«Η φιλοσοφία είναι η εποχή της την οποία έχομε συλλάβει σε σκέψεις » Έγελος
Τι έχει να πει ή να κάμει η σκέψη στην εποχή μας;
Η απάντηση στο ερώτημα τούτο προϋποθέτει τη συνεννόηση για ορισμένα συναφή ζητήματα: Ποια η κατάσταση της εποχής μας και του ανθρώπου; Ποια τα κυριότερα προβλήματα και, αντιστοίχως, ποια τα αιτήματά του;
Καθώς τα ζητήματα αυτά είναι τεράστια, είναι προφανές ότι θα χρειαστεί να περιοριστούμε στα κυριότερα. Επιπλέον, λόγω της πολυπλοκότητας των θεμάτων, είναι αναπόφευκτο οι παρατηρήσεις μας να είναι ενδεικτικές, συντομογραφικές και ελλειπτικές.
Την αφορμή για τον προβληματισμό μας τον δίδει φυσικά η πρόσφατη και παρούσα ακόμη κρίση, η παγκόσμια καθώς και η ελληνική. Επειδή είναι εύλογο να υποθέσομε ότι η κρίση αυτή – σύνθετη, πολύπλοκη, συστημική – είναι επακόλουθο ή σύμπτωμα βαθύτερων αιτίων, θα επιχειρήσω μια συνολικότερη σκιαγράφηση, από την οποία θα φανούν καθαρότερα και τα συγκεκριμένα σύγχρονα προβλήματα.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κατάστασης της εποχής μας; Θα αναφερθώ πρώτα στα γενικότερα (τα καθολικά και οικουμενικά) και έπειτα θα επικεντρωθώ στα του τόπου μας.
Το πρώτιστο είναι ο πρακτικός, βιοτικός και πολιτισμικός υλισμός. Με τον όρο αυτόν εννοώ τον περιορισμό του ανθρώπου στην επιδίωξη μόνο ή κυρίως υλικών στόχων και αγαθών και γενικότερα σε μια ιεράρχηση των αξιών η οποία καταλήγει στην αναγνώριση της ευζωίας και της ευμάρειας ως του αυτονόητου υπέρτατου αγαθού και του τελικού σκοπού των ανθρωπίνων πράξεων και της ζωής. Λέγοντας βέβαια «υλικούς στόχους» εννοούμε εντέλει το χρήμα που από απλό μέσον κατέληξε να γίνει ο απόλυτος αυτοσκοπός και η πραγματική ανώτατη αξία. Με τούτα συνδέεται άμεσα η κερδοσκοπία, η άμετρη δημιουργία τεχνητών αναγκών, η υπέρογκη οικονομική ανάπτυξη, η επαπειλούμενη καταστροφή του πλανήτη μας. Είναι προφανές ότι οι σχετικές παθογένειες υπήρξαν ένα από τα κυριότερα αίτια της σημερινής κρίσης.
Ένα βασικό γνώρισμα της κατάστασης του ανθρώπου είναι η αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία: ο περιορισμός του αποκλειστικά ή κυρίως στην ιδιότητά του ως εμβίου όντος με αντίστοιχη απώθηση, ατροφία ή και εξοβελισμό των άλλων του πλευρών, ψυχικών και πνευματικών. Το σημείο αυτό φαίνεται καθαρά από τον τρόπο ζωής των περισσοτέρων ανθρώπων. Δεν μπορούν να μείνουν συγκεντρωμένοι έστω και ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μια δημιουργική απασχόληση (π.χ. σε μια πνευματική εργασία), αλλά εξαρτώνται συνεχώς από πλήθος αισθητηριακά ερεθίσματα και περισπασμούς (π.χ. ηλεκτρονικές συσκευές κτλ.). Αλλά όπως λέει ο Πασκάλ: «Όλα τα παθήματα του ανθρώπου προέρχονται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να μείνει ήσυχος στο δωμάτιό του».
