Ο Γκότφριντ Λάιμπνιτς (Gottfried Leibnitz)γεννήθηκε το 1646 στη Λειψία και πέθανε στο Αννόβερο το 1716. Ήταν όχι μόνο γερμανός φιλόσοφος αλλά και επιστήμονας, μαθηματικός, διπλωμάτης, φυσικός, ιστορικός, βιβλιοθηκονόμος και διδάκτορας των λαϊκών και εκκλησιαστικών Νομικών. Ο Λάιμπνιτς ήταν ένας από τους βασικούς φιλοσόφους του 17ου και του 18ου αιώνα και θεωρείται ως καθολικό πνεύμα της εποχής του (homo universalis): έχει αποκληθεί «ο πολυμαθέστερος ανήρ μετά τον Αριστοτέλην»).
Ο πατέρας του ήταν νομικός και καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη νομικού. Ο Λάιμπνιτς ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος διαβάζοντας στη περιεκτική βιβλιοθήκη του πατέρα του και μελετώντας τα Ελληνικά και τα Λατινικά από μόλις οχτώ χρονών. Στα δώδεκα του ανέπτυξε ήδη τις αρχές μιας μαθηματικής νοηματικής γλώσσας εξετάζοντας λογικά προβλήματα.
Άρχισε να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Λειψίας φιλοσοφία, αλλά αργότερα πήρε μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της Jena γιατί ήθελε να ασχοληθεί με πυθαγόρεια προβλήματα κοντά στο μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο Erhard Weigel. Έφυγε όμως ξανά για το πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης για να σπουδάσει Νομικά. Σε ένα από τα ταξίδια του γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο Σπινόζα.
Στη διάρκεια παραμονής του στο Παρίσι και στο Λονδίνο στα έτη 1672-1676 ως διπλωματικός εκπρόσωπος, μελέτησε τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες της εποχής του.
Το έργο του
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι (1672-1676), εισάγεται στον κόσμο της νέας επιστήμης και γνωρίζει τους σημαντικότερους εκπροσώπους της, φτάνει στην ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού και θέτει τα θεμέλια του συστήματός του. Ο απειροστικός λογισμός του χρησιμεύει για την εφαρμογή των μαθηματικών στη φυσική και με την ανακάλυψη αυτή ξεπερνά τον Ντεκάρτ στα μαθηματικά. Για τον Λάιμπνιτς, και σε αυτό συμφωνεί με τον Σπινόζα, το σώμα δεν αποτελεί παθητική ύλη (δηλ. το σώμα δεν κινείται επειδή του δίνει εντολή ο νους). Η τάξη του πνεύματος και η τάξη του σώματος και της πράξης, ενώ λαμβάνουν χώρα αυτόνομα, συμφωνούν χωρίς η μία να επιβάλλεται ή να ανάγεται στην άλλη.
Ο Λάιμπνιτς είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους, αναγνώρισε την προοπτική για τη γνώση που προσφέρει η παρατήρηση των φαινομένων και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση.
Στην εποχή του ήδη είχαν διατυπωθεί οι εντυπωσιακοί νόμοι για την περιγραφή της κίνησης των σωμάτων επάνω στη γη αλλά και για τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων (Κοπέρνικος, Κέπλερ, Γαλιλαίος, Νεύτων) και είχαν πληθύνει οι φωνές και τα βιβλία που εξέφραζαν τις προοπτικές του ανθρώπινου πνεύματος όταν αυτό ερευνά τη φύση και βασίζεται σε παρατηρήσεις της εμπειρίας και την αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεολογικών απόψεων (όπως ο Φρ. Μπέϊκον και ο Λοκ).
Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και από τους πρώτους ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό και η δομή της τότε ήταν τελείως άγνωστη. Ο ρόλος της ύλης περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια (μηχανική) δραστηριότητα, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, όπου επικρατούσε η πιο αρχαία άποψη για το πνεύμα, σαν κάποια άυλη ουσία ή σαν μια υπερφυσική δύναμη.
Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση). Η εσωτερικότητα δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί, αν δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία ονόμασε “μονάδα”. Διαπιστώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της αντίληψης και της σκέψης, ο Λάιμπνιτς απέδωσε στη μονάδα την εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Διότι έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν η μονάδα, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωτερική και όπως ειδικότερα επέλεξε, με αλλαγή αντιληπτική.
Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπόθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και πιο πέρα σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας και διαστρεβλώνοντας την έννοια της ουσίας (ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς δεν μπορούσε να διανοηθεί μία ουσία κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, αφού έτσι δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα. Το βέβαιο ήταν, ότι η απλή ύλη δεν αρκούσε για να εξηγηθούν τα πιο σύνθετα φαινόμενα και τότε ο Θεός, που στην εποχή του Λάιμπνιτς η πίστη ήταν γερά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή, θα υπήρχε μόνος του χωρίς σκοπό και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μία ακόμα φορά, το πρόβλημα μετατέθηκε και ο Λάιμπνιτς χρειάστηκε να εξηγήσει με πρωτότυπη σκέψη τη συνύπαρξη των αμερών μονάδων και με σχετική συνέπεια τις δυνατότητές τους, διατηρώντας συγχρόνως την απλότητά τους (ή α-μερότητα) στη θεωρία του και επαναλαμβάνοντας το ρυθμιστικό ρόλο του Θεού σε κάθε φαινόμενο.
Ο Λάιμπνιτς λοιπόν διατύπωσε φιλοσοφικές θεωρίες με στόχο να συμφιλιώσει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και γενικότερα να διευθετήσει φιλοσοφικές αντιφάσεις.
Π.χ. ένα αίτιο δεν μπορεί να έχει την ίδια φύση με τη δράση που προκαλεί, οπότε ο θεός βρίσκεται έξω από την αιτιοκρατική εξάρτηση αίτιο-δράση και όχι ως πρώτο αίτιο αυτής της αλυσίδας.
Διατύπωσε, επίσης, σημαντικά στοιχεία της Θεωρίας της Αιτιολογίας, εγκαινιάζοντας την στορία της Μαθηματικής Λογικής που διατυπώθηκε αργότερα σε αυστηρή μορφή από τον Ράσελ.
Σ’ όλη του την πορεία αγωνιζόταν για την επανένωση της προτεσταντικής και της καθολικής εκκλησίας και για τη διάδοση των θετικών επιστημών με την ίδρυση κατάλληλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το 1684 δημοσίευσε ο Λάιμπνιτς τις «Αρχές του Διαφορικού Λογισμού», ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον Νεύτωνα, ο οποίος διεκδικούσε την πατρότητα αυτών των ιδεών. Το 1693 ακολούθησε η εισαγωγή από τον Λάιμπνιτς της έννοιας της ορίζουσας στα Μαθηματικά και η ανάπτυξη τού δυαδικού συστήματος με τα ψηφία 0 και 1. Εκτός από φιλόσοφος και μαθηματικός, ο Λάιμπνιτς ήταν επίσης φυσιοδίφης και τεχνικός. Το 1673 κατασκεύασε μία αριθμομηχανή, η οποία βρίσκεται σήμερα σε τεχνικό μουσείο της Γερμανίας.
Ο Λάιμπνιτς διέθετε το σπάνιο προνόμιο μιας παιδείας που περιλάμβανε τη γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας, της λατινικής γραμματείας και του αριστοτελικού σχολαστικισμού· ήταν προσεκτικός μελετητής των σύγχρονών του θεωριών και φιλοσοφικών συστημάτων και επιπλέον διέθετε μια πλούσια εμπειρία των πολιτικών πραγμάτων. Αντιλήφθηκε όμως ότι καμία επιστημονική θεωρία, κανένα φιλοσοφικό σύστημα και καμία αρχή, είτε πολιτική είτε θρησκευτική, δεν εκπληρώνει από μόνη της τις προϋποθέσεις για την πολύπλευρη σύλληψη και αντιμετώπιση των νέων σύνθετων προβλημάτων. Στο ύστερο και πιο ώριμο έργο του, τη «Μοναδολογία» (1714), συνθέτει σε ένα σύστημα την αποδεικτική επιστήμη, τη φιλοσοφία και την ηθική· τη μηχανιστική φυσική με το ύψιστο αγαθό, τις μονάδες στον βέλτιστο δυνατό κόσμο.
Ο Λάιμπνιτς εκφράζει τη σύλληψη ενός κόσμου που διέπεται από την «αρχή του βελτίστου»· σύμφωνα με αυτή την αρχή, ο κόσμος διέπεται από γενικές αρχές και κανόνες και προβάλλεται το καθεστώς συμφωνίας μέσα στην πολλαπλότητα των αυτόνομων μονάδων. Αυτή η αισιοδοξία, την οποία διακωμώδησε ο Βολταίρος διακρίνοντάς την και στον Ρουσσώ, καλύπτει σαν μάσκα την ανησυχία απέναντι στον πόλεμο ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα και τα διαφορετικά φιλοσοφικά και επιστημονικά κριτήρια.
Μερικά λόγια του Λάιμπνιτς
* «Ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένες ημέρες.»
* «Η κατάργηση του πολέμου και η παγίωση της ειρήνης στον κόσμο αποτελεί ένα από τα πιο ψηλά ιδανικά, προς το οποίο πρέπει να τείνει η ανθρωπότητα.»
* «Εκείνοι που επικαλούνται την ειρήνη για να κάνουν πόλεμο, αναμφίβολα δεν σκέφτονται παρά την ειρήνη των νεκροταφείων.»