Θα λέγαμε ότι τάση του ανθρώπου να πιστεύει σε απίθανα πράγματα, άρα και στο θεό, είναι μια εγγενής τάση που οφείλεται μάλλον στην ιδιότητα του εγκεφάλου να προσπαθεί διαρκώς – και προς χάριν της επιβίωσης- να ερμηνεύει τον κόσμο. Η ύπαρξη αυτών των πίστεων, έχει οδηγήσει φιλοσόφους και στοχαστές να κατασκευάσουν αποδεικτικά μοντέλα προσφέροντας «ακλόνητα» (;) επιχειρήματα, που θα μετατρέψουν αυτές τις απίθανες πίστεις σε βεβαιότητες.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό, είπε η Αλίκη.
-Δεν μπορείς; είπε η βασίλισσα με οίκτο. Προσπάθησε ξανά: πάρε μια βαθιά ανάσα και κλείσε τα μάτια σου.
-Η Αλίκη γέλασε. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς, είπε. Δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει αδύνατα πράγματα.
-Τολμώ να πω ότι δεν έχεις εξασκηθεί αρκετά, είπε η βασίλισσα. Όταν ήμουν στην ηλικία σου, πάντα το δοκίμαζα για μισή ώρα κάθε μέρα. Και μερικές φορές πίστευα μέχρι και έξι αδύνατα πράγματα πριν το πρόγευμα».
Lewis Carroll: Μέσα από τον καθρέπτη.
Η πρώτη κατηγορία αυτών των επιχειρημάτων (τα κοσμολογικά) περιλαμβάνει τα κάπως απλοϊκά και αφελή επιχειρήματα. Αυτά εκφράζονται κυρίως από τους πατέρες τις εκκλησίας και υποστηρίζουν την ύπαρξη του θεού προτάσσοντας είτε (i) το επιχείρημα της πρώτης αιτίας, είτε (ii) το επιχείρημα της πολυπλοκότητας.
Συγκεκριμένα, το επιχείρημα της πρώτης αιτίας (που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αριστοτελική καταγωγή – πρόκειται για μια κατάχρηση της αρχής του αποχρώντος λόγου), χρησιμοποιεί ένα σκεπτικό επιστημονικοφανούς εμπειρισμού, υποστηρίζοντας ότι κάθε πράγμα ή κάθε γεγονός, δημιουργήθηκε από μια αιτία. Η αιτία που προκάλεσε αυτό το γεγονός, προκλήθηκε από μια άλλη αιτία, και αυτή με τη σειρά της από κάποια άλλη κλπ, έτσι ώστε, προχωρώντας προς τα πίσω αλυσιδωτά θα πρέπει να φτάσουμε σε μια έσχατη αιτία, μια οντότητα από την οποία ξεκίνησαν τα πάντα. Η πρώτη αυτή δημιουργός αιτία των πάντων, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα είναι ο Θεός.
Βέβαια αυτό το επιχείρημα έχει και εμπειρικές και λογικές αυθαιρεσίες. Εμπειρικά, είναι αδύνατον να αποδείξω την αλυσίδα των γεγονότων που οδηγούν σε μια πρώτη αιτία, εκτός αν το πολυδιαφημισμένο cern καταφέρει να δείξει ότι από τη σκοτεινή ύλη ξεπήδησε «μαγικά» το σωματίδιο του θεού. Αλλά και πάλι τότε δεν θα έχει αποδειχθεί, πως δημιουργήθηκε η σκοτεινή ύλη ή τι είναι αυτό που έκανε τα πρωταρχικά σωματίδια να κινηθούν και να συγκρουστούν… Η λογική αυθαιρεσία είναι ακριβώς αυτή: η υπόθεση μιας έσχατης αιτίας. Τι είναι αυτό που μας βεβαιώνει ότι υπάρχει μια τέτοια. Ακόμα κι αν βρούμε τον «θεό» τι είναι αυτό που μας βεβαιώνει ότι κάτι άλλο δεν αποτελεί την αιτία της ύπαρξής του…
Κάπως αντίστοιχο είναι και το επιχείρημα της πολυπλοκότητας ή του ευφυούς σχεδιασμού (William Paley 1743 – 1805). Βλέποντας κανείς ένα ρολόι ή ένα πολύπλοκο μηχάνημα, ξέρει ότι κάποιος το κατασκεύασε. Έτσι, βλέποντας κανείς την πολυπλοκότητα της φύσης, αναζητά κάποιον κατασκευαστή. Άρα θα πρέπει να υπάρχει ένα παντοδύναμο και πάνσοφο ον που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες και κατασκεύασε όλο αυτό το σύμπαν που μας περιβάλει. Σε αυτό το επιχείρημα υπάρχει μια αυθαιρεσία αναλογίας. Μια αναλογία είναι θεμιτή όταν