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα είδος ανησυχίας ή φόβου να μείνει κανείς μόνος -ενώπιος ενωπίω- με τον εαυτό του. Γι’ αυτό θεωρεί ο Σοπενχάουερ ότι ένα κύριο μέλημα της νεότητας θα έπρεπε να είναι να μάθει να αντέχει τη μοναξιά – εννοείται όχι την άσκοπη μοναχικότητα αλλά, όταν χρειάζεται, τη δημιουργική απομόνωση. Ένα από τα μεγαλύτερα δεινά αλλά και φόβους του ανθρώπου χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα είναι η ανία και η πλήξη. Γι’ αυτό και αναζητούν οι περισσότεροι συνεχώς και απεγνωσμένα πλήθος τρόπων και διεξόδων να αποφύγουν την τρομερή αυτή απειλή. Έτσι εξηγείται η επιζήτηση των άπειρων διασκεδάσεων, συνήθως ασήμαντων και ανόητων, και φυσικά η άνθηση παντού και πάντοτε της περιβόητης πολιτισμικής βιομηχανίας.
Κυριότερη αιτία πάλι των φαινομένων αυτών είναι εντέλει η ουσιαστική απαιδευσία παρ’ όλη τη διάδοση της εκπαίδευσης ακόμη και της λεγόμενης ανώτατης. Με τον όρο αυτόν εννοώ βέβαια τη συρρίκνωση, τον περιορισμό ή και την έκπτωση της αληθινής και αυθεντικής καλλιέργειας, δηλαδή της ανθρωπιστικής παιδείας. Διότι η λοιπή τεχνική και επιστημονική εκπαίδευση μπορεί να είναι απαραίτητη ως εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση αλλά δεν συμβάλλει στην καλλιέργεια και την ανάπτυξη των ανώτερων πνευματικών ικανοτήτων κυρίως μέσω της γλώσσας. Ένα συναφές πρόβλημα που δεν έχει προσεχθεί ακόμα αποτελεί η αποκοπή του σημερινού ανθρώπου από την ιστορία, την πολιτισμική παράδοση και τη ζωντανή ιστορική συνείδηση.
Αλλά το βαθύτερο γνώρισμα της εποχής μας είναι ο μηδενισμός με τη σημασία όχι μόνο της κατάρρευσης της θρησκευτικής και της μεταφυσικής πίστης αλλά με τη γενικότερη σημασία της ολικής απώλειας νοήματος, δηλ. ενός «τέλους» (σκοπού) πέραν των υλικών επιδιώξεων: των ηδονών, του χρήματος, του πλούτου, της ευμάρειας.
Σύμφωνα με την εκπληκτική διάγνωση του Γκόττφρηντ Μπεν: «Όλα τα μεγάλα πνεύματα των λευκών λαών [εννοεί: από την Αναγέννηση και μετά]– αυτό είναι εντελώς πρόδηλο – δεν αισθάνθηκαν παρά μόνο μιαν εσωτερική αποστολή, να καλύψουν δημιουργικά τον μηδενισμό τους» (πρβλ. το αφιέρωμα της Νέας Εστίας, τχ. 1794/ 2006).
Μηδενισμός σημαίνει εντέλει την απώλεια, τη λήθη, την απόρριψη και την κατάρρευση των αξιών, έγκυρων και κοινά ανεγνωρισμένων: της φιλαλήθειας, της ευθύνης, της πίστης στο κοινό καλό, του ήθους, της αρετής – σημαίνει τον «αθεϊσμό του ηθικού κόσμου» κατά την καίρια διατύπωση του Έγελου.
Εάν έλθομε τώρα στον τόπο μας, τι διαπιστώνομε; Η Ελλάδα αποτελεί μιαν ιδιαίτερη περίπτωση, κατά κανόνα και δυστυχώς επί τα χείρω. Χωρίς να παραβλέπομε τα σημαντικά επιτεύγματα της χώρας μας, μπορούμε να συνοψίσομε το νεοελληνικό πρόβλημα ως την αποτυχημένη (ακόμα;) απόπειρα να γίνει μια αληθινά ευρωπαϊκή χώρα. Ποια να είναι άραγε τα αίτια; Προφανώς είναι ιστορικά (κυρίως η Τουρκοκρατία και τα επακόλουθά της, πόλεμοι, εσωτερικές διαμάχες, κομματοκρατία κτλ.) καθώς και ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά. Μπορούμε να τα συνοψίσομε ως την υπερίσχυση των αδυναμιών και των ελαττωμάτων μας («της αμάθειας, της αδιαφορίας και της ραθυμίας της ράτσας μας») επί των ενδεχόμενων αρετών μας (επικαλούμαι αψευδείς μάρτυρες: τον Ν. Καζαντζάκη και τον Φ. Πολίτη). Θα επιχειρήσω μια συνοπτική επισκόπηση ορισμένων βασικών προβλημάτων του δημόσιου βίου μας, ενδεικτικά και δίχως να ισχυρίζομαι ότι επισημαίνω εντελώς πρωτότυπα πράγματα.
