Αναγέννηση: Μια μεταβατική περίοδος
Η ευρωπαϊκή ιστορία διαιρείται σε τρεις βασικές ιστορικές περιόδους· το Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τη νεότερη εποχή. Η δυνατότητα μιας τέτοιας διαίρεσης της ιστορίας έγινε αντιληπτή το 15ο αιώνα, στην αυγή της νεότερης εποχής· ο Μεσαίωνας, αντίθετα, είχε υιοθετήσει έναν εντελώς διαφορετικό διαχωρισμό, που ήταν βασισμένος σε βιβλικές και θεολογικές αναφορές και υποτίθεται ότι στηριζόταν σε κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο δημιουργίας.
Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι για τρεις αιώνες περίπου ζούσαν σε μια νέα εποχή, και, στην πραγματικότητα, η σύγχρονη έννοια της διαδοχής των εποχών εμφανίστηκε εκείνη την περίοδο περίπου.
Πράγματι, το 18ο αιώνα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους πολλές από τις εξελίξεις που ξεκίνησαν την εποχή που σήμερα ονομάζεται πρώιμη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την Αναγέννηση. Το μεταμεσαιωνικό πολιτειακό σύστημα είχε ήδη εγκαθιδρυθεί1 οι στοχαστές του Διαφωτισμού είχαν σχετικοποιήσει τις χριστιανικές και φεουδαλικές πολιτικές αξίες· κάποιοι πολιτισμικοί θεσμοί, καθώς και η συνολική εικόνα του κόσμου, είχαν εκκοσμικευτεί (είχαν, δηλαδή, απελευθερωθεί από τα εκκλησιαστικά δεσμά και δόγματα).
Οι επιστήμες άρχισαν να παίζουν πλέον καθοριστικό και ανεξάρτητο ρόλο, ενώ εξαλείφθηκαν και τα τελευταία κατάλοιπα του Σχολαστικισμού. Φυσικά φαινόμενα και λαοί από ολόκληρο τον κόσμο παραβάλλονταν και ταξινομούνταν, μια κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αποτελούσε ένα γερά θεμελιωμένο και απαραίτητο κοινωνικό στρώμα με επαναστατική δυναμική, και το άτομο ανακάλυπτε νέες μορφές αυτοέκφρασης.
Αυτή η κατάσταση που ίσχυε κατά το 18ο αιώνα είχε τις πρώιμες σύγχρονες ρίζες της κυρίως στις καθοριστικές πρακτικές καινοτομίες του 14ου αιώνα, όπως καταγράφηκε και από τον Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) στο βιβλίο που δημοσίευσε το 1620:
«… η τυπογραφία, η πυρίτιδα και η πυξίδα. Αυτές οι τρεις άλλαξαν το σχήμα και την όψη των πραγμάτων στον κόσμο· ακολούθησαν και άλλες πολλές αλλαγές, και, όπως φαίνεται, καμιά αυτοκρατορία, κανένα δόγμα, κανένας αστερισμός δεν έχει ασκήσει ισχυρότερη επιρροή στην ανθρωπότητα από αυτά τα τεχνικά πράγματα».
Αυτά τα «τρία πράγματα» όντως συνδέονται με τα ιστορικά γεγονότα που χαρακτήρισαν τις απαρχές της νεότερης εποχής: η τυπογραφία με τις ανθρωπιστικές σπουδές της Αναγέννησης και με τα συγγράμματα της Μεταρρύθμισης· η χρήση πυροβόλων όπλων με το τέλος του ιπποτισμού, και επομένως με την ανάπτυξη νέων πολιτειακών μορφών και η εφεύρεση της πυξίδας με τις σημαντικές γεωγραφικές ανακαλύψεις από εξερευνητές όπως ο Κολόμβος και ο Βάσκο ντε Γκάμα.
Το 19ο αιώνα, ο όρος «Αναγέννηση» χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη πολιτισμική εποχή, από το 1400 έως το 1530 περίπου, ή ακόμη και το 1600, αλλά περιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην Ιταλία, στην οποία φαίνεται ότι άνθησε κατά κύριο λόγο.
