή, δεν είναι απλά ότι «αυτό το έχω ξαναδεί» αλλά ότι «αυτό το έχω ξαναζήσει». Η deja senti εμπειρία έχει να κάνει αποκλειστικά με κάποιο συναίσθημα του ανθρώπου, ενώ μεταφράζεται ως «αυτό το έχω ξανανιώσει». Σε αντίθεση με τις άλλες δύο κατηγορίες deja vu, η deja senti δεν εμπεριέχει την υποψία πρόγνωσης, είναι δηλαδή κάτι απόλυτα φυσικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αρκετοί επιληπτικοί ασθενείς βιώνουν συχνά deja senti, κάτι που μπορεί να βοηθήσει στην έρευνα για τις άλλες δύο περιπτώσεις. Τέλος, η deja visite αφορά ένα ακόμα πιο συγκεκριμένο συναίσθημα: την παράδοξη αίσθηση ότι γνωρίζουμε ένα μέρος που δεν έχουμε επισκεφτεί ποτέ στο παρελθόν.