Ένα από τα κυριότερα προβλήματά μας – ο πραγματικά μεγάλος ασθενής – είναι το Δημόσιο. Δεν έχομε κατορθώσει δυστυχώς στους περίπου δύο αιώνες του ελεύθερου βίου μας και παρ’ όλες τις προσπάθειες να αποκτήσομε κράτος πραγματικό. Μερικά χαρακτηριστικά του: η άμετρη διόγκωση και το πλεονάζον προσωπικό, η σπατάλη, η ραθυμία και η αντιδραστικότητα μεγάλου μέρους των υπαλλήλων. Γι’ αυτό και, όταν ακούμε για κρίση σε άλλες (ευρωπαϊκές) χώρες, αυτή δεν έχει την παραμικρή σχέση με την κρίση στην Ελλάδα. Διότι εκεί υπάρχει κράτος και διοίκηση που λειτουργεί εύρυθμα και απρόσκοπτα παρ’ όλες τις άλλες δυσχέρειες.
Ο δεύτερος μεγάλος ασθενής μας είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το θέμα είναι τεράστιο, οπότε θα θίξω ενδεικτικά ορισμένες μόνο πτυχές του. Ένας βασικός παράγοντας του όλου προβλήματος είναι το όχι πάντοτε ικανοποιητικό επίπεδο (επιστημονικό, διδακτικό και παιδαγωγικό) και η αδιαφορία μέρους του προσωπικού. Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί επίσης η γενική πτώση του επιπέδου των πανεπιστημιακών σπουδών. Χωρίς υπερβολή μπορούμε πια να μιλούμε για παρωδία σπουδών (ειδικά στις ανθρωπιστικές επιστήμες), όπως γενικότερα ισχύει ο τρομερός αυτός χαρακτηρισμός για πλήθος θεσμών στην χώρα μας. Σε τούτο πάλι συντελούν κυρίως: το υπέρογκα μεγάλο ποσοστό των αποφοίτων της μέσης εκπαίδευσης που κατευθύνονται στα ΑΕΙ καθώς και το συνεχώς χαμηλότερο επίπεδο των διδασκόντων σε αυτά. Ένας από τους διαδεδομένους επίκαιρους μύθους για το Δημόσιο είναι η «έλλειψη προσωπικού» και η «υποχρηματοδότηση». Το μεν πρώτο σχετίζεται με την αδιαφορία είτε και την οκνηρία του πλεονάζοντος προσωπικού και θα μπορούσε να διορθωθεί με καλύτερη αξιοποίησή του. Ως προς το δεύτερο, εξακολουθεί να γίνεται –στη σημερινή δεινή συγκυρία- απίστευτη σπατάλη και διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Ένα από τα κυριότερα προβλήματα της πατρίδας μας που συναρτάται άμεσα με τα προηγούμενα, είναι η συχνά άκρως προβληματική σχέση –για την ακρίβεια: η μόνιμη αντιπαλότητα και αντιδικία- των πολιτών προς το κράτος. Συμπτώματα του φαινομένου αυτού που έχει πραγματικά διαστάσεις κοινωνικής παθολογίας είναι η έλλειψη σεβασμού προς τη νομιμότητα και η αυθαιρεσία μέχρι του σημείου της ανταρσίας, της ανομίας και της αναρχίας. Ειδικότερες εκδηλώσεις του φαινομένου αυτού αποτελούν οι συνεχείς βίαιες διαδηλώσεις, οι λεγόμενες «καταλήψεις» αλλά και η φριχτή κατάσταση και η πανάθλια εικόνα των δημοσίων κτηρίων και εκπαιδευτηρίων. Το γεγονός ότι έχομε συνηθίσει σχεδόν στην εικόνα αυτή δεν σημαίνει και ότι αυτή είναι παραδεκτή. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι το ον που μπορεί να συνηθίσει στα πάντα (Ντοστογιέφσκι).
