Οι περισσότεροι άνθρωποι θα έκαναν ό,τι μπορούν για να μην είναι λυπημένοι. Μήπως όμως τελικά κάνουν λάθος; Ένας αυξανόμενος αριθμός ψυχιάτρων και ψυχολόγων προειδοποιούν ότι είναι λανθασμένη η τάση ορισμένων γιατρών να δίνουν φάρμακα για να καταπολεμήσουν τη συνηθισμένη λύπη και μελαγχολία, σαν να είναι ασθένειες, φοβούμενοι συνήθως ότι η συνηθισμένη λύπη θα επιδεινωθεί σε κανονική κατάθλιψη.
Σύμφωνα με το νέο αυτό σκεπτικό, τα συναισθήματα αυτά επιτρέπουν τελικά στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν καλύτερα τις προκλήσεις της ζωής, να είναι πιο ανθεκτικοί και να πετυχαίνουν περισσότερα πράγματα στη ζωή τους, με βάση την παροιμία “αυτό που δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό”. Με άλλα λόγια, η λύπη έχει μια εξελικτική χρησιμότητα και σκοπιμότητα, από βιολογική σκοπιά, γι΄ αυτό πρέπει να τη δούμε με άλλο μάτι και να κατανοήσουμε την ωφέλειά της – τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι ερευνητές, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του New Scientist, επισημαίνουν ότι η σημερινή κοινωνία βάζει πάνω από όλα την ατομική ευτυχία και έχει μικρή ανεκτικότητα για αρνητικά αισθήματα όπως, για παράδειγμα, η απελπισία μετά την απώλεια μιας θέσης εργασίας ή τη διάλυση μιας σχέσης ή την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Όμως όλο και περισσότεροι επιστήμονες ανησυχούν ότι η αυξανόμενη τάση τα αισθήματα αυτά να αντιμετωπίζονται με ανυπομονησία ή καχυποψία ή έλλειψη ανεκτικότητας, που οδηγεί στη συνταγογράφηση κάποιου χαπιού, που θα διώξει τη λύπη, τελικά αδυνατίζει τους ανθρώπους και επηρεάζει την ίδια την ανθρώπινη εξέλιξη.
Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, η θλίψη και τα σχετικά συναισθήματα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, συνοδεύουν τον άνθρωπο, ο οποίος όμως έχει επιβιώσει εν μέρει επειδή ακριβώς αυτά είναι μακροπρόθεσμα ευεργετικά για τον ίδιο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένας στους τέσσερις ανθρώπους θα υποφέρει από κατάθλιψη κάποια στιγμή στη ζωή του, ενώ ένα 5% συνεχώς την αισθάνεται.
Έχει εξελικτική χρησιμότητα η θλίψη;
Ένας αυξανόμενος αριθμός ψυχιάτρων θέτει το ερώτημα αν οι γιατροί και οι φαρμακευτικές εταιρίες είναι υπερβολικά πρόθυμοι στο να συνταγογραφήσουν κάποιο αντικαταθλιπτικό φάρμακο και αντιτείνουν ότι, από βιολογική άποψη, η κατάθλιψη προσφέρει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα στον αγώνα της επιβίωσης, αλλιώς δεν θα είχε η ίδια επιβιώσει τόσα χρόνια σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και βιολογίας.
Σύμφωνα με τον Τζερόμ Γουέικφιλντ, του πανεπιστημίου της Ν.Υόρκης, συγγραφέα του βιβλίου “Η απώλεια της λύπης: Πώς η ψυχιατρική μεταμόρφωσε την συνηθισμένη λύπη σε καταθλιπτική διαταραχή” (Oxford University Press, 2007), η λύπη μας βοηθά να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, ενώ παράλληλα δρα σαν αποτρεπτικός παράγοντας, ώστε να μας εμποδίσει να κάνουμε τα ίδια λάθη. Η λύπη μάς εμποδίζει να είμαστε υπερβολικά παρορμητικοί, ειδικά στις διαπροσωπικές σχέσεις μας ή σε άλλα πράγματα στα οποία δίνουμε μεγάλη αξία.
Σύμφωνα με τον δρα Πολ Κίντγουιλ, ψυχίατρο στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, ακόμα και η ολοκληρωτική κατάθλιψη μπορεί να μας προστατεύει από τις συνέπειες του μακρόχρονου στρες. Επιπλέον, η λύπη έχει αναπτυχθεί εξελικτικά ως μορφή επικοινωνίας, όπως υποστηρίζει, ώστε οι άνθρωποι να μεταφέρουν το μήνυμα ότι χρειάζονται συμπαράσταση από άλλα μέλη της κοινότητάς τους.