Όσον αφορά την προέλευσή του, ο όρος «Αναγέννηση» είναι πολύ σαφέστερος όταν χρησιμοποιείται για την ιστορία της τέχνης· σε άλλους τομείς, ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχωριστεί από το Μεσαίωνα, από τη μια, και από την περίοδο του Μπαρόκ, από την άλλη. Σήμερα, η Αναγέννηση δεν θεωρείται πια ενιαίο φαινόμενο που καλύπτει ολόκληρο τον πολιτισμό, αλλά μάλλον μια «εισαγωγική περίοδος», όπου εξαιρετικά πρωτοποριακά πράγματα συνυφαίνονται με τη μεσαιωνική παράδοση.
Κατά την Αναγέννηση οι καλλιτέχνες «κατατρόπωσαν» το γοτθικό ρυθμό, τον οποίο απέρριψαν ως «βαρβαρικό». Ως προς αυτό, ο Μεσαίωνας υστερεί σε σχέση με την κλασική αρχαιότητα και την αναγέννησή της στην ιταλική τέχνη του 14ου αιώνα (Τζότο) και εν συνεχεία, κυρίως, του 15ου αιώνα και των αρχών του 16ου αιώνα (Λεονάρντο ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαήλ).
Το 19ο αιώνα, όμως, ο όρος «Αναγέννηση» χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη πολιτισμική εποχή, από το 1400 έως το 1530 περίπου, ή ακόμη και το 1600, αλλά περιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην Ιταλία, στην οποία φαίνεται ότι άνθησε κατά κύριο λόγο.
Όσον αφορά την προέλευσή του, ο όρος «Αναγέννηση» είναι πολύ σαφέστερος όταν χρησιμοποιείται για την ιστορία της τέχνης· σε άλλους τομείς, ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχωριστεί από το Μεσαίωνα, από τη μια, και από την περίοδο του Μπαρόκ, από την άλλη. Σήμερα, η Αναγέννηση δεν θεωρείται πια ενιαίο φαινόμενο που καλύπτει ολόκληρο τον πολιτισμό, αλλά μάλλον μια «εισαγωγική περίοδος», όπου εξαιρετικά πρωτοποριακά πράγματα συνυφαίνονται με τη μεσαιωνική παράδοση.
Για την Αναγέννηση
Στην Ιστορία της Γαλλίας, ο Γάλλος ιστορικός Ζυλ Μισελέ συνόψισε τις καινοτομίες του 15ου και του 16ου αιώνα εννοώντας «την ανακάλυψη του κόσμου και την ανακάλυψη του ανθρώπου», όταν για πρώτη φορά, το 1854, χρησιμοποίησε τον όρο «Αναγέννηση» ή «αναβίωση» για να περιγράψει μια ιστορική περίοδο. Είχε ήδη επιχειρηθεί η αποκατάσταση των κλασικών δημοκρατικών πολιτευμάτων σε μια εξέγερση στη Ρώμη, με ηγέτη τον Κόλα ντε Ριέντσι (1347). Με αφορμή την προσπάθεια αυτή, ο θεωρητικός της πολιτικής επιστήμης Μακιαβέλι μίλησε στις αρχές του 16ου αιώνα για αναβίωση. Επιπλέον, στη διάρκεια του 16ου αιώνα, γενικεύτηκε η ιδέα της αναβίωσης της κλασικής αρχαιότητας στη σύγχρονη τέχνη. Στη γεωγραφία, στην αστρονομία και στη φυσική ιστορία, οι ορίζοντες διευρύνονταν αλματωδώς. Το 1543, δημοσιεύτηκαν οι αστρονομικές θέσεις του Κοπέρνικου, οι οποίες έθεταν τον Ήλιο στο κέντρο του πλανητικού συστήματος. Ο φιλόσοφος Τζορντάνο Μπρούνο υποστήριξε και ανέπτυξε τη συγκεκριμένη θέση ισχυριζόμενος ότι το σύμπαν είναι άπειρο. Σε συνδυασμό με την ακμή των πόλεων-κρατών και της μεσαίας τάξης τους, η τυπογραφία, που εφηύρε ο Γουτεμβέργιος το 1440 περίπου, επέφερε επανάσταση στην εκπαίδευση και στο σύστημα πληροφοριών. Θυροκολλώντας τις θέσεις του στο ναό της Βιτεμβέργης (1517), ο Λούθηρος οδήγησε στη Μεταρρύθμιση, η οποία επιδίωκε την αναβίωση των αρχικών πεποιθήσεων και των θρησκευτικών πρακτικών της χριστιανικής πίστης εξ αποκαλύψεως. Η καθολική Αντιμεταρρύθμιση, που είχε σχέση, μεταξύ άλλων, και με την αναδιοργάνωση της Ιεράς Εξέτασης, ξεκίνησε με τη Σύνοδο της Τρέντ (1545-63). Ο Ουμανισμός, που, όπως και η Αναγέννηση, ήταν, κατά κύριο λόγο, ιταλικό φαινόμενο, ασχολήθηκε, από τον Πετράρχη (1304-74) και μετά, με το πώς ο άνθρωπος μπορεί να ζει στο πνεύμα της καλλιεργημένης γλώσσας συνδυάζοντας και την ηθική φιλοσοφία, επί τη βάσει της γνώσης της κλασικής αρχαιότητας. Ο Πετράρχης αντιλαμβανόταν την ιστορία ως μνήμη, μια εσωτερική κατανόηση του πραγματικού κόσμου που εκφράζει το υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Η φιλοσοφία της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στο Μεσαίωνα και στη νεότερη εποχή εκδήλωνε ενδιαφέρον όλο και περισσότερο για τον Άνθρωπο, την ιστορία και τη φύση.