Εν όψει της καταστάσεως αυτής τι έχει να συμβάλει η φιλοσοφία για τη διόρθωσή της; Ας κάνομε πρώτα τις αναγκαίες διευκρινίσεις. Πρέπει να διακρίνομε ανάμεσα στην φιλοσοφία με την τυπική και θεσμική σημασία (συνήθως πανεπιστημιακή και ακαδημαϊκή, εκείνη που ο Σοπενχάουερ αποκαλεί «μισθοφόρο» και την υποβάλλει σε ανυπέρβλητη κριτική) και στον ουσιαστικό ή αυθεντικό στοχασμό, ανεξάρτητα από τη θεσμική μορφή του, που εκφράζεται συχνά με το ελεύθερο δοκίμιο αλλά και με τη λογοτεχνία. Επιπλέον, αποφασιστική σημασία έχει το ζήτημα: Ποιο είδος φιλοσοφίας εννοούμε; Διότι άλλο ο θετικισμός και η σκέτη ιστορία της φιλοσοφίας (μια μορφή ιστορισμού), που πάσχει από τη λεγόμενη «ερμηνευτική νόσο» (δηλ. τη στείρα και σχολαστική αναζήτηση του «τι ακριβώς εννοεί ο Α ή ο Β», ακόμη και όταν τούτο είναι διαυγέστατο και άρα δεν χρήζει καμιάς ερμηνείας) και άλλο ο αυθεντικός στοχασμός με όργανο και κανόνα του τον Λόγο.
Έπειτα από τις διευκρινίσεις αυτές μπορούμε να πούμε βάσιμα: μόνος αρμόδιος για τα πραγματικά σημαντικά ζητήματα του ανθρώπου – τα ερωτήματα τα σχετικά με τον σκοπό ή τον προορισμό ή την αποστολή του και άρα για το νόημα του ανθρώπινου βίου- δεν είναι βέβαια οι ειδικές επιστήμες αλλά ο φιλοσοφικός στοχασμός, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία εκδηλώνεται. Με το νόημα τούτο η φιλοσοφία κατανοήθηκε πάντοτε ως «βίου κυβερνήτης», ως θεωρία της τέχνης του βίου και των τελικών σκοπών του ανθρώπινου Λόγου, και μάλιστα ως ανώτατος κριτής και έσχατη βαθμίδα δικαιοδοσίας για όλα τα ζητήματα.
Το πρώτιστο λοιπόν στο οποίο μπορεί να συμβάλει ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι η συνειδητοποίηση των προβλημάτων σε βάθος, δηλ. στις αληθινές τους διαστάσεις (ανθρωπολογικές, ιστορικές, κοινωνικές, ηθικές), και όχι απλώς σε επίπεδο στενά οικονομικό είτε και απλώς διαχειριστικό. Διότι στην πραγματικότητα η ορθολογική φιλοσοφική σκέψη συμβαδίζει με τον ορθώς εννοούμενο ρεαλισμό, και γνωρίζει ότι αναγκαίοι όροι της επίλυσης των προβλημάτων είναι, πρώτα, η διάγνωση της πραγματικής κατάστασης και των αιτίων της, και έπειτα η σοβαρή, συστηματική, στρατηγική και επιτελική αντιμετώπισή τους. Σε τούτα συμφωνούν όλοι οι σοβαροί στοχαστές (από τον Γκαίτε και τον Κλάουζεβιτς μέχρι τον Γκόττφρηντ Μπεν και τον Σεφέρη), ιδίως στην απόλυτη απέχθεια και απόρριψη της προχειρότητας και του ερασιτεχνισμού. Ο Γκαίτε έλεγε: «Μισώ την προχειρότητα σαν την αμαρτία, ιδίως σε κρατικά ζητήματα, οπότε μπορεί να προκληθεί μεγάλος όλεθρος για εκατομμύρια ανθρώπων». Αλλά τα στοιχεία αυτά ακριβώς αποτελούν δυστυχώς χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νεώτερης Ελλάδας.