οι όροι είναι συγκρίσιμοι (πχ. κάνει κρύο στη Στοκχόλμη σε σύγκριση με την Αθήνα). Ο κατασκευαστής του μηχανήματος υπάρχει και έχει βεβαιωθεί ότι υπάρχει είτε επειδή τον έχουμε δει, είτε επειδή η δομή του μηχανήματος το μαρτυρά, αφού μπορεί να αναλυθεί σε μικρότερα κομμάτια και να αντιγραφεί ή να ξανακατασκευαστεί από άλλον (οι κινέζοι είναι εξαιρετικά ικανοί σε αυτό)… Τον κατασκευαστή ή την κατασκευή του σύμπαντος όμως δεν μπορεί κανείς αναλογικά να τον υποθέσει διότι ούτε κανείς τον έχει δει, ούτε είναι δυνατόν να επαναλάβει την κατασκευή του. Επίσης, αντί να υποθέτει κανείς κάποιον κατασκευαστή θα μπορούσε (εξίσου ίσως αυθαίρετα) να υποθέσει μια τυχαία αιτία ή την εξέλιξη κλπ.
Η (B) κατηγορία των λογικών – ιδεολογικών, οντολογικών επιχειρημάτων ξεκινάει από την υπόθεση του Ανσέλμου του Καντέρμπουρυ. Ο Άνσελμος (1033 – 1109) ήταν μια από τις εξέχουσες και φωτεινές προσωπικότητες μέσα στον σκοταδισμό του μεσαίωνα. Βενεδικτίνος μοναχός, αργότερα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, επιχείρησε να κατανοήσει και να στηρίξει το χριστιανικό δόγμα πάνω σε λογικές και φιλοσοφικές βάσεις. Από τον Άνσελμο ξεκινά ουσιαστικά η μεσαιωνική σχολαστική φιλοσοφία.
Ως προϋπόθεση για τη λογική και φιλοσοφική αναζήτηση ο Άνσελμος, έθεσε την πίστη. Η πίστη προηγείται του λόγου. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν ζητώ να νοήσω για να πιστεύω, αλλά πιστεύω για να νοήσω… όποιος δεν πιστεύει δεν μπορεί να ερευνήσει και όποιος δεν ερευνά δεν μπορεί να κατανοήσει»…
Σχετικά με την ύπαρξη του θεού ο Άνσελμος υποστήριξε μια σειρά προτάσεων:
1. Όλα τα αγαθά μετέχουν του ύψιστου αγαθού
2. Όλα τα μεγάλα είναι σχετικά μεγάλα, μπροστά στο απόλυτα μεγάλο (summe magnum)
3. Όλα τα όντα οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα ον
4. Η πολλαπλότητα και η κατά βαθμούς σειρά των όντων δείχνει ότι υπάρχει μια φύση που προέχει όλων των όντων.
Οι προτάσεις αυτές συγκλίνουν ουσιαστικά στο περίφημο οντολογικό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο υπάρχει κάτι, ανώτερο του οποίου δεν μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος. Ο θεός είναι εξ΄ ορισμού το τέλειο ον. Το ύψιστο αγαθό, το απόλυτα μεγάλο, η πρώτη αιτία, η προεξέχουσα φύση κλπ. Υποστηρίζοντας κάποιος ότι ο θεός δεν υπάρχει, είναι σαν να αφαιρεί από το τέλειο ον την ύπαρξη. Οπότε αυτομάτως πάει να είναι το τελειότερο ον. Πράγμα που σημαίνει, ότι ενδεχομένως να υπάρχει κάποιο άλλο ον που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του τέλειου όντος και ταυτόχρονα διαθέτει την ύπαρξη. Αυτό θα σήμαινε ότι η έννοια του θεού ως το τελειότερο ον θα έπαυε να υπάρχει. Αφού όμως η έννοια του τέλειου όντος υπάρχει δεν μπορεί παρά να υπάρχει και ο θεός…
Αυτό το επιχείρημα θεωρήθηκε για 600 χρόνια το ισχυρότερο για την απόδειξη της ύπαρξης του θεού. Είχε μόνο ένα πρόβλημα: την ένσταση που κατέθεσε ο Γκαουλίνο με τα μυθικά νησιά των Μακάρων. Ο Γκαουλίνο επισήμανε ότι με το μυαλό μου μπορεί να σκεφτώ τα τελειότερα νησιά. Τα νησιά των Μακάρων. Όμως τα νησιά των Μακάρων δεν θα υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά μόνο στο μυαλό μου…
Αυτή την ένσταση επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο Ντεκάρτ (1596 – 1650) στην δική του οντολογική απόδειξη.