|
Ο Ουμανισμός ως λογοτεχνικό-φιλοσοφικό κίνημα στην Αναγέννηση σχετίζεται με τη μάθηση και τη γνώση στις τέχνες και στις επιστήμες· αφορά, δηλαδή, τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το επίθετο «ανθρώπινος» στον όρο «ανθρώπινα όντα».
Μάλιστα Humanistae ονομάζονταν, κατά το 15ο αιώνα, οι καθηγητές που χρησιμοποιούσαν τις κλασικές πηγές για να διδάξουν γραμματική, ιστορία, φιλολογία και ηθική φιλοσοφία.
Ο πρώτος ποιητής της νεότερης εποχής που τιμήθηκε με το δάφνινο στεφάνι στο Καπιτώλιο στη Ρώμη, σύμφωνα με την κλασική παράδοση, ήταν ο Πετράρχης (Francesco Petrarca 1304-1374), ο ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέν-νησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες.
Οι ουμανιστές ήταν μελετητές της λατινικής και, σταδιακά, της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Οι περισσότεροι, βέβαια, ήταν ταυτόχρονα καλλιεργημένοι συγγραφείς με προσωπικό ύφος και εξαιρετικοί ρήτορες. Ο Πετράρχης, όπως και οι διάδοχοι του, επιδίωκε την αναγέννηση της ανθρωπότητας μέσα από το πνεύμα της αρχαιότητας, ενώ υποστήριζε την άρρηκτη ενότητα της ορθολογικής σκέψης και της καλλιεργημένης γλώσσας. Πολιτικό του πρότυπο ήταν η ρωμαϊκή δημοκρατία.
Ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης ήταν γενικά ένα από τα αιτήματα του ουμανισμού, και οδήγησε στο αναγεννησιακό ιδεώδες του homo universale, του ανθρώπου με πολύπλευρη μόρφωση, ισχυρές ηθικές αρχές και απολύτως εκλεπτυσμένους τρόπους.
Ο Ουμανισμός δεν περιορίστηκε στην Ιταλία. Εξάλλου, ο μεγαλύτερος γνώστης της κλασικής και χριστιανικής λογοτεχνίας της εποχής ήταν ο Έρασμος (1466 – 1536) του Ρότερνταμ, ο οποίος διατηρούσε αλληλογραφία με ανθρώπους από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ευρεία σκέψη του αναζητούσε συμβιβαστικές λύσεις σε προβλήματα που αφορούσαν τα ανθρώπινα πάθη, τις θρησκευτικές διαμάχες και τη σύγκρουση αρχαιότητας και Χριστιανισμού.
