Όταν χάνουμε κάποιον που αγαπάμε και νοιαζόμαστε πολύ, μας κυριεύει ο πόνος. Βιώνουμε όλα τα δύσκολα συναισθήματα και πολλές φορές πιστεύουμε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το ξεπεράσουμε. Όλα αυτά τα συναισθήματα που βιώνονται σε μια σημαντική απώλεια είναι φυσιολογικές αντιδράσεις, και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αποφευχθούν ή να μην εκφραστούν. Ωστόσο, δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος πένθους, αλλά υπάρχουν υγιείς τρόποι να προσαρμοστούμε και να αποδεχτούμε τη νέα κατάσταση.
Προσπαθώντας να αγνοήσουμε τον πόνο, να μείνουμε και να δείχνουμε δυνατοί και να μην εκφράσουμε τα συναισθήματα μας, δεν καταφέρνουμε να ξεπεράσουμε την απώλεια.
H θλίψη είναι μια φυσιολογική αντίδραση στην απώλεια. Οι άνθρωποι υποφέρουν συναισθηματικά όταν αισθάνονται ότι τους παίρνουν κάποιον που αγαπούν. Συνήθως η θλίψη συνδέεται στενά με τον θάνατο ενός πολύ αγαπημένου προσώπου, και είναι αυτό το είδος της απώλειας που προκαλεί την πιο έντονη θλίψη.
Ωστόσο, θλίψη αισθανόμαστε ακόμη και μετά από έναν χωρισμό, από την απώλεια της υγείας μας, της εργασίας μας, μιας φιλίας, ή ακόμα και την απώλεια της υγείας ενός αγαπητού μας προσώπου. Όσο πιο σημαντική είναι η απώλεια για εμάς, τόσο πιο μεγάλη και έντονη είναι η θλίψη μας.
O βαθμός της θλίψης καθώς και η διάρκεια και ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι πενθούν ποικίλλει. Κάθε άνθρωπος βιώνει την απώλεια με διαφορετικό τρόπο. O τρόπος αυτός εξαρτάται από την προσωπικότητα του ατόμου, από τις εμπειρίες και τα βιώματα του, από τα πιστεύω του, και φυσικά από την φύση της απώλειας.
H περίοδος της θλίψης διαρκεί αρκετά, και το άτομο επανέρχεται σταδιακά. Δεν υπάρχει ‘φυσιολογικός χρόνος επαναφοράς’. Κάποιοι άνθρωποι αρχίζουν να αισθάνονται καλύτερα μετά από κάποιες εβδομάδες ή μήνες, ενώ κάποιοι μπορεί να υποφέρουν για χρόνια ολόκληρα.
Προσπαθώντας να αγνοήσουμε τον πόνο, να μείνουμε και να δείχνουμε δυνατοί και να μην εκφράσουμε τα συναισθήματα μας, δεν καταφέρνουμε να ξεπεράσουμε την απώλεια. Θα πρέπει λοιπόν, να περάσουμε ομαλά όλα τα στάδια της θλίψης, τα οποία, σύμφωνα με την ψυχίατρο Elisabeth Kubler-Ross (1969), είναι πέντε.
-
Αρχικά είναι το στάδιο της ‘άρνησης’. Σε αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι αρνούνται ότι αυτό το άσχημο γεγονός συνέβη στους ίδιους.
-
To δεύτερο στάδιο είναι αυτό του “’θυμού”. Σε αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι βιώνουν έναν έντονο θυμό, και προσπαθούν να βρουν κάτι ή κάποιον που να ευθύνεται για αυτό που τους συνέβη. Ωστόσο, πολλές φορές τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους και αισθάνονται ενοχές, ακόμα κι αν δεν ήταν οι ίδιοι υπαίτιοι της απώλειας.
-
To τρίτο στάδιο είναι το στάδιο της διαπραγμάτευσης. Σε αυτό το στάδιο το άτομο αρχίζει να συνειδητοποιεί το άσχημο αυτό γεγονός, καθώς και τη μη αναστρεψιμότητάτου.