Ο Ντεκαρτ ως γνωστόν, ξεκίνησε το φιλοσοφικό του οικοδόμημα εκφράζοντας μια γενική αμφιβολία. Αμφισβήτησε τα πάντα. Τίποτα δεν θεώρησε δεδομένο.
«Πως μπορεί να είναι κανείς βέβαιος για την ύπαρξη των πραγμάτων; Πως μπορεί κανείς να ξέρει ότι όσα αισθανόμαστε και όσα μας περιβάλλουν δεν είναι ψέμα, φαντασιοκοπία, παραίσθηση όπως τα όνειρα;» … Αυτό ήταν πάνω κάτω το αρχικό του ερώτημα.
Για να το απαντήσει διατύπωσε μια σειρά από στοχασμούς:
1. Στον πρώτο στοχασμό προσπαθεί να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις μέσω της μεθοδικής αμφιβολίας. Επέκτεινε δε την αμφιβολία σε σημείο που επινόησε έναν πονηρό δαίμονα ο οποίος θέλει να μας εξαπατά συνεχώς, να μας ξεγελάει ώστε να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση.
2. Στον δεύτερο στοχασμό, υποθέτει, ότι όλα τα πράγμα τα για τα οποία αμφιβάλει, δεν υπάρχουν. Έτσι αναζήτησε αν μπορεί να υπάρχει κάτι που να αποτελεί την μοναδική βεβαιότητα. Μια βεβαιότητα για να πιαστεί και να σιγουρευτεί ότι όλα δεν είναι ψέμα. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν μπορούσε να αμφιβάλει είναι το γεγονός ότι αμφέβαλε. Αφού αμφιβάλω σκέφτομαι και αφού σκέφτομαι σημαίνει ότι υπάρχω. Μ΄ αυτόν τον συλλογισμό εξασφάλισε την βεβαιότητα που μπορεί να έχει κανείς για την ύπαρξή του.
3. Στον τρίτο στοχασμό, αναρωτιέται αν υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από τον ίδιο. Προκειμένου να βεβαιωθεί γι αυτό, επικαλείται την ύπαρξη του θεού. Θεώρησε, ότι τα πράγματα που συλλαμβάνουμε με τρόπο σαφή και διακριτό είναι αληθή στο μέτρο που τα συλλαμβάνουμε.
Για να ξεφύγει από την ένσταση του Γκαουλίνο για την ανυπαρξία των νήσων Μακάρων, προβαίνει στη διάκριση: (α) των ιδεών που υπάρχουν μέσα μας – έμφυτες ιδέες, (β) τις ιδέες που προέρχονται από έξω – επίκτητες ιδέες και (γ) τις επινοημένες ιδέες που κατασκευάστηκαν από μένα. Τα νησιά των Μακάρων είναι μια ιδέα που επινοήθηκε από κάποιον. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον θεό. Ο θεός δεν είναι μια ιδέα επινοημένη αλλά μια ιδέα έμφυτη που υπάρχει μέσα μου (μέσα στον καθένα). Δεν θα είχα όμως εγώ, ένα πεπερασμένο ον αυτή την ιδέα για την τέλεια υπόσταση αν κάποιος δεν την είχε τοποθετήσει μέσα μου. Γιατί, αν ο θεός δεν υπήρχε, δεν θα είχα εγώ την ιδέα του εντός μου. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ μια τέλεια, αιώνια, παντοδύναμη και παντογνώστρια οντότητα.
Το επιχείρημα αυτό το Ντεκάρτ με συνοπτικές διαδικασίες κατέρριψε ο Καντ.