Για τον Ουμανισμό
Με τον όρο αναγεννησιακός ουμανισμός αναφερόμαστε στην πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε στη δυτική Ευρώπη, ξεκινώντας από τη Φλωρεντία, κατά την περίοδο της αναγέννησης στα τέλη του 14ου αιώνα. Χαρακτηρίστηκε από την τάση για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την τέχνη και τις αξίες του κλασικού κόσμου, καθώς και από την αίσθηση του ατόμου να κατανοήσει και να αλλάξει τόσο τον εαυτό του αλλά και τον κόσμο. Ο όρος ουμανιστής ή ανθρωπιστής χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 14ο αιώνα και αναφερόταν σε όσους δίδασκαν τις λεγόμενες ελευθέριες τέχνες (γεωμετρία, γραμματική, ποίηση, ρητορική και ηθική φιλοσοφία). Ο ουμανισμός ενθάρρυνε το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την τέχνη, την κλασική αρχαιότητα και την ανθρώπινη φύση. Έδινε έμφαση στον λόγο και στην έρευνα και αμφισβητούσε την θεολογική παράδοση που εξύψωνε το θείο και υποβίβαζε καθετί γήινο ως αμαρτωλό και διεφθαρμένο. Οι καλλιτέχνες αναπαριστούσαν το θείο χρησιμοποιώντας ως μοντέλα καθημερινούς ανθρώπους. Πίστευαν στη σημασία της εκπαίδευσης και στην πεποίθηση ότι η τέχνη μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε κανόνες που θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της διδασκαλίας. Ανάμεσα στους σημαντικότερους ουμανιστές καλλιτέχνες ήταν οι Ραφαήλ, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντονατέλο, Τιντορέτο και Τιτσιάνο. Στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, ο Πουσέν ήταν ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής του. Ό,τι δίνει το όνομα στον ανθρωπισμό είναι ακριβώς η προώθηση του ανθρώπου στο κέντρο των ιδεών και των αντιλήψεων για τη ζωή. Ο άνθρωπος στο ουμανιστικό κίνημα καταλαμβάνει τη θέση στην ανθρώπινη σκέψη που μέχρι τότε κατείχε ο Θεός. Γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για το φιλόσοφο, τον καλλιτέχνη και τον επιστήμονα. Η μεταβολή αυτή αλλάζει ριζικά την όψη του κόσμου. Η ουμανιστική ιδέα δεν είναι υποχρεωτικά άπιστη ή υλιστική. Δεν προϋποθέτει την απομάκρυνση του Θεού απ’ την ψυχή και τη σκέψη του ανθρώπου, αλλά την τοποθέτηση πλάι στο Θεό. Με μια μόνο διαφορά μεταξύ τους: ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ύλη για να δημιουργήσει. Αλλά κι αυτός είναι μικρός δημιουργός. Με τέτοιες αντιλήψεις τα δημιουργήματα του ανθρώπου αντιμετωπίζονται σαν μαρτυρίες της αξίας του κι η μελέτη τους γίνεται πολύτιμο μορφωτικό μέσο για τον ίδιο τον άνθρωπο. Έτσι οι Ουμανιστές αποδύονται σε μια γεμάτη ενθουσιασμό προσπάθεια για την αναζήτηση των δημιουργιών εκείνων του ανθρώπου, που έχουν λησμονηθεί στα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών των μοναστηριών. Την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τώρα στα ενδιαφέροντα του ανθρώπου τα έργα των αρχαίων Ελλήνων κλασικών, γνωστά στη Δύση μέχρι τότε από περιλήψεις σε μετάφραση για πρακτικούς και μόνο σκοπούς. Άμεση συνέπεια του ενδιαφέροντος αυτού είναι η εκμάθηση κι η διάδοση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που είχε επί αιώνες παραμεληθεί. Τώρα οι άνθρωποι μπορούν ξανά να μελετήσουν τον Πλάτωνα στο πρωτότυπο, αλλά κι έργα που αφορούν πιο άμεσα την ιατρική: τον Αριστοτέλη, το Γαληνό, τον Ιπποκράτη. Τα αποτελέσματα δεν αργούν να γίνουν φανερά, τόσο στο φιλοσοφικό όσο και τον επιστημονικό τομέα. Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, ο μεγαλύτερος απ’ τους νεοπλατωνικούς της Φλωρεντινής Ακαδημίας, διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος είναι συνδετικός κρίκος μεταξύ ουρανού και γης. Έτσι τοποθετείται μια γέφυρα μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, που ενώνει τη διάνοια του ανθρώπου με το Πνεύμα τού Θεού
|
Πηγές: wikipedia και Ιστορία της Φιλοσοφίας (C.Delius – M. Gatzemeier – D.Sertcan – K.Wuenscher)