Συναφές με το σημείο αυτό είναι η ανάγκη σεβασμού και αναγνώρισης της αλήθειας ακόμη και όταν αυτή είναι δυσάρεστη. Θυμούμαστε τον Α. Σολζενίτσιν που απαιτούσε την απόλυτη καταδίκη και αποκήρυξη του ψεύδους σε οποιαδήποτε μορφή του. Ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα: Επί χρόνια ακούγαμε στην Ελλάδα για πολιτική «ήπιας προσαρμογής». Εντούτοις, εάν για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, λ.χ. υγείας, είναι αναγκαία ορισμένα μέτρα, το ζητούμενο δεν είναι να είναι αυτά ήπια αλλά αποτελεσματικά. Άλλωστε, καλό (σε διάκριση από το απλώς ευχάριστο) σημαίνει το πρακτικά αναγκαίο (Καντ). Πρόσφατα αποφασίστηκε πάλι για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια η ριζική μεταβολή της διοικητικής δομής της χώρας. Σε ποια σοβαρή χώρα αλλάζει η δομή αυτή τόσο συχνά; Τέλος, η εσπευσμένη και βεβιασμένη απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στους μετανάστες με ολοφάνερη ψηφοθηρική σκοπιμότητα. Εντούτοις, αποφάσεις τέτοιας εμβέλειας και βαρύτητας με απροσμέτρητες επιπτώσεις για την πορεία ή ακόμη και για τη μοίρα ενός έθνους δεν θα έπρεπε να λαμβάνονται με μεγαλύτερη περίσκεψη και έπειτα από σοβαρή προετοιμασία και μελέτη;
Το πραγματικά ή, ορθότερα, το μόνο σημαντικό ζήτημα για τον άνθρωπο είναι: Ποιος είναι, ποιος πρέπει να είναι ο τελικός σκοπός του; Ποια η αποστολή ή ο προορισμός του; Το ζήτημα τούτο προϋποθέτει απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι ο άνθρωπος; Διότι η επίλυση του προηγούμενου ζητήματος θα είναι προφανώς εντελώς διαφορετική, αν κατανοήσομε τον άνθρωπο ως απλώς και μόνο φυσικό έμβιο ον ή αντιθέτως ως ον που μπορεί και οφείλει να γίνει έλλογο και πνευματικό. Στο ερώτημα λοιπόν για τον τελικό σκοπό και την αποστολή του ανθρώπου, οι δύο ενδεχόμενες απαντήσεις είναι: είτε η συντήρηση, η ευημερία, με μια λέξη: η ευδαιμονία του, δηλ. η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του ως εμβίου όντος۬ είτε η καλλιέργεια και ο πολιτισμός, δηλ. η ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του πέραν των ορίων του φυσικού ενστίκτου, άρα εφ’ όσον ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από τους περιορισμούς της φυσικής ανάγκης και δρα ως έλλογο ον, με τελικό σκοπό την πληρέστερη δυνατή τελείωσή του.
Πρόκειται εντέλει για δύο τελείως διαφορετικά είδη ή μορφές βίου. Από το ένα μέρος, ο απλώς και μόνο ηδονικός ή απολαυστικός ή αστόχαστος βίος. Στη μορφή αυτή του βίου κυριαρχεί ένα πλήθος μύθων είτε ψευδών. Π. χ., ότι η ευτυχία εξαρτάται από τον πλούτο, τη συσσώρευση υλικών αγαθών, τη γνώμη των άλλων και την ευζωία, ενώ είναι απολύτως βέβαιο ότι η αληθινή ευδαιμονία δεν εξαρτάται από το τι έχει κάποιος και το τι νομίζουν οι άλλοι γι’ αυτόν, αλλά από το τι είναι, δηλ. την προσωπικότητα και τη δημιουργικότητα. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Σοπενχάουερ, κάθε περιορισμός συμβάλλει στην ευτυχία: η απλότητα, η λιτότητα, η άσκηση, η εσωτερική πειθαρχία, ακόμη και η ομοιομορφία της απλής καθημερινής ζωής. Γι’ αυτό προκαλεί κατάπληξη η απόρριψη της λιτότητας από πολλούς, ενώ θα έπρεπε να την επιδιώκουν όλοι. Αρκεί να γνώριζαν τη σημασία του εσωτερικού πλούτου, της ολιγάρκειας και της αυτάρκειας: «Η ευδαιμονία των αυτάρκων εστί» (Αριστοτέλης).