Ο Καντ επισήμανε (επαναδιατυπώνοντας ουσιαστικά με καλύτερο τρόπο το επιχείρημα του Γκαουλίνο) ότι οι έννοιες όπως και τα πράγματα έχουν κάποιες βασικές ιδιότητες που τις κάνουν να είναι αυτές που είναι και όχι άλλες. Η ύπαρξη δεν είναι ένα κατηγόρημα που αν αφαιρεθεί θα αλλάξει το περιεχόμενο της έννοιας του άπειρου ή του τέλειου όντος. Άρα ένα τέλειο ον μπορεί είτε να υπάρχει είτε να μην υπάρχει χωρίς να προσβάλλονται οι εννοιολογικές του ιδιότητες. Δηλαδή, η έννοια των 100 ευρώ στο χέρι μου και των 100 ευρώ στο μυαλό μου είναι η ίδια. Μιλάμε για 100 ευρώ. Μόνο που στη μια περίπτωση υπάρχουν και στην άλλη όχι.
Ο Κάντ λέει χαρακτηριστικά: «Μπορούμε να σκεφτούμε ότι θέλουμε αλλά για να υπάρξει κάτι πρέπει να επιβεβαιωθεί από την εμπειρία».
Το ζήτημα της ύπαρξης ως βασικής ιδιότητας των πραγμάτων απασχόλησε τους φιλοσόφους μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα ο Meinong υποστήριξε ότι για κάθε ομάδα προδιαγραφών και ιδιοτήτων υπάρχει κάποιο ον το οποίο τις καλύπτει άσχετα με το αν αυτό το ον υπάρχει ή όχι σε συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο, αν δηλαδή υφίσταται ή όχι τελικά.
Όπως διευκρινίζει ο Πελεγρινης (2004 : 970) σχετικά με τη θέση του Meinong, σε κάθε αντικείμενο πρέπει να διακρίνουμε τον χαρακτήρα του (sosein) από την ύπαρξή του (sein). Ο χαρακτήρας ενός αντικειμένου δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με την οντότητα ή την ύπαρξή του. Απεναντίας, είναι δυνατόν ο χαρακτήρας του να αποκλείει την οντότητά του, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του τετραγωνισμένου κύκλου… Τέτοια αντιφατικά αντικείμενα, ονομάζονται από τον Meinong αδύνατα αντικείμενα, τα οποία αντιδιαστέλλονται προς τα ατελή αντικείμενα τα οποία ενώ δεν είναι αντιφατικά, δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή, όπως για παράδειγμα το χρυσό βουνό το οποίο δεν υπάρχει αλλά θα μπορούσε να υπάρχει.
Αυτή η θέση δημιούργησε αντιδράσεις σε αναλυτικούς και λογικούς φιλοσόφους (Φρέγκε, Ράσελ, κλπ) οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε αντιφατικά ή ανύπαρκτα αντικείμενα. Υποστηρικτές του Meinong (πολλοί από τους οποίους είναι φιλόσοφοι της αναλυτικής παράδοσης) όπως ο Parson (1980) ξεχώρισαν τις κεντρικές από τις περιφερειακές ιδιότητες ενός όντος (ο Parson τις ονομάζει πυρηνικές και εξωπυρηνικές). Μόνο οι κεντρικές διαμορφώνουν την κατάσταση του όντος χωρίς την οποία δεν θα είναι αυτό που είναι… Οι κεντρικές ιδιότητες προσδιορίζουν τη φύση του όντος (αν είναι δηλαδή κάτι μπλε, ψηλό, χρυσό, βουνό, άλογο κλπ).
Οι υπόλοιπες, οι περιφερειακές ιδιότητες, δηλώνουν οντολογικές ιδιότητες (υπάρχει, δεν υπάρχει, είναι μυθικό, είναι υποθετικό, μυθιστορηματικό κλπ) , δυνητικές ιδιότητες (είναι πιθανό ή απίθανο), κατευθυντικές ιδιότητες (ειπώθηκε από κάποιον, αγαπήθηκε από τον Καίσαρα) τεχνικές ιδιότητες (ολοκληρωμένο, εκτός λειτουργίας, τρακαρισμένο, κλπ).
Να επιστρέψουμε όμως στον Κάντ, ο οποίος σημειωτέων δεν ήταν άθεος. Και όχι μόνο δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε ότι στην ύπαρξη του θεού θεμελιώνεται ο ηθικός μας βίος.
Ο Καντ υποστήριξε, ότι δεν μπορούμε να πούμε ποτέ αν ο θεός υπάρχει ή δεν υπάρχει. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε την δυνατότητα να το βεβαιώσουμε εμπειρικά.
(όπως λέει ο Αίερ, η επιβεβαίωση της ύπαρξης του θεού μέσω της αρχής της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος).
Όμως, ο θεός, λέει ο Κάντ πρέπει να υπάρχει ως αίτημα. Μετά το κοσμολογικό και το οντολογικό επιχείρημα, ο Καντ εισάγει το ηθικό επιχείρημα όχι για να θεμελιώσει την ύπαρξη του θεού αλλά το αίτημα για την ύπαρξή του.