Από την άλλη, η λύπη και η κατάθλιψη όχι σπάνια έχουν συσχετισθεί με τη δημιουργικότητα και την τέχνη, όπως δείχνουν οι ζωές και το έργο τόσων σπουδαίων καλλιτεχνών.
Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις ότι η υπερβολική ευτυχία μπορεί να αποδειχθεί κακή για την καριέρα κάποιου. Ο ψυχολόγος Εντ Ντίνερ, του πανεπιστημίου του Ιλινόις, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που βαθμολογούνται με οκτώ στην κλίμακα της ευτυχίας, είναι πιο πετυχημένοι επαγγελματικά από όσους βρίσκονται πιο πάνω τους, στο εννιά και το δέκα (αν και οι τελευταίοι έχουν πιο πετυχημένες σχέσεις). Ίσως αυτό οφείλεται, όπως λέει, στο ότι οι άνθρωποι που είναι “πολύ ευτυχισμένοι”, χάνουν την επιθυμία να κάνουν αλλαγές στη ζωή τους, που θα τους ωφελούσαν.
Η λήψη αντικαταθλιπτικών χαπιών (που συχνά μάλιστα έχουν παρενέργειες), σύμφωνα με τον Κίντγουιλ, μπορεί να έχει το ΄διο αποτέλεσμα: αφαιρεί το κίνητρο από τους ανθρώπους να βελτιώσουν τις ζωές τους. Αν και είναι ασαφές πόσο ωφέλιμη είναι η λίγη λύπη, όλοι ουσιαστικά συμφωνούν ότι η κλινική κατάθλιψη δεν είναι ωφέλιμη, όμως πάλι οι ειδικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν πού ακριβώς πρέπει να τραβήξουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λύπη και την κατάθλιψη, με συνέπεια συχνά να γίνεται υπερ-διάγνωση της κατάθλιψης και να δίνονται φάρμακα σε περιπτώσεις που απλώς θα έπρεπε κανείς να βιώσει τη λύπη του.
Η τυραννία της ευτυχίας
“Το κόστος της ευτυχίας είναι ο εφησυχασμός“, σύμφωνα με τον Τέρενς Κέτερ, ψυχίατρο του πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ, προσθέτοντας ότι “η δυσφορία μπορεί να φέρει αλλαγές“. Ο Ντίνερ επισημαίνει μια έρευνα, που χρησιμοποίησε ειδικό λογισμικό αναγνώρισης των συναισθημάτων και ανέλυσε το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα, του ντα Βίντσι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι κατά 83% ευτυχής, ενώ το υπόλοιπο 17% αποτελείται από αισθήματα φόβου και οργής, κάτι μάλλον φυσιολογικότερο από ό,τι αν εμφανιζόταν απόλυτα ευτυχής.
Σύμφωνα με το New Scientist, όταν τα αντικαταθλιπτικά χάπια πρωτοεμφανίσθηκαν στη δεκαετία του ΄50, η εταιρία που τα παρήγε, δεν πίστευε ότι θα υπήρχαν αρκετοί πελάτες με κατάθλιψη, ώστε να βγάζει αρκετά κέρδη. Σήμερα, αυτό ακούγεται σαν ανέκδοτο. Έχουν όμως αυξηθεί τόσο οι καταθλιπτικοί άνθρωποι στον κόσμο ή έχει αλλάξει δραματικά η αντίληψη για την λύπη, την κατάθλιψη και την ευτυχία, γεγονός που αυξάνει κάθετα την κατανάλωση χαπιών;
Ορισμένοι επιστήμονες επικρίνουν τις φαρμακευτικές εταιρίες για το επιθετικό μάρκετινγκ τέτοιων χαπιών, αλλά και πολλούς γιατρούς που με σχετική ευκολία πλέον τα χορηγούν. Άλλοι επιστήμονες, όπως ο Ιαν Χίκι του πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, δεν δέχονται ότι η φαρμακοβιομηχανία και η ιατρική κοινότητα οδηγούν τους ασθενείς στα αντικαταθλιπτικά χάπια, αλλά αντιτείνουν ότι, με το πέρασμα του χρόνου, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να έχουν μια ευτυχή ζωή, γι΄ αυτό αναζητούν θεραπείες στα προβλήματά τους με μεγαλύτερη προθυμία από ό,τι στο παρελθόν.
Πηγή: ΑΠΕ