Οι παραπάνω μύθοι έχουν όμως ολέθριες επιπτώσεις: τη διαρκή επιζήτηση της ικανοποίησης υπέρμετρων (συνήθως πλασματικών) αναγκών, τον απεγνωσμένο αγώνα εναντίον της πλήξης (τη λεγόμενη «διασκέδαση»), το ανικανοποίητο και το εσωτερικό κενό. Για το είδος αυτό της ζωής ισχύει ακέραιη η διάγνωση του Καντ: «Ποιαν αξία έχει για μας η ζωή, όταν αποτιμάται απλώς σύμφωνα με εκείνα που απολαμβάνομε (τον φυσικό σκοπό του αθροίσματος όλων των κλίσεων, δηλ. την ευδαιμονία), είναι εύκολο να αποφανθούμε. Βυθίζεται κάτω από το μηδέν. Διότι ποιος θα ήθελε να ξαναρχίσει τη ζωή από την αρχή υπό τους ίδιους όρους ή έστω και σύμφωνα με ένα νέο σχέδιο, το οποίο όμως θα απέβλεπε απλώς στην απόλαυση; Δεν απομένει συνεπώς τίποτε άλλο από την αξία που δίδομε εμείς οι ίδιοι στη ζωή μας».
Από την άλλη πλευρά και σε αγεφύρωτη αντίθεση με τον προηγούμενο, βρίσκεται ο δυνάμει άξιος ή αυθεντικός βίος του πνευματικού ανθρώπου. Γι’ αυτόν ισχύει ο κανόνας: «Να μην αναγνωρίζεις στο φρόνημά σου τίποτε που δεν δικαιώνεται από τον στοχασμό» (Έγελος). Εδώ βέβαια πρέπει να διακρίνομε ανάμεσα στον απλώς πνευματικό άνθρωπο, που τον χαρακτηρίζουν η καλλιέργεια ή η παιδεία, και στον πνευματικό δημιουργό. Ο Γκόττφρηντ Μπεν επισημαίνει εύστοχα ότι υπάρχουν δύο τάξεις ανθρώπων: οι πρακτικοί και οι βαθείς. Επειδή η ουσία του ανθρώπου είναι η «σφαίρα (το πεδίο) της διαμόρφωσης (δημιουργίας)» και ο «κόσμος της έκφρασης».
Από τούτα συνάγεται ότι η σπουδαιότερη λειτουργία της πολιτείας είναι η παιδεία. Από την επιτυχή ή μη εκπλήρωση της αποστολής αυτής θα εξαρτηθεί και η συνειδητοποίηση από τη νέα γενιά του διλήμματος που έχει μπροστά της σχετικά με τους στόχους της: είτε θα επιλέξει ως υπέρτατο αγαθό την υλική ευμάρεια και ευζωία με τίμημα τον εκβαρβαρισμό και την απανθρωπία, είτε θα προσπαθήσει να ανακαλύψει και να υπηρετήσει –καθένας κατά τις δυνάμεις του- τις «αληθινές αξίες της ζωής» (Φρόϋντ), ασφαλώς με μόχθο και αγώνες και θυσίες, συμβάλλοντας στην εξύψωση της ζωής και με μόνη ανταμοιβή την ικανοποίηση του δημιουργού από το έργο του.
του Κώστα Ανδρουλιδάκη από το περιοδικό Νέα Ευθύνη – δημοσιεύτηκε και στο antifono.gr