Ο Καντ θεωρεί ότι ο ενάρετος άνθρωπος που πράττει σύμφωνα με τον πρακτικό λόγο (σύμφωνα δηλαδή με την ελεύθερη βούληση η οποία όμως πρέπει να έχει καθολικό χαρακτήρα ή να μπορεί να καθολικοποιηθεί) πρέπει να είναι συγχρόνως και ευτυχισμένος άνθρωπος. Τόσο η αρετή όσο και η ευτυχία, θεμελιώνουν για τον Καντ την έννοια του ύψιστου αγαθού. Το ύψιστο αγαθό όμως, μπορεί να πραγματοποιηθεί, υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης του θεού. Κι αυτό γιατί, ευτυχισμένος είναι κάποιος όταν η βούλησή του είναι εναρμονισμένη με την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος όμως, που δεν έχει φτιάξει τον κόσμο και τις συνθήκες της ζωής, δεν είναι ικανός να διευθετήσει έτσι τα πράγματα ώστε να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε επιθυμίες του. Γι αυτήν την εναρμόνιση, της βούλησης και της πραγματικότητας, απαιτείται η παρέμβαση μιας οντότητας που να επιτρέπει αυτήν την αντιστοιχία. Έτσι η έννοια του θεού εισάγεται ως αίτημα για την επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας και του ενάρετου ηθικού βίου… Αντίστοιχα στο σκεπτικό του Καντ εισάγεται ως αίτημα και η αθανασία της ψυχής… (αφού η εναρμόνιση του ανθρώπου με τον ηθικό νόμο δεν μπορεί να χωρέσει στα περιορισμένα χρόνια της επίγειας ζωής του)…
Η ύπαρξη του θεού λοιπόν για τον Καντ δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσω της γνώσης και της εμπειρίας, μέσω δηλαδή του θεωρητικού λόγου, αλλά μπορεί να θεμελιωθεί ως αίτημα του πρακτικού λόγου, δηλαδή της ελεύθερης βούλησης.
Τέλος στην ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας, κλασσικό είναι πλέον το επιχείρημα ενός κατ εξοχήν άθεου στοχαστή, του Σαρτρ, ο οποίος επιχείρησε με οντολογικό – λογικό τρόπο να αποδείξει την ανυπαρξία του θεού.
Ο Σαρτρ διακρίνει στον κόσμο 2 κατηγορίες όντων: (α) τα καθεαυτά και (β) τα διεαυτά. Τα καθεαυτά είναι τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Τα κτίρια, οι πέτρες, τα αυτοκίνητα κλπ. Είναι αντικείμενα που έχουν ολοκληρώσει την εξέλιξή τους… Είναι όπως είναι και δεν σκοπεύουν να γίνουν καλύτερα. Είναι πλήρη. Αντίθετα, τα διεαυτά, είναι όντα που βρίσκονται διαρκώς σε εξέλιξη. Εϊναι ατελή όντα τα οποία αγωνίζονται να διαμορφώσουν το μέλλον τους. Ο άνθρωπος είναι ένα από αυτά. Καλούνται να πάρουν αποφάσεις και να ορίσουν (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μέλλον τους). Ο θεός, λέει ο Σάρτρ, είναι μια οντότητα που εξ ορισμού πρέπει να περιλαμβάνει τα πάντα. Ως καθεαυτό ον ο θεός είναι μια ολοκληρωμένη οντότητα που έχει συμπληρώσει την εξέλιξή του. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να προβαίνει σε επιλογές. Ως διεαυτόν όμως όν ο θεός, είναι μια οντότητα που εξελίσσεται διαρκώς. Αυτό σημαίνει ότι κάνει επιλογές για τις επόμενες κινήσεις του και σχεδιάζει το μέλλον. Συνεπώς, ως καθεαυτόν και ως διεαυτόν ον ο θεός έχει τη δυνατότητα να κάνει και να μην κάνει επιλογές. Όμως αυτό είναι αντιφατικό. Είναι σα να λέμε ότι υπάρχει ένα ολόλευκο πουκάμισο με μαύρες ρίγες. Οτιδήποτε όμως αντιφατικό είναι λογικά αδύνατο. Και ότι λογικά αδύνατο είναι ανύπαρκτο!!!