-
H συνειδητοποίηση του θανάτου οδηγεί το άτομο στο τέταρτο στάδιο, αυτό της κατάθλιψης. O πενθών έχοντας εκφράσει συναισθηματικά τον πόνο του και έχοντας συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό καθαυτό, περνάει στο στάδιο της κατάθλιψης, όπου νιώθει ανίκανος να κάνει το οτιδήποτε. To αίσθημα του αβοήθητου είναι έντονο. Οι μορφές της κατάθλιψης είναι πολλές. Ωστόσο, η πιο συνηθισμένη είναι αυτή της κοινωνικής απόσυρσης.
-
Τέλος, το πέμπτο στάδιο είναι αυτό της αποδοχής του θανάτου του αγαπημένου προσώπου. Φυσικά αποδοχή δεν σημαίνει ότι το άτομο σταματά να πενθεί ή ότι ξεχνάει το γεγονός του θανάτου.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που πενθούν που θα περάσουν απαραίτητα από όλα τα πιο πάνω στάδια ή με τη συγκεκριμένη χρονολογική σειρά. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να παρουσιάσει διαφοροποιήσεις όσον αφορά στη σειρά των σταδίων του πένθους που θα διέλθει και όσον αφορά στην ένταση και χρονική διάρκεια τους.
Συνήθως χρειάζονται δύο χρόνια για να ξεπεράσει κάποιος το θάνατο αγαπημένου του προσώπου. Όταν πρόκειται για ξαφνικό τραυματικό θάνατο, ο χρόνος μπορεί να είναι μεγαλύτερος. Υπάρχουν και περιπτώσεις που η φυσιολογική διαδικασία του πένθους μπορεί να μην εξελιχθεί κανονικά.
Είναι δυνατόν να παρατηρηθούν επιπλοκές του πένθους όπως παρατεταμένη περίοδος θλίψης, μη αποδοχή της απώλειας, επίμονες ιδέες για το θάνατο του αγαπημένου προσώπου, κατάθλιψη σοβαρού βαθμού, ψυχοκινητικά προβλήματα και σύνδρομο μετατραυματικού στρες.
Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η βοήθεια και παρακολούθηση από ειδικό ψυχολόγο με εμπειρία στα θέματα σχετικά με την απώλεια αγαπημένων προσώπων λόγω θανάτου και το πένθος.
Με υπομονή, υποστήριξη, βοήθεια από τους συγγενείς και φίλους, οι περισσότεροι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν το πλήγμα του θανάτου του αγαπημένου τους προσώπου. Ο πόνος μειώνεται και παραμένουν οι προσφιλείς αναμνήσεις.
Έτσι, όσον αφορά το ίδιο το άτομο θα μπορούσε να προετοιμαστεί για το θάνατο του αγαπημένου προσώπου, να σκεφτεί σοβαρά εάν θα ήθελε να δει το σώμα του νεκρού ατόμου, να έχει κάποιον δίπλα του στις διαδικασίες της κηδείας, να μην κάνει μεγάλες αλλαγές στην ζωή του π.χ να πουλήσει την οικία του, να προσέχει την υγεία του, να μιλήσει για αυτά που νιώθει και να μην κλείνεται στον εαυτό του, να διατηρήσει τις κοινωνικές του επαφές και σχέσεις, να μην βρει παρηγοριά σε ουσίες που προκαλούν εθισμό.
Όσον αφορά την οικογένεια και τους φίλους θα μπορούν να βοηθήσουν με το να περάσουν χρόνο με το άτομο που πενθεί να του μιλούν και να το ακούσουν, να κάνουν υπομονή εάν το άτομο που πενθεί θέλει να μιλάει διαρκώς για το ίδιο θέμα, να μην παίρνουν προσωπικά το θυμό ή την νευρικότητα του ατόμου που πενθεί, να προσφέρουν πρακτική βοήθεια στο άτομο εάν το επιθυμεί, να το συμπεριλαμβάνουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, να το παροτρύνουν να δημιουργήσει νέες σχέσεις και τέλος εάν το άτομο δεν αισθάνεται καλά και δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει να το ενθαρρύνουν να ζητήσει βοήθεια από κάποιο ειδικό.