Ολοκληρώνοντας, θα αναφερθώ στα λεγόμενα πραγματιστικά επιχειρήματα, που διατυπώθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους. Αυτά τα επιχειρήματα δεν στοχεύουν να υποστηρίξουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του θεού, αλλά στοχεύουν να δείξουν ότι η πίστη στον θεό θεμελιώνεται ορθολογικά.
Το αποδεικτικό αντικείμενο είναι η πίστη λοιπόν και όχι ο θεός. Στη βιβλιογραφία συναντάμε 2 είδη πραγματιστικών επιχειρημάτων.
Το πρώτο είδος περιλαμβάνει τα λεγόμενα «εξαρτημένα από την αλήθεια» επιχειρήματα. Αυτά τα επιχειρήματα προτείνουν να πιστεύει κανείς, γιατί αν το περιεχόμενο της πίστης αποδειχθεί αληθές, τότε, το κέρδος που θα προκύψει λόγω της πίστης θα είναι εξαιρετικά μεγάλο. Σε αυτό το είδος ανήκει το περίφημο επιχείρημα του Πασκάλ. Ο Πασκάλ συγκεκριμένα υποστήριξε, ότι ανεξάρτητα από το πόσο μικρή είναι η πιθανότητα να υπάρχει θεός, από τη στιγμή που δεν είναι μηδενική πιθανότητα, τα προσδοκώμενα οφέλη του να πιστεύει κανείς υπερισχύουν των προσδοκώμενων οφελών του να μην πιστεύει κανείς στην ύπαρξη του θεού. «Αν ο θεός δεν υπάρχει δεν χάνω τίποτα, αλλά αν υπάρχει κερδίζω τα πάντα»…
Το δεύτερο είδος περιλαμβάνει τα «ανεξάρτητα από την αλήθεια» επιχειρήματα. Αυτά προτείνουν ότι τα οφέλη που προκύπτουν λόγω της πίστης είναι μεγαλύτερα ανεξάρτητα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός. Τα οφέλη αυτά μπορεί να είναι ψυχολογικά, ηθικά, κοινωνικά, θρησκευτικά κλπ. Το πιο γνωστό επιχείρημα αυτού του είδους είναι του Γουίλιαμ Τζέημς. Ο Τζέημς ανασκεύασε το περίφημο επιχείρημα Κλίφορντ (1879) [που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως θεμελιώδες νομικό υπερασπιστικό επιχείρημα] σύμφωνα με το οποίο «είναι λάθος πάντα, παντού και για τον καθένα, να πιστεύει οτιδήποτε το οποίο βασίζεται σε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία». Με μια σειρά από λογικές υποθέσεις ο Τζέημς απέδειξε, ότι δεν ισχύει το επιχείρημα Κλίφορντ πάντα και σε κάθε περίπτωση, και μάλιστα, ορισμένα γεγονότα δεν μπορεί να συμβούν ποτέ αν δεν υπάρχει πίστη (που συνδέεται με ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία για μελλοντικά γεγονότα). Για παράδειγμα αν κάποιος δεν πίστευε ότι θα κερδίσει έναν αγώνα, δεν θα αγωνιζόταν ποτέ, δεν θα έκανε προπόνηση κλπ. πράγμα που ανεξάρτητα από το αν θα κερδίσει ή όχι, το κάνει καλό γιατί βελτιώνει τη φυσική του κατάσταση κλπ. Πιστεύοντας δηλ. στο θεό πράττεις έτσι ώστε έχεις ηθικό, ψυχολογικό και κοινωνικό κέρδος, ανεξάρτητα από το αν ο θεός υπάρχει ή όχι στ’ αλήθεια…
__________________________________________________________________
Επίμετρο: Η άποψη των αναλυτικών: Τόσο η πρόταση ο θεός υπάρχει όσο και η πρόταση ο θεός δεν υπάρχει στερούνται νοήματος…. Σύμφωνα με την αρχή της επαληθευσιμότητας (Αιερ) μια πρόταση έχει νόημα αν είναι ταυτολογία ή είναι εμπειρικά αποδείξιμη . Οι παραπάνω προτάσεις δεν είναι τίποτα από τα δύο…
Από την άλλη πλευρά στοχαστές όπως ο Wolpert θεωρούν ότι η αναζήτηση εξηγήσεων των φαινομένων του κόσμου βρίσκεται στις προδιαθέσεις του εγκεφάλου μας και οφείλεται σε γονιδιακές βάσεις . . .
Πηγή: Ανακοίνωση του Άλκη Γούναρη στο Φιλοσοφικό Καφενείο Dasein τον Δεκέμβριο του 2009